Γιάννη μου το μαντήλι σου, στον 21ο Αιώνα. Η μεγάλη επιστροφή της παράδοσης

Μια μεγάλη μόδα, ή μια μεγάλη ανάγκη; – Ο Γ. Τσολακίδης γράφει για τη θριαμβευτική, με νέο τρόπο, επιστροφή της παράδοσης

Πρόσφατα, σε πολιτικό σχόλιο έγκριτου δημοσιογράφου διάβασα με έκπληξη, ανάμεσα σε άλλα, αναφορά με θαυμασμό στο «Ξενιτεμένα μου πουλιά» με τον …Κωσταντή Πιστιόλη!

Όταν οι επανεκτελέσεις και διασκευές παλιών δημοτικών τραγουδιών φτάνουν σε γνώση πολιτικών σχολιαστών και γίνονται αντικείμενο σε φράσεις τους είναι προφανές ότι κάτι διαφορετικό συμβαίνει πια τα τελευταία χρόνια με τη δημοτική- παραδοσιακή μουσική μας.

Να πούμε, αρχικά, ότι στη βραδινή ψυχαγωγία και διασκέδαση των νέων είναι διαδεδομένη εδώ και κάμποσα χρόνια. Όχι μονάχα στους γάμους και τα πανηγύρια, αλλά και τις συναυλίες, τις μουσικές σκηνές, στη δισκογραφία, στο ράδιο, στις μουσικές ψηφιακές πλατφόρμες, στο περίφημο World Wide Web! Γκάιντα, νταούλι και λύρα, κρητική, πολίτικη και ποντιακή, νέι, φλογέρες, μπεντίρ φυσικά κλαρίνο και βιολί, πληθαίνουν στις ορχήστρες νέων τραγουδιστών και τραγουδοποιών.

Τι είναι αυτό που χρόνο με το χρόνο απλώνεται και κερδίζει όλο και περισσότερο τα ακούσματα των νέων; Μια μεγάλη μόδα, ή μια μεγάλη ανάγκη; Είναι ένα «Αθάνατο δημοτικό τραγούδι» που ιστορικά υπήρχε σχεδόν πάντα μέσα στον 20ο αιώνα, με διάφορα συγγενέματα, από κλασική και ελαφρό τραγούδι ως το έντεχνο του 1970; Είναι μια «νέο- μαρκοπουλική» εκδοχή του καλλιτεχνικού κινήματος «Επιστροφή στις ρίζες»; Είναι η ελληνική πρόταση στην «world – ethnic music»; Ή είναι μήπως κάτι βαθύτερο;

Που αγγίζει την ασυνείδητη ακόμη σε άλλες σφαίρες- πλην της Τέχνης- αγωνία μας να επανα -ανακαλύψουμε τις αξίες του κοινοτισμού και του συμβιωτισμού που αποτελούσε κι εξέφραζε αιώνες η χωρίς επιθετικό προσδιορισμό («λαϊκή», «παραδοσιακή», «δημοτική») ζωή μας; Ας αφήσουμε να αιωρείται το ερώτημα…

Και ας κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή:

(Χρησιμοποιώντας για λόγους συνεννόησης τους όρους δημοτικό τραγούδι, παράδοση, παραδοσιακή μουσική)

Η νοσταλγία της «χαμένης αθωότητας» έχει εκφραστεί στην Τέχνη κατά καιρούς έντονα, ιδίως από τα λόγια ρεύματα ποίησης και μουσικής, από την «βουκολική ποίηση» ως τις διασκευές μουσικών και τραγουδιών ανώνυμων, του λαού, από τους μεγάλους συνθέτες της ονομαζόμενης «Εθνικής σχολής»: Καλομοίρης, Μητρόπουλος, Κωνσταντινίδης, Σκαλκώτας.

Ο Νίκος Σκαλκώτας, (για τον οποίο ένας Αυστροβρετανός μουσικολόγος και κριτικός, ο Χανς Κέλερ, πλειοδοτεί σε ένα κείμενό του αναφέροντάς τον στους κορυφαίους συνθέτες του 20ου αιώνα, μέσα στα τέσσερα «Σ»: Σένμπεργκ, Στραβίνσκι, Σκαλκώτας, Σοστακόβιτς) πέρα από τα ατονικά έργα, επέτυχε να γίνει στον τόπο μας γνωστός και δημοφιλής (δυστυχώς μόνο) για τα τονικά, τροπικά του όπως οι περίφημοι «36 ελληνικοί χοροί»!

Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, πέρα από τα ελαφρά του ως «Κώστας Γιαννίδης» γράφει τα “Δωδεκανησιακές Σουίτες”, “Μικρασιατική Ραψωδία”, “3 Ελληνικοί Χοροί” (1950), “Κυκλαδίτικος Χορός”.

Ο Μανώλης Καλομοίρης αν και πνευματικό τέκνο του βαγκνερικού μουσικού δράματος και της ρωσικής εθνικής «σχολής των Πέντε», έχει μια δημιουργία βαθύτατα προσωπική, θεμελιωμένη κυρίως επάνω στο δημοτικό τραγούδι! Στη «Συμφωνία της Λεβεντιάς», στο Γ’ Μέρος, «Σκέρτσο- Γλέντι» υπάρχει ως και το «Τούτη η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε»!!!

Δεν θα μπορούσαμε να ξεπεράσουμε χωρίς αναφορά το «ελαφρό» με διασκευές δημοτικών (Το πασίγνωστο με την Σοφία Βέμπο «η θειά μου η Αμερσούδα» είναι η …θεία Μυρσίνη, διασκευή σε τραγούδι της Μυτιλήνης!) και διάφορα δημοτικοφανή τραγούδια.

Για να έρθουμε κάπως στα εγγύτερα χρονικά, γύρω στα 1970. Γεννιέται στον τόπο μας ένα ισχυρό νεανικό μουσικό ρεύμα που μαζί με το ποπ μπολιάζει ηλεκτρικές διασκευές του δημοτικού τραγουδιού. Διονύσης Σαββόπουλος, Μαρίζα Κωχ και το συγκρότημα Ανάκαρα πρωτοστατούν, χωρίς να απέχουν από τη χρήση δημοτικών δρόμων και ήχων συνθέτες όπως ο Γιάννης Μαρκόπουλος και αργότερα ο Χριστόδουλος Χάλαρης.

Κι ενώ στη δεκαετία του 1990 όλα δείχνουν ότι η μουσική μας παράδοση ανήκει …«στο χρονοντούλαπο της ιστορίας», συμβαίνουν 2 από αυτά τα υπέροχα απρόβλεπτα της ιστορίας: Το ένα ονομάζεται «Δυνάμεις του Αιγαίου» και ήταν μια θαυμαστή συνάντηση σπουδαίων μουσικών στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης. Αφήνει ένα πολύ ισχυρό αποτύπωμα σε νεότερες γενιές αυτή η συνύπαρξη μουσικών όπως ο Χρίστος Τσιαμούλης, Νίκος Γράψας, Πέτρος Ταμπούρης, Γιάννης Ζευγόλης και Μιχάλης Κλαπάκης, με στιχουργό στα δικά τους τον Δημήτρη Γιαλαμά.

Το δεύτερο, μάλλον δεν υπολογίστηκε όσον αφορά την επίδραση που θα είχε σε γενιές νέων μουσικών: τα «Μουσικά Σχολεία», κατ’ επέκταση Μουσικές Σχολές και πιο συγκεκριμένα «ΤΕΙ Άρτας», σήμερα Τμήμα Μουσικών Σποδών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Και συμβαίνει μια καλλιτεχνική έκρηξη που μας φέρνει

Από τον Μανώλη Καλομοίρη ως …τα Καντινέλια: 1 αιώνας διαφορετικές προσεγγίσεις, η ίδια αγάπη!

Ένα μεγάλο ρεύμα και ένας μεγάλος αριθμός καλλιτεχνών, ατόμων ή συγκροτημάτων αφοσιώνεται στις μουσικές μας ρίζες, από Κρήτη, ως Ήπειρο κι ως Θράκη. Αλλά και Βαλκάνια και Ανατολή, Τουρκία, Περσία, Αραβία.

Τα βασικά του χαρακτηριστικά:

Είναι νέοι μουσικοί, στη συντριπτική πλειοψηφία σπουδαγμένοι, απόφοιτοι μουσικών σχολών, ωδείων, γνώστες της παγκόσμιας μουσικής και της δυτικής κουλτούρας. Δεν πρόκειται δηλαδή πια, για παραδοσιακούς αυτοδίδακτους οργανοπαίκτες του χωριού και των πανηγυριών.

Κατά κανόνα αγαπούν και γνωρίζουν πολύ καλά το ροκ, την τζαζ, την κλασική αλλά και τη γενιά των τραγουδοποιών που έβαλαν την «Παράδοση» και πάλι στις συνθέσεις τους. Τον Θανάση Παπακωνσταντίνου αλλά και τους Μάλαμα, Αγγελάκα, Περίδη…

Κι εδώ οφείλουμε να κάνουμε μια παραπάνω μνεία στην επίδραση που άσκησε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Ο καλλιτέχνης αυτός «ξεθάβει»- αναβιώνει μια άλλη προσέγγιση στο ελληνικό τραγούδι. Λες και το τραγούδι του και η μουσική του πηγάζουν απ’ ευθείας από φωνές του βουνού και του κάμπου, των νερών και των δέντρων, είναι της φύσης, τ’ ουρανού και της γης, όλα μοιάζουν στοιχεία χθόνια, αρχέγονα, καμιά φορά παγανιστικά…

Έτσι, Θεσσαλικός κάμπος αλλά και Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, νότια Βαλκάνια αναφαίνονται πάλι, μέσα στη μουσική ζωή νέων δημιουργών. Οι ήχοι και τα όργανα αναδεικνύονται σε πρωτεύοντα στοιχεία της έκφρασης, στο τραγούδι και στο χορό χιλιάδων νέων ανθρώπων.

Εμπνέονται, μαγεύονται, ενθουσιάζονται απ’ ευθείας από το δημοτικό τραγούδι και την παραδοσιακή μουσική. Όχι τόσο ή πια, από το λαϊκό και το «πατρικό» του Ρεμπέτικο. Αυτή η γενιά, ένα μεγάλο κομμάτι της, ενστερνίζεται κι υιοθετεί ακόμη και τον ήχο και τα όργανα. Ακόμη και σύγχρονες συνθέσεις παίζονται με τρόπους και όργανα της μουσικής παράδοσης. Εδώ βρίσκεται και η μεγάλη διαφορά με την δεκαετία του 1970: Επιστροφή στις ρίζες και χρήση όχι μόνο ρυθμών και τρόπων αλλά και οργάνων.

Γεννιέται λοιπόν, τα τελευταία 10-15 χρόνια ένα μεγάλο ρεύμα στην ελληνική μουσική, πέρα από τα ως τότε κυρίαρχα, του λαϊκοπόπ , του ροκ της ραπ και ανθίζει όλο και περισσότερο. Ίσως είναι σήμερα το δεύτερο κυρίαρχο μουσικό ρεύμα μετά τη ραπ. Με μια, κατά τη γνώμη μου, μεγάλη διαφορά, η ραπ έχει πυκνό και συχνά αιχμηρό, εξεγερσιακό στίχο αλλά ένα ρυθμό, μονότονο και παντελή απουσία μελωδίας.

Αυτό το «νέο- παραδοσιακό» έχει εκρηκτικούς ρυθμούς, ποικιλία μελωδιών, πληθώρα στιχουργικής θεματικής από χαρές ως πένθος, ανάδειξη της φωνής στο τραγούδι πέρα από το επίπεδο της πρόζας, εκπληκτικές μουσικές δεξιοτεχνίες και κυρίως μπορεί να γεννά διαθέσεις για συλλογικό γλέντι εν είδει διονυσιακών τελετών.

Γεννά την επαναφορά στο κοινοτικό- συμβιωτικό, πλάι (όχι χώρια, ούτε απέναντι) στο ανέλπιδο μοναχικό. Κι ευελπιστώ κι υποψιάζομαι ότι θα γεννήσουν οι ανταμώσεις κι η συνύπαρξή αυτών των παιδιών καλύτερα τραγούδια και ακούσματα μέσα σε αυτήν την «κάπως δεν ξέρω» 2η δεκαετία του 21ου αιώνα…

πηγή