Σαπφώ: Ένα διαχρονικό, παγκόσμιο, φεμινιστικό και queer σύμβολο

Τι κάνει τόσο ιδιαίτερη την ξακουστή ποιήτρια, συνθέτρια και παιδαγωγό από τη Λέσβο και γιατί 2.600 χρόνια μετά τη γέννησή της εξακολουθεί να προβληματίζει, να συγκινεί και να συναρπάζει;

Aπό τις πλέον εμβληματικές μορφές της αρχαιότητας και τις ελάχιστες γένους θηλυκού που απόλαυσαν τόσες τιμές στο πέρασμα των αιώνων, έζησε πολύ μπροστά από την εποχή της, έγραψε στίχους μεγαλοφυείς που κόβουν την ανάσα, ενέπνευσε συγγραφείς, ποιητές, μουσικούς, φιλοσόφους και ρήτορες, πυροδότησε πάθη και εντάσεις, επιβίωσε από πολλές απόπειρες «δολοφονίας», αναγορεύτηκε σε φεμινιστικό και queer σύμβολο, απέκτησε ακτινοβολία διαχρονική και παγκόσμια.

Όλα αυτά μολονότι λίγα πράγματα γνωρίζουμε για τη ζωή της κι ακόμα λιγότερα για το έργο της, από το οποίο υπολογίζεται ότι έχει διασωθεί μόλις ένα 7%, κάπου 655 στίχοι, οι περισσότεροι σε κείμενα άλλων συγγραφέων, και μόλις δύο ακέραια ποιήματα, το “Ποίημα των αδελφών” και ο περίφημος «Ύμνος στην Αφροδίτη», τη θεά του Έρωτα που τόσο δόξασε.

Το γεγονός ότι εξακολουθούν να ανευρίσκονται ποιητικά της σπαράγματα (η πιο πρόσφατη σχετική ανακάλυψη έγινε το 2014) αναζωπυρώνει διαρκώς το λογοτεχνικό και όχι μόνο ενδιαφέρον γι’ αυτή, με νέα άρθρα, μελέτες και συγγραφικά πονήματα να προστίθενται στη μακρά βιβλιογραφία για τη σαπφική ποίηση, σε πείσμα μιας προϊούσας απαξίωσης των κλασικών σπουδών κόντρα στην οποία συνιστά ένα ακόμη ισχυρό αντεπιχείρημα.

Ιδού τι σταχυολόγησα για τη «Δεκάτη Μούσα» και το έργο της τόσο απ’ όσα γράφτηκαν σχετικά τα τελευταία χρόνια όσο και συζητώντας με δύο πρόσωπα που έχουν ασχοληθεί με αυτό, τον φιλόλογο Γιώργο Πικράκη και την ερευνήτρια Κατερίνα Λαδιανού.

Δυο-τρία πράγματα που ξέρουμε γι’ αυτήν

Δεν υπάρχουν πολλά σωζόμενα λογοτεχνικά έργα παλαιότερα από τα ποιήματα-τραγούδια της Σαπφώς: το Έπος του Γκιλγκαμές, οι πρώιμοι ύμνοι της Ριγκ Βέδα, τα ομηρικά έπη και τα έπη του Ησιόδου στην ανατολική Μεσόγειο. Μάλιστα, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο «Ψευδο-Λογγίνος», ο οποίος παραθέτει στίχους της Σαπφούς, ήταν ο ίδιος ο Όμηρος.

Αντίθετα, όμως, από τον συγγραφέα της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας», του οποίου η ύπαρξη ως συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο αμφισβητείται, η Σαπφώ έζησε μετά βεβαιότητας στον μάταιο αυτόν κόσμο που τόσο προσπάθησε να ομορφύνει με τους στίχους και τις διδαχές της.

Γνωρίζουμε σίγουρα ότι η Σαπφώ γεννήθηκε στην Ερεσό ή ίσως στη Μυτιλήνη περί το 617 π.Χ. και ότι καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Αυτός είναι και ο λόγος που η Λέσβος και ειδικότερα η Ερεσός μετατράπηκαν από τη δεκαετία του ’70 ιδίως και μετά σε «προσκύνημα» και σημείο αναφοράς των απανταχού λεσβιών, με το Πρωτοδικείο Αθηνών να απορρίπτει το 2008 την προσφυγή τριών κατοίκων του νησιού που απαιτούσαν να απαγορευτεί η χρήση του όρου «λεσβία» για τις ομοφυλόφιλες γυναίκες με την αιτιολογία ότι έτσι «δυσφημίζεται» ο τόπος τους – δεν δόθηκε πάντως καμία συνέχεια καθώς φαίνεται κιόλας ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Μυτιληνιών, από επίγνωση ή από υπολογισμό, δεν έχει θέμα με τα κορίτσια που αγαπούν άλλα κορίτσια, ούτε με το πώς ονομάζεται ο έρωτας αυτός.

Ο πατέρας της, ο οποίος σκοτώθηκε όταν ήταν μικρή, πολεμώντας τους Αθηναίους που διεκδικούσαν από τους Λέσβιους τον εμπορικό ναύσταθμο του Σιγείου στον Ελλήσποντο, λεγόταν πιθανόν Σκάμανδρος ή Σκαμανδρόνυμος –υπάρχουν άλλες έξι ή επτά εκδοχές– και η μητέρα της Κλεΐδα, όνομα που η ποιήτρια έδωσε και στη μοναχοκόρη της.

Είχε δύο αδέλφια, τον Χαράξο και τον Λάριχο, ο οποίος είχε διοριστεί οινοχόος στο Πρυτανείο της Μυτιλήνης, ίσως και έναν τρίτο ονόματι Ευρύγιο. Δεν είμαστε σίγουροι για τον πατέρα του παιδιού της, ενώ κανείς άνδρας δεν αναφέρεται ονομαστικά στη σωζόμενη ποίησή της.

Η «Δεκάτη Μούσα», κατά τον Πλάτωνα, υπήρξε ταυτόχρονα η μήτρα και η κορυφή της αρχαιοελληνικής γυναικείας γραφής, όπως διαβάζουμε στο επίμετρο του φιλόλογου Γιώργου Πικράκη, συνεπιμελητή της εξαιρετικής έκδοσης «Των σιωπηλών σπαράγματα – Ποιήτριες του αρχαίου κόσμου» που κυκλοφόρησε από το Ροδακιό το 2021.

Δεν έμεινε, όμως, στον γραπτό λόγο. Συνέθεσε μελωδίες, εφηύρε μουσικά μέτρα και όργανα, υπήρξε ξακουστή παιδαγωγός –ο περίφημος «θίασός» της, ο λεγόμενος και «Μουσοπόλων Δόμος», εικάζεται πως ήταν μια τρόπον τινά σχολή επιμόρφωσης, καλλιέργειας καλλιτεχνικών ταλέντων και καλών τρόπων και προετοιμασίας για τον έγγαμο βίο παρθένων ευγενικής καταγωγής–, ενεπλάκη επίσης στην πολιτική με αποτέλεσμα να εξοριστεί για ένα διάστημα στη Σικελία από την αντίπαλη τυραννική φατρία.

Από την επιστροφή της και μετά, που ίδρυσε τον «θίασον», έγινε πόλος έλξης για ευγενείς νέες όχι μόνο από τη Λέσβο αλλά και από άλλα μέρη. Η σχολή, που επιβίωσε και μετά τον θάνατο της Σαπφώς πάντα με γυναίκες διευθύντριες, υπήρξε πρότυπο και για άλλους ανάλογους «θιάσους», όπως εκείνοι της Γοργώς, της Ανδρομέδας και της Μίκας, και θεωρήθηκε αργότερα λίκνο της γυναικείας αυτοσυνειδησίας αφενός, του γυναικείου ομοερωτισμού αφετέρου, και όχι άδικα, όπως συγκλίνουν οι περισσότεροι σύγχρονοι μελετητές.

«Η Λέσβος, τόπος με ισχυρή πολιτιστική παράδοση, συνδέθηκε αρκετά νωρίς με εξέχουσες μουσικές και θρησκευτικές μορφές, όπως ο Αρίωνας και ο Ορφέας. Είναι βέβαιο ότι η Σαπφώ πειραματίστηκε πολύ με νέους ρυθμούς, όπως έπραξε τον 7ο π.Χ. αιώνα ο συντοπίτης της Τέρπανδρος, και πιθανώς εκείνη ενίσχυσε την παραδοσιακή λύρα, κάνοντάς την οκτάχορδη.

Η ποίησή της φαίνεται εκ πρώτης ανάγνωσης/ακρόασης προσωπική, ωστόσο, κατά την εκτέλεσή της συνοδεία μουσικού οργάνου, και σε πολλές περιπτώσεις χορού, το “λυρικό εγώ”, η φωνή που πρωταγωνιστεί στα ποιήματα, αποδρά από τον προσωπικό λογισμό και περιγράφει ευρύτερες σκέψεις, συναισθήματα και προβληματισμούς», λέει ο Γιώργος Πικράκης, ο οποίος τη χαρακτηρίζει ως μια ισχυρή προσωπικότητα «με έντονες ανησυχίες, ποικίλα, διανοητικώς δυσπρόσιτα ενδιαφέροντα και αυξημένες ευθύνες», κάτι αρκετά ασυνήθιστο, όπως είπαμε, για μια γυναίκα του αρχαίου κόσμου.

Ο πίνακας του sir Lawrence Alma-Tadema «Σαπφώ και Αλκαίος» απεικονίζει την ποιήτρια να κοιτάζει εκστασιασμένη τον επίσης Λέσβιο λυρικό ποιητή Αλκαίο.

Η σαπφική ποίηση, η επιθυμία γένους θηλυκού και το «σκάνδαλο» του γυναικείου ομοερωτισμού

Μολονότι η ανδρική ομοφυλοφιλία ή μάλλον η παιδεραστία, όπως την εννοούσαν τότε, ήταν λίγο-πολύ κοινός τόπος στην αρχαία Ελλάδα, οι λεσβιακές σχέσεις ανήκαν στον κοινωνικά περιθωριοποιημένο, «άγνωστο κόσμο» της γυναικείας σεξουαλικότητας, η οποία θεωρούνταν απλό συμπλήρωμα της ανδρικής και ανολοκλήρωτη, ελλείψει κάποιου φαλλού.

Είναι βέβαια γνωστό ότι οι γυναίκες θεωρούνταν υποδεέστερες των ανδρών (η Λέσβος μάλλον ανήκε στις εξαιρέσεις, στις οποίες συγκαταλέγονταν η μινωική Κρήτη, η Σπάρτη και οι Επιζεφύριοι Λοκροί) και περιορίζονταν σε πολύ συγκεκριμένους ρόλους και καθήκοντα.

Η Eva Stehle, πάλι, γράφει ότι «αφού γυναίκες καλούνταν να εγκωμιάσουν άλλες γυναίκες δημοσίως, η ιδέα του πόθου μεταξύ γυναικών ήταν αποδεκτή», τουλάχιστον σε κάποια μέρη. Γεγονός είναι ότι «καμία άλλη γυναίκα από την πρώιμη αρχαιότητα δεν έχει συζητηθεί τόσο, και μάλιστα με τόσο αντικρουόμενους όρους…

Οι πηγές είναι τόσο σπάνιες και οι θρύλοι τόσο πολλoί, που κάθε προσπάθεια διάκρισης μεταξύ των δύο είναι σχεδόν απελπιστική», έγραφε η ιστορικός τέχνης Τζούντιθ Σκαλάνκσι στο «Paris Review», σημειώνοντας πως για πολλούς αιώνες όροι όπως «τριβαδισμός», «σαπφισμός» και «λεσβία» χρησιμοποιούνταν γενικά ως συνώνυμα στις πραγματείες θεολόγων, νομικών και γιατρών, «υποδηλώνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις μια διεστραμμένη σεξουαλική πρακτική ή ένα αναίσχυντο έθιμο και σε άλλες μια τερατώδη ανωμαλία ή ψυχική ασθένεια».

«Είναι δύσκολο να αρνηθούμε ότι τουλάχιστον τα αποσπάσματα που επικαλούνται τη δύναμη του Έρωτα αναφέρονται σε έναν πραγματικό έρωτα που είχε ολοκληρωθεί και σε επίπεδο σωματικής επαφής», γράφει ο Claude Calame στον συλλογικό τόμο «Θέλξις – Δεκαπέντε μελετήματα για τη Σαπφώ» (εκδ. Σμίλη 2004).

Φεμινίστριες και queer θεωρητικοί μάλιστα έχουν επικρίνει τον Φουκό επειδή στην «Ιστορία της Σεξουαλικότητας», όπου αναφέρεται εκτενώς στην ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα, χρησιμοποιεί «μόνο ανδρικές μορφές ερωτικής πρακτικής ως πρότυπο για την αναπαραγωγή της σεξουαλικότητας στην αρχαιότητα», αγνοώντας εντελώς τη Σαπφώ (Έλεν Γκριν, στον ίδιο τόμο).

«Η Σαπφώ διαφέρει από τους άνδρες ομότεχνούς της στο ότι δεν δίνει έμφαση στον ανταγωνισμό και την κατάκτηση αλλά στις αμοιβαίες ηδονές, στην ανακάλυψη του εαυτού μας μέσα στον άλλο», γράφει η Μέριλιν Σκίνερ. Αλλά και οι ετεροφυλόφιλοι μυθικοί έρωτες που παραθέτει εστιάζουν συχνά στη σχέση μεταξύ μιας ισχυρής θεάς κι ενός αδύναμου θνητού, σε αντιδιαστολή με το κυρίαρχο μοντέλο (Ηώ – Τιθωνός, Αφροδίτη – Φάωνας, Σελήνη – Ενδυμίωνας κ.ά.).

Αγάλματα και προτομές της έβρισκες από την Πέργαμο μέχρι τις Συρακούσες. Προτομή της Σαπφώς στο Musei Capitolini. Πρόκειται για ρωμαϊκό αντίγραφο ελληνικού κλασικού πρωτοτύπου.

«Θηλυκός Όμηρος»

«Θηλυκό Όμηρο» τη χαρακτήριζαν, διαβάζω, ο Μακεδόνας βασιλιάς Αντίπατρος και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Ιουλιανός και το βέβαιο είναι ότι, ασχέτως του πόσο προκαλούσε τα ήθη αλλοτινών εποχών, η ποιήτριά μας απολάμβανε ευρύτατη αναγνώριση. Αγάλματα και προτομές της έβρισκες από την Πέργαμο μέχρι τις Συρακούσες, στίχοι της κοσμούσαν συγγράμματα, λόγους και επιστολές, κόπηκαν ακόμα και νομίσματα με το προφίλ της.

Ιδέα δεν έχουμε βέβαια πώς ακούγονταν οι στίχοι της στα αιολικά (διάλεκτο στην οποία έγραφε), όταν τραγουδιούνταν σε μια γαμήλια τελετή, κάποιο συμπόσιο ή στον κύκλο της, συνοδευόμενοι από κάποιο έγχορδο όργανο (σ.σ. το μουσικό σχήμα Άβατον αποπειράθηκε να δώσει ένα κάποιο στίγμα). Όπως δεν έχουμε ιδέα και για το συνολικό έργο της εφόσον μόλις ένα 7% αυτού διασώθηκε, πολύ μεγαλύτερο ποσοστό συγκριτικά με δεκάδες άλλες ποιήτριες της αρχαιότητας και αρκετό για να της χαρίσει μια εξέχουσα θέση στο ποιητικό πάνθεο.

Για παράδειγμα, από μια μεγάλη οκτάτομη ή εννιάτομη έκδοση Αλεξανδρινών φιλόλογων σε φύλλα παπύρου, η οποία περιλάμβανε 10.000 στίχους της, σώθηκε μόλις ένα ακέραιο ποίημα, κι αυτό επειδή το μετέφερε αυτούσιο σε μια πραγματεία του ο ρήτορας Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας. Αλλά και οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή της, όπως αυτές που περιλαμβάνει το Λεξικό του Σουίδα (Κωνσταντινούπολη, 10ος αι. μ.Χ.), δεν είναι πάντα αξιόπιστες.

Τα ποιήματα της Σαπφώς εκπέμπουν μια αίσθηση χαράς για την ανακάλυψη του εαυτού. Για πρώτη φορά οι έγνοιες των πολεμιστών, των ανδρών αθλητών και των ανταγωνιστικών μεταξύ τους αρρένων πολιτών τοποθετούνται στη θέση που τους αντιστοιχεί: “Άλλοι το ιππικό, άλλοι το πεζικό, κάποιοι το ναυτικό ορίζουν πως είναι το ομορφότερο πράγμα στη μαύρη γη / όμως εγώ εκείνο που καθένας ερωτεύεται”.

Σε πολλές πόλεις-κράτη η ανδρική ομοφυλοφιλία, ιδίως ανάμεσα σε άνδρες μέσης ηλικίας και εφήβους, ήταν αποδεκτό συμπλήρωμα της παιδείας και συχνά εγκωμιαζόταν περισσότερο από τον ετεροφυλόφιλο έρωτα.

Στη Λέσβο ίσχυε το ίδιο και για τις γυναίκες. Παρατηρώντας μια νεαρή κοπέλα να ερωτοτροπεί με έναν άνδρα, η Σαπφώ γοητεύεται τόσο πολύ από την ομορφιά της που συμμερίζεται τις σωματικές αντιδράσεις του εραστή της: “κι απόσβην’ η λαλιά μου / σαν τη γλώσσα μου κάτι να τσακίζει / σιγανή φλόγα τρέχει το κορμί μου / θαμπωμένοι δεν βλέπουν οι οφθαλμοί μου / κι η ακοή μου βουίζει / ιδρώτ’ απ’ τα μέλη μου αναδύω / κι όλη τρέμω, πιο πράσινη στο χρώμα κι από χόρτο / και λέω πως λίγο ακόμα και νεκρή θ’ απομείνω”», γράφει ο Ρόντρικ Μπίτον στο βιβλίο του «Έλληνες – μια παγκόσμια ιστορία» (εκδ. Πατάκη 2021).

Στην ευρωπαϊκή ζωγραφική απεικονίστηκε ως μια επιβλητική καλλονή, όπως στο έργο του Miguel Carbonell Selva, «Ο Θάνατος της Σαπφώς», 1881.

Το αίνιγμα της πραγματικής μορφής της Σαπφώς και η ποιητική της

Πώς άραγε να έμοιαζε η Σαπφώ; Ούτε αυτό είναι σαφές. Στην ευρωπαϊκή ζωγραφική απεικονίστηκε ως μια επιβλητική καλλονή, ενώ εξιδανικευμένες είναι πιθανότατα και οι σωζόμενες καλλιτεχνικές της αναπαραστάσεις π.χ. σε μια υδρία ζωγραφισμένη από τον Πολύγνωτο ή κάποιον μαθητή του, που την παρουσιάζει ως μια λεπτή, χαριτωμένη φιγούρα να διαβάζει ειλητάριο ή σε ένα αγγείο του 5ου αι. π.Χ. που τη δείχνει ψηλή, να κρατά μια οκτάχορδη λύρα.

Ο Ανακρέων την αποκαλεί «ηδυμελή», ο Λουκιανός «μελιχρόν αύχημα Λεσβίων», ο συμπατριώτης και σύγχρονός της Αλκαίος την περιγράφει ως «αγνή, μελένια, χαμογελαστή, με βιολετί μαλλιά», κάποιες μεταγενέστερες πάλι αναφορές τη θέλουν άσχημη, κοντή, άχαρη, ακόμα και ανέραστη.

Είναι, βέβαια, άγνωστο πόσο αντιπροσώπευαν την πραγματικότητα αυτοί οι χαρακτηρισμοί, καθώς μπορεί το έργο της να εξυμνούνταν ενώ βρισκόταν ακόμα εν ζωή, από τότε όμως προκαλούσε «ενοχλήσεις» που οφείλονταν αφενός στο φύλο της –μην ξεχνάμε ότι αναφερόμαστε σε κοινωνίες κατεξοχήν ανδροκρατικές–, αφετέρου στις καθόλου ανυπόστατες φήμες περί ερωτικών σχέσεων που φαίνεται ότι διατηρούσε με μαθήτριές και ακολούθους της, όπως οι Ατθίς, Τελέσιλλα, Μεγάρα και Γογγύλα.

Συνολικά καμιά εικοσαριά γυναίκες αναφέρονται ονομαστικά στην ποίηση της Σαπφώς, με συναισθήματα που κυμαίνονται από την τρυφερή αφοσίωση ως τον φλογερό πόθο και από τη ζήλια έως την περιφρόνηση: «Σ’ ἱκετεύω, Γογγύλα, φανερώσου μπροστά μου / μὲ τὸ φόρεμα ἐκεῖνο τὸ λευκὸ σὰν τὸ γάλα∙ / ὀμορφούλα μου, ὁ πόθος / φτερουγίζει τριγύρω σου πάλι», ξεκινά ένα από τα γνωστότερα αποκατεστημένα αποσπάσματα ποιημάτων της (μετάφραση Τασούλα Καραγεωργίου) που μελοποίησε υπέροχα ο Χατζιδάκις στον  «Μεγάλο Ερωτικό» σε ερμηνεία Φλέρυς Νταντωνάκη.

Ένθερμη λάτρης της Αφροδίτης, η ποιήτρια «αναπτύσσει σταθερή, προσωπική επαφή με τη θεά, περιγράφει δε τον Έρωτα ως κοσμογονική δύναμη, αναγνωρίζοντας με λέξεις δικής της επινόησης τις ιδιότητές του: “παραλύει τα άκρα μου (λυσιμελής), τούτο το γλυκύπικρο (γλυκύπικρον), ακαταμάχητο πλάσμα”. “Συμμετέχει” στη χαρμόσυνη, γαμήλια πομπή της Ανδρομάχης και του Έκτορα, προτού ξεσπάσει ο Τρωικός Πόλεμος.

Αποχαιρετά μια μαθήτριά της, που, έτοιμη πια για τον έγγαμο βίο, εγκαταλείπει τη θηλυκή συλλογικότητα του θιάσου. Νουθετεί τον άσωτο αδελφό της με αφορμή την κατασπατάληση της περιουσίας του για κάποια ερωμένη – πιθανώς την απελευθέρωσε, καταβάλλοντας το αντίτιμο. Στοχάζεται με ειλικρίνεια τα γηρατειά. Τα παραπάνω θέματα αναπτύσσονται σε διάλογο με την επική παράδοση, αναδεικνύοντας ποιότητες και λεπτομέρειες που ο επικός στίχος προσπερνά προς εξυπηρέτηση της αφήγησης. Η λυρική ποιήτρια δεν αφηγείται, όπως ο ραψωδός, αλλά περιγράφει.

Η Σαπφώ επινοεί ποιητικά σχήματα, απελευθερώνει από τα μύχια της ανθρώπινης υπόστασης αισθήσεις και συναισθήματα, εφευρίσκει νέες λέξεις, εγκαθιδρύει νέο ποιητικό ύφος με ταυτότητα. Η πρόσληψή της από την αρχαιότητα ως σήμερα επιβεβαιώνει την ποιότητά της, η αποδοχή ή η επίκριση των στίχων της από κάθε κοινωνική τάξη και φύλο (μεγάλος αριθμός οστράκων και παπυρικών σπαραγμάτων αναπαράγουν παραλλαγμένα ή αυτούσια σαπφικά άσματα, όπως συμβαίνει με τα σύγχρονα μουσικά hits.

Ακόμη και Ρωμαίες αριστοκράτισσες χάραξαν προσκυνήματά τους, δικές τους συνθέσεις, στους Κολοσσούς του Μέμνονα σε σαπφικό στίχο). Η ρητή και υπόρρητη πρόθεση ποιητών και συγγραφέων να συνδεθούν μαζί της είναι δηλωτική της αναγνώρισής της, μαθητές και μαθήτριες αντιγράφουν στίχους της στα σχολεία, επομένως κατανοούμε ότι εντασσόταν και στη διδακτέα ύλη», συνεχίζει ο Γιώργος Πικράκης.

Η λυρική ποιήτρια δεν αφηγείται, όπως ο ραψωδός, αλλά περιγράφει. Φωτο: AKG

«Η πιο εξόφθαλμη απόπειρα “δολοφονίας” γυναικείας ποιητικής γραφής»

«Λέω ότι κάποιος θα μας θυμάται στο μέλλον», γράφει το σωζόμενο απόσπασμα 147 (απόδοση Σωτήρης Τσέλικας) και η σημερινή εποχή είναι ίσως η πιο δεκτική σε όσα πρέσβευε – η μελέτη της προσωπικότητας και του έργου της γνωρίζει νέα άνθηση υπό το πρίσμα των φεμινιστικών, των έμφυλων και των queer σπουδών.

Έντονο ενδιαφέρον για την ποίησή της εκδηλώνεται ήδη από τον θάνατό της το 570 π.Χ. στη Λευκάδα – σε διάφορα γραμματειακά είδη και εποχές εντοπίζουμε από απλές αναφορές και υπαινιγμούς σε σαπφικό στίχο ή το όνομά της μέχρι εντονότατες συνομιλίες με το έργο της.

Εκτός όμως από φανατικούς θαυμαστές, απέκτησε και εχθρούς: «Η Σαπφώ πολεμήθηκε πρώτα από τους άνδρες και έπειτα από τη θρησκεία. Ο συντηρητικός κόσμος της αρχαίας κωμωδίας κατασκεύασε πλαστούς βίους της ποιήτριας, πατώντας αφενός στην αναίρεση του ομοερωτισμού της, για τον οποίον η σύγχρονη έρευνα δεν έχει καταλήξει αν την ετεροπροσδιόριζε ή αν η ίδια αυτοπροσδιοριζόταν ως ομοφυλόφιλη, στον επιτονισμό του ερωτισμού της αφετέρου, μετεστραμμένο από το αρσενικό.

Έτσι προέκυψαν γελοίες φαλλοκρατικές εκδοχές του βίου της, όπου, επί παραδείγματι, κάποιος πλούσιος Κερκύλας (προέρχεται από το “κέρκος”, μετωνυμία για το ανδρικό μόριο, και το επιτατικό επίθημα -ύλας, και σημαίνει ο έχων υπερμέγεθες στέλεχος) από το νησί της Άνδρου (“των αληθινών ανδρών”) την έκανε γυναίκα του· άλλη κωμική εκδοχή αντίστοιχης γελοιότητας ήθελε τη Σαπφώ να ερωτεύεται έναν βαρκάρη συντοπίτη της, τον Φάωνα, ο οποίος, πρώτα γέρος και άσχημος, είχε προσφέρει εν αγνοία του δωρεάν τις υπηρεσίες του στην Αφροδίτη, η οποία τον αντάμειψε με μια αλοιφή που “φανέρωσε” (= Φάων) τη νιότη και την ομορφιά του, έτσι, αφού πλάγιασαν με τη Σαπφώ, την εγκατέλειψε κι εκείνη έπεσε από έναν γκρεμό για να “λυθεί” από τις δυνάμεις που την “τύφλωσαν”. Ο πάπυρος POxy 1800, απ. 1/18 μάς διασώζει τον όρο γυναικεράστρια, προσδιοριστικό της Σαπφώς με υποτιμητικότατη πρόθεση».

Οι βολές εναντίον της στο πλαίσιο της γενικότερης πολεμικής ενάντια στην εθνική γραμματεία εντάθηκαν τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες συνεχίζουν, μολονότι η ποίησή της αποτέλεσε πηγή έμπνευσης ακόμα και για κάποιους Πατέρες της Εκκλησίας:

«Ο πρώιμος χριστιανός Σύριος συγγραφέας Τατιανός, στο σύγγραμμά του “Πρὸς Έλληνας” (33.1-3) απαξιώνει τις Ελληνίδες ποιήτριες αποκαλώντας τη Σαπφώ “γύναιο” και “ερωτοχτυπημένο πορνίδιο” [σύγχρονοι μελετητές ισχυρίζονται ότι  αναφερόταν σε διάσημη εταίρα της αρχαιότητας με το ίδιο όνομα(!)], ενώ μεσαιωνική πηγή αναφέρεται στον Γρηγόριο Ναζιανζηνό ως εκείνον που αποφάσισε να κάψει δημόσια τα βιβλία της – ο Bυζαντινός λόγιος Ιωάννης Τζέτζης (12ος αι. μ.Χ.) ομολογεί με έκδηλη πικρία τον προ αιώνων του αφανισμό της Σαπφώς.

Η σύγχρονη έρευνα υποθέτει πως το έργο της δεν αντιγράφηκε από την Ύστερη Αρχαιότητα και εξής εξαιτίας της δυσκολίας των αντιγραφέων να καταλάβουν τη λεσβιακή διάλεκτο των 7ου-6ου π.Χ. αιώνα – τα παπυρικά ευρήματα του 2014, τα οποία χρονολογούνται μεταξύ 2ου και 4ου αι. μ.Χ., απειλούν σοβαρά αυτή την εύλογη υπόθεση.

Μολονότι ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός απορρόφησε την ποίηση της Σαπφώς σε σημείο να αισθανόμαστε την έντονη παρουσία των στίχων της στα κείμενά του, αυτό ενδεχομένως να αποτέλεσε διαδικασία εκχριστιανισμού της κλασικής λυρικής ποίησης και επίδειξης πολιτισμικής διαδοχής. Στους ύμνους του ο μαθητής της Υπατίας και μετέπειτα επίσκοπος της λιβυκής Πτολεμαΐδας Συνέσιος αγκάλιασε τον έρωτα στην ποίηση του Ανακρέοντα και της Σαπφώς, εκχριστιανίζοντας τη λατρευτική της έκφραση σε υψηλή θεολογία, ισορροπώντας ταυτόχρονα ανάμεσα στην παραδοσιακή λυρική ποίηση, στη νεοπλατωνική θεολογία και στη χριστιανική Τριάδα.

Υπήρξε, βέβαια, και σύγχρονος ηθικός αποκλεισμός βασιζόμενος στη σεξουαλική και έμφυλη διάκριση. Ο συντηρητικός κεντροευρωπαϊκός ιδεαλισμός του 19ου και του 20ού αιώνα, μεταφερόμενος στην αστική διανόηση της Αθήνας, οι συντηρητικές αλλά και οι πρωτοποριακές ιδεολογίες του 20ού αιώνα και η εκατέρωθεν (κατά-)χρήση του πολιτισμικού κεφαλαίου (η “εξαγνισμένη” Σαπφώ – η “επαναστάτρια” Σαπφώ, ακόμα και η “χριστιανή” Σαπφώ) παραμόρφωσαν ακόμη περισσότερο τη μορφή της.

Οι τακτικές επανευρέσεις ποιημάτων της, με τελευταία την προαναφερθείσα του 2014, προσέφεραν πολύτιμο υλικό, υποχρεώνοντας τη διεθνή αρχαιογνωστική έρευνα σε προσεκτικές αναζυμώσεις των πορισμάτων της (την πιο πρόσφατη συλλογική μελέτη για τη Σαπφώ εξέδωσε πέρσι ο εκδοτικός οίκος Brill σε συνεπιμέλεια των Anton Briel και André Lardinois).

Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρώ πως η διεθνής διανόηση και η διεθνής ακαδημαϊκή κοινότητα καθυστέρησαν να απαλλάξουν τις μελέτες για τη Σαπφώ από τις αγκυλώσεις του πρόσφατου παρελθόντος. Η περίπτωσή της είναι η πιο εξόφθαλμη απόπειρα “δολοφονίας” γυναικείας ποιητικής γραφής», καταλήγει ο Γιώργος Πικράκης.

Καμιά εικοσαριά συνολικά γυναίκες αναφέρονται ονομαστικά στην ποίηση της Σαπφώς, με συναισθήματα που κυμαίνονται από την τρυφερή αφοσίωση ως τον φλογερό πόθο και από τη ζήλια έως την περιφρόνηση. Simeon Solomon, «Σαπφώ και Ηριάννα», 1864, Tate Britain

Διαχρονική, παγκόσμια και «πολυπρόσωπη»

Στην παραπάνω μελέτη συμμετείχαν και δύο Ελληνίδες, η Αναστασία Ερασμία Πεπονή, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ της Καλιφόρνιας, και η Κατερίνα Λαδιανού, ανεξάρτητη ερευνήτρια απόφοιτη του Πανεπιστημίου του Οχάιο, η οποία έχει ασχοληθεί εντατικά με ζητήματα παραστατικότητας στην ποίηση της Σαπφώς και του Ανακρέοντα:

«O “Οδηγός για τη σαπφική ποίηση” του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ που εκδόθηκε το 2021 περιέχει κεφάλαια για την πρόσληψη της ποίησής της όχι μόνο από τον ελληνορωμαϊκό αλλά κυριολεκτικά από ολόκληρο τον κόσμο ανά τους αιώνες. Δεν μας κάνει ίσως εντύπωση ότι Ρωμαίοι ποιητές όπως ο Οράτιος, ο Οβίδιος, ο Βιργίλιος και ο Κάτουλλος μελετούν και διαλέγονται με τη σαπφική ποίηση, ή ακόμα και οι Αλεξανδρινοί και οι Βυζαντινοί. Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι τη μελετά όχι μόνο η ευρωπαϊκή και η αμερικανική λογοτεχνία αλλά και η ασιατική. Ο Οδηγός περιέχει πραγματικά συναρπαστικά κεφάλαια για την πρόσληψη της ποιήτριας από την κινεζική, ιαπωνική και ινδική λογοτεχνία», λέει.

«Ο Κάτουλλος, για παράδειγμα, γράφει ποιήματα σε σαπφική στροφή, ονομάζει την ερωμένη για την οποία τα συνθέτει Λεσβία και αποδίδει στα λατινικά ένα από τα γνωστότερα αποσπάσματα της Σαπφώς. Το ποίημα 51 αποτελεί μια σχεδόν απόδοση του ποιήματος 31 της ίδιας, στο οποίο εκφράζει το αγωνιώδες πάθος και τα συναισθήματα αδυναμίας της μπροστά στο αντικείμενο του έρωτά της. Πρόκειται για την ισχυρότερη άρθρωση της  γλυκόπικρης φύσης της ερωτικής επιθυμίας.

Το ποίημα επίσης διαγράφει χαρακτηριστικά τον τρόπο με τον οποίο ο Κάτουλλος επιχειρεί έναν ποιητικό διάλογο με το ελληνικό του πρότυπο, αφήνοντας να διαφανεί η απόσταση  που καθορίζει τόσο το φύλο όσο και η πολιτισμική διαφορά. Έτσι ο ρωμαϊκός κόσμος των επιχειρήσεων και των αρσενικών σχέσεων εξουσίας διαλέγεται με τον γυναικείο ελληνικό ιδιωτικό κόσμο της Σαπφώς, με πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα.

Στη Ρώμη, όμως, η γυναικοκεντρική ποίηση της Σαπφώς και οι ομοερωτικές της αναφορές μετασχηματίζονται σε όχημα έκφρασης για τον ετεροφυλόφιλο έρωτα. Έπειτα, λόγω της ομοερωτικής  φύσης των ποιημάτων της και των ισχυρών εκφράσεων της ερωτικής επιθυμίας, η σαπφική ποίηση θα συνδεθεί συχνά με σεξουαλική παρέκκλιση και ανηθικότητα.

Ο Κάτουλλος εκμεταλλεύεται αυτή την αντίληψη για να αμφισβητήσει τις συμβατικές ρωμαϊκές στάσεις απέναντι στην ερωτική επιθυμία, στην αρρενωπότητα και στην ποίηση. Με όχημα τη Σαπφώ, λοιπόν, οι Ρωμαίοι ποιητές εισάγουν στη Ρώμη νέα ποιητικά είδη και φόρμες και καινοτομούν φέρνοντας νέες ποιητικές φωνές και ήθη», συνεχίζει.

Υδρία ζωγραφισμένη από τον Πολύγνωτο ή κάποιον μαθητή του που την παρουσιάζει ως μια λεπτή, χαριτωμένη φιγούρα να διαβάζει ειλητάριο.

Όσο για το ιστορικό και πολιτισμικό της αποτύπωμα, «αποτελεί πια κοινό τόπο των κλασικών φιλολόγων, όταν αναφέρονται στη Σαπφώ, να ανατρέχουν στον ευφυή τρόπο με τον οποίο η Monique Wittig και η Sande Zeig την ενέταξαν στο “Λεσβιακό Λεξικό” τους. Στο λήμμα για τη Σαπφώ άφησαν την σελίδα κενή, τονίζοντας έτσι το γεγονός ότι οι βεβαιότητες για την ποιήτρια είναι ανύπαρκτες. Υπάρχουν, εντούτοις, κάποιες ισχνές μαρτυρίες: βίοι της κυκλοφορούν από την αρχαιότητα, αγγεία που την απεικονίζουν και, φυσικά, τα ελάχιστα διασωθέντα αποσπάσματα των ποιημάτων της. Δυστυχώς, όλες αυτές οι μαρτυρίες για τη Σαπφώ αποτελούν περισσότερο μια προσπάθεια ανάγνωσης της ποίησής της με στόχο την άντληση βιογραφικών λεπτομερειών, άρα είναι ελεγχόμενης αξιοπιστίας.

Η Σαπφώ όπως απεικονίζεται από τον Ραφαήλ στην τοιχογραφία Παρνασσός στο Βατικανό.

Xρησιμοποιώντας τες, ωστόσο, ως οδηγό για την πρόσληψη της ποίησής της στην αρχαιότητα ανακαλύπτουμε τα πολλαπλά σαπφικά πρόσωπα ή μάλλον προσωπεία: την ποιήτρια, τη χοροδιδάσκαλο, τη δασκάλα νεαρών κοριτσιών, τη μητέρα, τη σύζυγο, τη γυναικεράστρια, την εταίρα, την απογοητευμένη ερωμένη που αυτοκτονεί.

Στο πέρασμα του χρόνου τα διαφορετικά σαπφικά προσωπεία συσκοτίζουν μάλλον παρά αποκαλύπτουν το ιστορικό πρόσωπο,  φανερώνουν όμως την γοητεία της και εντείνουν το μυστήριο που την καλύπτει. Κάθε εποχή ήθελε τη Σαπφώ της, οι Ρωμαίοι την εταίρα αλλά και την παθιασμένη ερωμένη,  οι χριστιανοί την αμαρτωλή γυναικεράστρια, οι βικτοριανοί τη διευθύντρια παρθεναγωγείου, το queer κίνημα ένα σύμβολο.

Γεγονός είναι ότι η Σαπφώ παραμένει επιδραστική, η ποίησή της συνεχίζει να γοητεύει και η μουσική της, που χάθηκε στους αιώνες, εξακολουθεί να μας μαγεύει – είναι άλλωστε από τις ελάχιστες αρχαίες γυναικείες φωνές που επενδύθηκαν μουσικά. Ακόμα και σήμερα εξακολουθούμε να ανακαλύπτουμε μια Σαπφώ, κυριολεκτικά, γιατί φτάνουν στα χέρια μας άγνωστα ποιήματά της, αλλά και μεταφορικά. Και αυτό την καθιστά μια πραγματικά μεγάλη κλασική ποιήτρια».

Κείμενο: Θοδωρής Αντωνόπουλος

πηγή