Τα πανηγύρια του Αυγούστου επέστρεψαν

Από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη τα πανηγύρια ανακάμπτουν, με επισκέπτες από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό

Δεξιοτέχνες στο παραδοσιακό βιολί, στο κλαρίνο και στη λύρα μιλούν στην «Κ» για το πρώτο καλοκαίρι μετά τη διετία των περιοριστικών μέτρων, που τα πανηγύρια επανακάμπτουν σε όλη την Ελλάδα, σβήνοντας τη δίψα του κόσμου για ένα λαϊκό ξεφάντωμα που δεν μοιάζει με κανένα άλλο.

«Ο κόσμος έχει μεγάλη λαχτάρα και δίψα»

Του Νικόλα Ζώη

Να μας συμπαθά ο εμπνευστής της, αλλά η υποτιμητική έκφραση «για τα πανηγύρια» δεν είναι δίκαιη: σε λίγες κοινωνικές εκδηλώσεις της έχει μια κοινότητα τόσες δυνατότητες για συλλογική χαρά, τόσες ευκαιρίες για αντάμωμα, όσες σε ένα πανηγύρι – έχουν τη σημασία τους αυτά, ακόμη και σήμερα. Εξάλλου, στο πρώτο καλοκαίρι που επιτρέπονται οι υπαίθριοι χοροί και οι συναθροίσεις, τα πανηγύρια της Ελλάδας –από την Ήπειρο μέχρι τα Δωδεκάνησα και από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη– μοιάζουν, ακόμη και με μια εμπειρική εκτίμηση, να επανακάμπτουν σβήνοντας τη δίψα για ένα είδος τελετουργικού λαϊκού ξεφαντώματος που δεν μοιάζει με κανένα άλλο.

«Είναι κάτι που αποτυπώνεται και στις δουλειές μας, περισσότερο από ό,τι περιμέναμε. Υπάρχει πολύ αυξημένη κινητικότητα φέτος στο στήσιμο πανηγυριών», λέει στην «Κ» ο Νίκος Αγγούσης-Δοϊτσίδης, ο οποίος παίζει κλαρίνο στην παραδοσιακή κομπανία «Τα μπρατίμια». Έχοντας ως έδρα της τη Θεσσαλονίκη, η κομπανία κλήθηκε να παίξει πρόσφατα σε πανηγύρια στον Σοχό και στη Λαμία, στα Γιάννενα και στον Βόλο, ενώ αυτές τις ημέρες θα βρεθεί στις Σέρρες και στο Κιλκίς.

«Ο κόσμος», συνεχίζει ο κ. Αγγούσης-Δοϊτσίδης, «έχει τη διάθεση να αφήσει πίσω του τις δυσκολίες του κορωνοϊού και να συσφίγξει τους δεσμούς του με τους άλλους, να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του σε σχέση με την κοινωνία. Το πανηγύρι συμβάλλει σε όλα αυτά. Είναι συνδεδεμένο με τη χαρά και κυρίως με το αντάμωμα – ξέρεις ότι στο πανηγύρι του χωριού θα δεις ανθρώπους ύστερα από πολύ καιρό. Ειδικά λόγω της πανδημίας, είναι πιο επιτακτική η ανάγκη να βρεθείς μαζί τους σε έναν κυκλωτικό χορό, σε πλατείες ή σε καφενεία, να χαρείτε και να το μοιραστείτε».

Αντάμωμα των ντόπιων, διονυσιακή μέθεξη για τους ξένους τουρίστες, αλληλεπίδραση μουσικών με χορευτές και παραδοσιακά έθιμα που ζωντανεύουν. Τα πανηγύρια επέστρεψαν δυναμικά. Στη φωτογραφία, στιγμιότυπο από το πανηγύρι Προφήτη Ηλία στο ορεινό γραφικό χωριό Αγιάσος της Λέσβου. [ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ]

Ανάλογη εικόνα μεταφέρει από την άλλη άκρη της Ελλάδας και ο λαουτιέρης Νίκος Στρατάκης, ο οποίος μαζί με τον αδελφό του, τον λυράρη Γιώργο Στρατάκη, υπηρετούν από παιδιά τη μουσική παράδοση της ιδιαίτερης πατρίδας τους: «Στην Κρήτη, που φημίζεται για τα πανηγύρια της καλοκαιρινής σεζόν», τονίζει ο Νίκος, «όλα τα συγκροτήματα έχουν φέτος πολλή δουλειά. Ο κόσμος έχει μια μεγάλη λαχτάρα και δίψα, σαν να έχει βγει από μια φυλακή – αυτό νιώθουμε. Είναι κάτι σαν θεσμός να βρίσκεται κανείς με φίλους και με συγγενείς στα πανηγύρια με τα οποία τα χωριά τιμούν τον άγιό τους. Γι’ αυτό όπου πάμε», λέει ο Νίκος Στρατάκης, που τον Δεκαπενταύγουστο έχει προγραμματίσει να παίξει με τον αδελφό του στο μεγάλο πανηγύρι στην Κοξαρέ Ρεθύμνου, «συναντάμε και από ένα όμορφο γλέντι».

Άραγε εκτός από όμορφα, αυτά τα γλέντια είναι και προσεκτικά; «Κάποιοι ηλικιωμένοι κάθονται στα πίσω τραπέζια», απαντά ο Νίκος Στρατάκης. «Και κάποιοι άλλοι, νεότεροι, έρχονται φορώντας τη μάσκα τους. Υπάρχει πάντως πολλή αγάπη στον κόσμο. Και μας ευχαριστεί να τους βλέπουμε να αγκαλιάζονται και να τραγουδάνε μαζί».

Ο Στρατής Πασόπουλος, που τραγουδάει και παίζει καβάλ στην «Εβρίτικη Ζυγιά», συμμετείχε πρόσφατα με την κομπανία του στο πανηγύρι του Προφήτη Ηλία στις Καστανιές Έβρου, σε ένα άλλο στη Διομήδεια Ξάνθης, ενώ σειρά έχουν το Γεφυρούδι Σερρών, η Γιορτή Κρασιού στη Νέα Αγχίαλο, ο Κορινός Πιερίας κ.ά. Σε όσα πανηγύρια έχει βρεθεί μέχρι στιγμής, η πανδημία φαίνεται να έχει επηρεάσει με διάφορους τρόπους κάποιες συμπεριφορές, χωρίς να δίνει τον τόνο. «Ειδικά στις αρχές του καλοκαιριού, ορισμένοι έρχονταν με μεγάλη δίψα, με τη λογική ότι θα έρθουν, θα χορέψουν και θα γίνουν χάλια», επισημαίνει ο κ. Πασόπουλος. «Κατά τα άλλα, κόσμος που προσέχει, υπάρχει παντού. Δεν έχουμε δει όμως, λόγω αυτής της προσοχής, κάποιο χλιαρό πανηγύρι».

Μουσικός τουρισμός

Αυτή τη «διονυσιακή μέθεξη», άλλωστε, φαίνεται πως αναζητούν και οι ξένοι επισκέπτες των πανηγυριών. «Υπάρχουν μερικοί τουρίστες που είναι μουσικοί και έχουν έρθει από την Ευρώπη θέλοντας να βιώσουν αυτό το είδος γιορτής, το οποίο δεν το βρίσκουν στη χώρα τους», σχολιάζει ο Νίκος Αγγούσης-Δοϊτσίδης. «Ένας Βέλγος μουσικός έκανε πρόσφατα περιοδεία σε όλα τα Βαλκάνια για ένα μήνα και πέρασε και από την Ελλάδα, για να δει πώς γλεντάει, πώς συμπεριφέρεται στα πανηγύρια ο κόσμος. Αν συνυπολογίσουμε και κάποια σεμινάρια που γίνονται από ντόπιους μουσικούς σε ξένους, νομίζω ότι πλέον μιλάμε για κάτι σαν “μουσικοτουρισμό”».

Το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία στην Αγιάσο της Λέσβου [ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ].

Τι ρεπερτόριο έχουν όμως τα σημερινά ελληνικά πανηγύρια; «Ανάλογα με την περιοχή και με τον κόσμο», εξηγεί ο Νίκος Αγγούσης-Δοϊτσίδης. «Ο Ηπειρώτης δεν έχει τα ίδια βιώματα με τον Θρακιώτη, τον νησιώτη. Κάποιοι Αθηναίοι, βέβαια, που έρχονται στα χωριά τους γνωρίζοντας πλέον και άλλες μουσικές, μπορεί να ζητήσουν και ένα κρητικό, ένα ικαριώτικο, ένα ποντιακό, παρότι δεν κατάγονται από εκεί. Κάπως έτσι, τα πανηγύρια έχουν γίνει πιο “πολυπολιτισμικά”».

Και αν οι ντόπιοι λαχταρούν το αντάμωμα και το γλέντι, αν οι ξένοι αποζητούν τη διονυσιακή μέθεξη, τι είχε λείψει στους ίδιους τους μουσικούς; «Εκτός από την μπάντα μου, την παρέα μου, εκτός από όλη την ιεροτελεστία του πανηγυριού, μου είχε λείψει η αλληλεπίδραση με τον χορευτή», καταλήγει ο Στρατής Πασόπουλος. «Πέρυσι και πρόπερσι ήταν αμήχανο να παίζουμε σκοπούς χορευτικούς, σαν τον Ζωναράδικο, και από εκεί που κάποτε θα σηκώνονταν πολλοί από τα τραπέζια, ξαφνικά να μη χορεύει κανείς».

Οι βιολιτζήδες παραμονεύουν το γλέντι «σαν τους ασκανίτες»

Του Δημήτρη Καραϊσκου

Το βιολί ανοίγει ξέφρενα μονοπάτια πάνω στον νησιώτικο ρυθμό. Οι φράσεις του μοιάζει να ταξιδεύουν στον αέρα, να χορεύουν γύρω από τους γαλάζιους τρούλους και τα κάτασπρα καμπαναριά, πάνω από τα γιορτινά σημαιάκια, τα λαμπιόνια, τη χωριανή πλατεία που σφύζει από κόσμο. Μαζί με το λαούτο μπαίνουν σε μεθυστικές διαδρομές, και το πλήθος παρασύρεται σε έναν διονυσιακό χορό. Μικροί και μεγάλοι, νησιώτες και ξένοι, όλοι γίνονται ένα μέσα στο νησιώτικο πανηγύρι, το καλοκαιρινό βράδυ και το κυκλαδίτικο τοπίο.

Και όμως, τα βιολιά και τα λαούτα, εδώ και σχεδόν δύο χρόνια, είχαν σωπάσει. Η πανδημία σίγασε τη φλόγα τους και έβαλε την ανέμελη απόλαυση του χορού, της παρέας και της ζωής σε επ’ αόριστον αναμονή. Γι’ αυτό και μοιάζει τόσο αναζωογονητικό, που το φετινό καλοκαίρι παρατηρούμε την επανεκκίνησή τους.

Παραδοσιακοί χοροί στα Κύθηρα [ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΩΡΑΚΗ]

Ο Γιώργος Πίττας, δημιουργός του λευκώματος «Πανηγύρια στο Αιγαίο» και άνθρωπος που έχει εντρυφήσει στην αιγαιοπελαγίτικη κουλτούρα, επιβεβαιώνει πως τα πανηγύρια έχουν ξαναρχίσει και πως «αδιαμφισβήτητα, ο κόσμος, αυτό το καλοκαίρι, έχει αρχίσει και ξεσκάει». Ο ίδιος ορίζει συνοπτικά τα πανηγύρια του Αιγαίου ως την «κορυφαία στιγμή της κοινωνικής ζωής των νησιωτών», καθώς «παρουσιάζουν μια ανεπανάληπτη συμπύκνωση ζωής και πολιτισμού, την οποία σπάνια συναντάς σε άλλες εκδηλώσεις».

Ενας άλλος συγγραφέας και ερευνητής της τοπικής ιστορίας του Αιγαίου, ο Κώστας Δανούσης, μας πληροφορεί πως «οι πανηγύρεις των χριστιανικών χρόνων αποτελούν συνέχεια των αγροτικών γιορτών που καθιέρωσε η αρχαία ελληνική λαϊκή θρησκεία» και πως ανέκαθεν αποτελούσαν τρόπο κοινωνικοποίησης για τους χωριανούς, καθότι προσέφεραν κι ένα γλέντι όπου όλοι έβρισκαν μια ευκαιρία να διασκεδάσουν.
Ενα γλέντι που, φυσικά, πάντα πυροδοτούσαν οι μουσικοί, οι βιολιτζήδες, οι οποίοι σύμφωνα με μια παλιά μαρτυρία παραμόνευαν στην άκρη να ξεκινήσει το γλέντι «σαν τους ασκανίτες», καιροφυλακτώντας, δηλαδή, όπως τα όρνια. Τόσο πολύ ανυπομονούσαν να δώσουν αρχή στο γλέντι, να κάνουν τον κόσμο να χορέψει.

Από τα μικρά αυτοσχέδια γλέντια μέχρι τα μεγάλα πανηγύρια, ήταν πάντα οι μουσικοί με τις «ζυγιές» τους που έβαζαν φωτιά στη γιορτή. Οι ζυγιές (τα ζευγάρια των οργάνων), που περιλαμβάνουν, συνήθως, ένα βιολί και ένα λαούτο, ή μια τσαμπούνα και ένα τουμπάκι. Οι τσαμπούνες, όπως σημειώνει ο Γιώργος Πίττας, εκεί που πήγαιναν να εξαφανιστούν, τα τελευταία χρόνια έχουν ξαναγίνει λαοφιλείς, τόσο πολύ που οι ντόπιοι έχουν αρχίσει να τις ξεθάβουν από τις αποθήκες τους.

Χορός στο πανηγύρι της Νικήσιανης Καβάλας με τον Νίκο Αγγούση-Δοϊτσίδη και «Τα μπρατίμια». [ΝΙΚΟΣ ΑΓΓΟΥΣΗΣ-ΔΟΪΤΣΗΣ]

Πράγματι, τι θα ήταν αυτές οι γιορτές χωρίς τους μουσικούς και το ψυχωμένο τους παίξιμο; Οι ζυγιές, οι μουσικοί, αυτοί είναι ο παλμός, η ψυχή, οι «άγιοι των πανηγυριών». Ένας από αυτούς είναι και ο Νίκος Φάκαρος, ο βιολιστής που έχει χαρακτηριστεί «το πρώτο βιολί της Ικαρίας», κάποιος που έχει συνεισφέρει τα μάλα στη διάδοση της δημοφιλίας της μουσικής παράδοσης και των γλεντιών του νησιού. Από αυτόν μαθαίνουμε πως, πράγματι, η επανεκκίνηση των πανηγυριών είναι γεγονός και πως στα μεγάλα πανηγύρια της Ικαρίας, όπου «όλοι γίνονται μια οικογένεια», αναμένουν ξανά, φέτος, μεγάλα νούμερα επισκεπτών. Ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο στη Λαγκάδα, όπου γίνεται ίσως το μεγαλύτερο πανηγύρι του Αιγαίου, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα επαναληφθεί το καλοκαίρι του 2019, τότε που συγκεντρώθηκαν 7.000 επισκέπτες. «Τα πανηγύρια μας δεν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα, τα έσοδα στηρίζουν τις δράσεις των τοπικών συλλόγων», προσθέτει.

«Λαχταράμε να γυρίσουμε στην προ πανδημίας ζωή μας και η αναγέννηση των πανηγυριών αυτού του καλοκαιριού είναι ένα σημάδι αυτού. Είμαστε αισιόδοξοι, υπερβολικά, επικίνδυνα αισιόδοξοι, καθότι ο κίνδυνος δεν έχει περάσει ακόμη. Η κοινωνία όμως ξανοίγεται, δεν φοβάται», μας λέει ο Κώστας Δανούσης.

Το βέβαιο είναι πως στα πανηγύρια αυτά, κατακαλόκαιρο στο Αιγαίο, λαχταράμε όλοι να «ξεδιψάσουμε στις πρώτες πηγές», όπως τόσο συγκινητικά έγραψε κάποτε ο ποιητής Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου. Στα αυθεντικά πανηγύρια των νησιών, όπου κατά τον Γιώργο Πίττα, «κυριαρχεί η προσέγγιση της αυθεντικότητας της ζωής των τόπων που αποτελεί το καλύτερο αντίδοτο απέναντι στη μαζικότητα, στο κακό γούστο και στην αστικοποίηση των διακοπών».

πηγή