Λέοναρντ Κοέν: Έτσι βρήκε την ευτυχία στην ακινησία

Ο συγγραφέας Πίκο Άγιερ συναντά έκπληκτος τον ήρωά του Λέοναρντ Κοέν με μοναστικό ράσο σ’ ένα ξυλόσπιτο του Κέντρου Ζεν στο όρος Μπάλντι της Καλιφόρνιας. Και τον ακούει να του εκμυστηρεύεται πως το να κάθεται ακίνητος στο Πουθενά ήταν ό,τι πιο παραπλήσιο υπήρχε στο να βρει την ευτυχία.

Ο ήλιος σκόρπιζε διαµάντια πάνω στον ωκεανό καθώς πήγαινα µε το αυτοκίνητό µου προς τις ερήµους που βρίσκονταν στα ανατολικά. Στα ηχεία, ο Λέοναρντ Κοέν, ο ήρωάς μου από τότε που ήμουνα παιδί, αποχαιρετούσε τραγουδιστά τη Μάριαν, όταν έστριψα και µπήκα µέσα στο ουρλιαχτό των αυτοκινητόδροµων που πνίγουν και προκαλούν συνωστισµό στο κέντρο του Λος Άντζελες. Ο έντονος χειµωνιάτικος ήλιος εξαφανίστηκε πίσω από έναν γκρίζο τοίχο για περισσότερο από µια ώρα και στη συνέχεια επιτέλους ξαναβγήκα κάπου ανοιχτά.

Βγαίνοντας από τον αυτοκινητόδροµο, ακολούθησα µια µπερδεµένη διαδροµή µέσα από παράδροµους και βρέθηκα σε έναν πιο στενό δρόµο, τελείως άδειο, που µέσα από µια φιδίσια πορεία οδηγούσε στα ψηλά και σκουρόχρωµα βουνά του Σαν Γκάµπριελ. Πολύ γρήγορα όλη η φασαρία έσβησε. Το Λος Άντζελες µεταµορφώθηκε σε µια σιλουέτα από βουνοκορφές που βρίσκονταν σε κάποια απόσταση.

Φτάνοντας ψηλά –κατά µήκος του δρόµου υπήρχαν πινακίδες που απαγόρευαν τη ρίψη χιονόµπαλων–, βρέθηκα µπροστά σε µια σειρά από απλά ξυλόσπιτα, διάσπαρτα στην πλαγιά του λόφου. Ένας εξηντάρης βραχύσωµος άντρας, καµπούρης και µε ξυρισµένο κεφάλι, στεκόταν και µε περίµενε σε έναν πρόχειρο χώρο στάθµευσης. Μόλις βγήκα από το αυτοκίνητό µου, µου έκανε µια βαθιά υπόκλιση –παρόλο που δεν είχαµε ξανασυναντηθεί– και επέµενε να µεταφέρει εκείνος τα πράγµατά µου στο ξυλόσπιτο όπου θα έµενα κάµποσες ηµέρες. Το µαύρο και φθαρμένο µοναστικό ράσο ανέµιζε γύρω από το σώµα του.

«Φτάνοντας ψηλά –κατά µήκος του δρόµου υπήρχαν πινακίδες που απαγόρευαν τη ρίψη χιονόµπαλων–, βρέθηκα µπροστά σε µια σειρά από απλά ξυλόσπιτα, διάσπαρτα στην πλαγιά του λόφου». (Φωτογραφία: mbzc.org)

Μόλις βρεθήκαµε στη ζεστασιά του δωματίου, ο µοναχός άρχισε να κόβει φρεσκοψηµένο ψωµί για να µε περιποιηθεί για το «µακρύ» ταξίδι µου. Έβαλε στη φωτιά την τσαγιέρα. Μου είπε ότι µπορούσε να µου διαθέσει µια σύντροφο, αν ήθελα (εγώ όµως δεν ήθελα, αφού είχα µια καθ’ οδόν).

Είχα ανεβεί εδώ πάνω προκειμένου να γράψω για τη σχεδόν βουβή και ανώνυµη ζωή που έκανε ο οικοδεσπότης µου πάνω στα βουνά, αλλά προς στιγµήν έχασα κάθε αίσθηση του πού βρισκόµουν. Δεν µπορούσα καλά καλά να πιστέψω ότι αυτός ο κύριος µε την όψη ραβίνου, τα γυαλιά µε συρµάτινο σκελετό και τη μάλλινη τραγιάσκα ήταν στην πραγµατικότητα ο τραγουδιστής και ποιητής, γνωστός επί τριάντα χρόνια ως διεθνής καρδιοκατακτητής, που αγαπούσε πολύ τα ταξίδια και τα κοστούμια.

Ο Λέοναρντ Κοέν είχε έρθει σε αυτό το οχυρό του Παλιού Κόσµου για να βιώσει µια ζωή –µια µορφή τέχνης– στην ηρεμία. Και εργαζόταν όσο πιο σκληρά µπορούσε για να κάνει τον εαυτό του πιο απλό µέσα από τους στίχους ενός τραγουδιού του, που για περισσότερo από δέκα χρόνια προσπαθεί να τελειοποιήσει. Την εβδοµάδα της επίσκεψής µου, εκείνος ουσιαστικά πέρασε εφτά ηµέρες και εφτά νύχτες σε µια άδεια αίθουσα διαλογισµού καθισµένος τελείως ακίνητος. Το όνοµα Τζικάν, αυτό που χρησιµοποιούσε όσο ήταν στο µοναστήρι, είχε σχέση µε την ησυχία που µεσολαβεί ανάµεσα σε δυο σκέψεις.

Τις υπόλοιπες ώρες τις αφιέρωνε κυρίως στο να κάνει διάφορες δουλειές στον οικισµό αυτό, όπως πλένοντας πιάτα στην κουζίνα και, βασικά, φροντίζοντας τον Ιάπωνα ηγούµενο του Κέντρου Ζεν του όρους Μπάλντι, τον Τζόσου Σασάκι, που εκείνη την εποχή ήταν ογδόντα οχτώ ετών. Ο Κοέν κατέληξε να ασκείται στην ακινησία δίπλα στον ηλικιωµένο φίλο του για περισσότερο από σαράντα χρόνια.

Δείτε τον Λέοναρντ Κοέν να μιλά για τη ζωή του στο Κέντρο Ζεν του Όρους Μπάνλντι (1997):

Ένα βράδυ –γύρω στις τέσσερις το πρωί, στα τέλη Δεκεµβρίου– ο Κοέν διέκοψε τον διαλογισµό του για να έρθει πεζός στην καλύβα µου και να προσπαθήσει να µου εξηγήσει τι έκανε εδώ πέρα.

Το να κάθεσαι ακίνητος, είπε µε απρόσµενο πάθος, ήταν «η πραγµατικά ουσιαστική ψυχαγωγία», που ανακάλυψε στα εξήντα ένα χρόνια παρουσίας του σε αυτό τον πλανήτη. «Είναι µια πραγµατικά συγκλονιστική, ελκυστική και απολαυστική διασκέδαση. Βιώνεις μια πραγµατική πανδαισία µέσα σε αυτή τη δραστηριότητα».

Μήπως αστειευόταν; Ο Κοέν είναι διάσηµος για τα πειράγματα και τις ειρωνείες του.

Όχι, δεν αστειευόταν, συνειδητοποίησα καθώς συνέχισε. «Τι άλλο θα µπορούσα να κάνω;» ρώτησε. «Μήπως να κάνω έναν καινούριο γάµο µε µια νέα γυναίκα και να δηµιουργήσω µια άλλη οικογένεια; Να βρω καινούρια ναρκωτικά, να αγοράζω πιο ακριβά κρασιά; Δεν ξέρω. Αυτό µου φαίνεται η πιο πολυτελής γενναιόδωρη αντίδραση προς την κενότητα της ύπαρξής µου».

«Το να κάθεσαι ακίνητος, είπε ο Κοέν µε απρόσµενο πάθος, ήταν “η πραγµατικά ουσιαστική ψυχαγωγία”, που ανακάλυψε στα εξήντα ένα χρόνια παρουσίας του σε αυτό τον πλανήτη. “Είναι µια πραγµατικά συγκλονιστική, ελκυστική και απολαυστική διασκέδαση. Βιώνεις μια πραγµατική πανδαισία µέσα σε αυτή τη δραστηριότητα”»

Όπως πάντα τα λόγια του ήταν ξεκάθαρα. Παρά τη στενή σχέση του µε την ακινησία ήταν σαφές ότι δεν είχε χάσει το χάρισµά του να λέει πολύτιμες κουβέντες. Όµως τα λόγια έχουν άλλη βαρύτητα όταν προέρχονται από κάποιον που έδινε την εντύπωση ότι έχει γευτεί όλες τις απολαύσεις που έχει να προσφέρει ο κόσµος.

Με διαβεβαίωσε ότι η παρουσία του σε αυτό το αποµακρυσµένο και ήσυχο µέρος δεν είχε καµία σχέση µε την αγιοσύνη ή την αγνότητα – ήταν απλώς ο πιο πρακτικός τρόπος που βρήκε εκείνος για να ξεφύγει από τους μακροχρόνιους συντρόφους του: τη σύγχυση και τον τρόμο. To να κάθεται ακίνητος µαζί µε τον ηλικιωµένο Γιαπωνέζο φίλο του, πίνοντας Courvoisier και ακούγοντας τα τριζόνια αργά τη νύχτα, ήταν ό,τι πιο παραπλήσιο υπήρχε στο να βρει την ευτυχία που διαρκεί, το είδος που δεν αλλάζει, ακόµη κι όταν η ζωή αποµακρύνει κάποιον από τις συνήθεις προκλήσεις και ανατροπές.

«Τίποτα δεν τη φτάνει» είπε ο Κοέν µιλώντας για την ακινησία, καθώς το φως τρύπωνε στην καλύβα µου. Ύστερα, µάλλον, θυµήθηκε τον παλιό του εαυτό και µου χάρισε ένα ρυτιδιασµένο, λοξό χαµόγελο. «Εκτός αν φλερτάρεις» πρόσθεσε. «Όταν είσαι νέος, οι ορμόνες καθοδηγούν την ευχαρίστηση».

Το να πηγαίνεις στο πουθενά, όπως το περιέγραψε ο Κοέν, ήταν η µεγάλη περιπέτεια που δίνει νόηµα σε όλα τα άλλα μέρη. […]

«Γιατί άνθρωποι από όλο τον πλανήτη ζητούσαν να εξασφαλίσουν ένα τόσο πένθιµο µουσικό άλµπουµ µε έναν τόσο ανεπίκαιρο τίτλο; Το είχα απορία. Μήπως έβρισκαν µια καθαρότητα και µια σοφία στα λόγια εκείνου που είχε πάει στο Πουθενά, που καθόταν ακίνητος για να κοιτάξει την αλήθεια του κόσµου και του εαυτού του;» (Φωτογραφία: leonardcohenforum.com)

[…] Το 2012 κυκλοφόρησε ένας καινούριος δίσκος µε τον μη ελκυστικό τίτλο Old Ideas. Όλα σχεδόν τα τραγούδια του δίσκου είχαν εξαιρετικά αργό ρυθµό και ως θέµα τους το σκοτάδι ή τον πόνο ή τη βαρυφορτωµένη καρδιά ενός ανθρώπου ο οποίος «δεν έχει καµία διάθεση για τίποτα». Όπως συµβαίνει µε τα περισσότερα από τα πρόσφατα άλµπουµ του τραγουδιστή, όλα τα τραγούδια µιλούσαν στην ουσία για το θάνατο, λέγοντας αντίο όχι µόνο σε µια νέα γυναίκα, αλλά και σε ό,τι εκείνος αγαπούσε, και φυσικά στην ίδια τη ζωή.

Μια µέρα ξύπνησα σε ένα ξενοδοχείο στο Λος Άντζελες σε μια νέα περιοχή γεμάτη με αστραφτερά µπαρ για εργένηδες, γιγαντοοθόνες, ουρανοξύστες και ένα αµφιθέατρο συναυλιών. Κατέβηκα στο ισόγειο για να πάρω το πρωινό τσάι μου και άκουσα να παίζει ένα κομμάτι από το άλµπουµ που θα παρουσιαζόταν εκείνη την εβδοµάδα στο ξενοδοχείο. Ένας εβδοµηνταεφτάχρονος µοναχός Ζεν τραγουδούσε µε βραχνή φωνή «θα πάω σπίτι» και στο άκουσμά του νόμιζες πως το µέρος αυτό έµοιαζε πολύ µε το θάνατο.

Ακούστε: Leonard Cohen – Going Home

Το άλπμπουμ Old Ideas, κατά έναν εκπληκτικό τρόπο, είχε ήδη φτάσει στην κορυφή του καταλόγου των επιτυχιών σε δεκαεφτά χώρες και σε εννέα άλλες µπήκε στην κορυφαία πεντάδα. Το ψυχρό και θλιµµένο «Αλληλούια» του τραγουδιστή από το 1984 πρόσφατα είχε καταλάβει την πρώτη, τη δεύτερη και την τριακοστή έκτη θέση ταυτόχρονα στην κορυφαία 40άδα της Βρετανίας και έγινε το τραγούδι με τις περισσότερες ψηφιακές πωλήσεις στην ιστορία της Ευρώπης. Πολύ µετά από την ηλικία που θεωρείται ηλικία αποµάκρυνσης από την ενεργό δράση, ο Λέοναρντ Κοέν έγινε πάλι ξαφνικά ό,τι πιο σύγχρονο, ό,τι πιο μοντέρνο. Στην «Τέχνη της Ηρεμίας» ο Βρετανός δοκιμιογράφος και συγγραφέας Πίκο Άγιερ ερευνά τη ζωή ανθρώπων που αναζήτησαν την ηρεμία μέσω της ακινησίας. «Στην εποχή της αδιάκοπης κίνησης, τίποτα δεν είναι πιο επιτακτικό από το να στέκεσαι ακίνητος», γράφει.

Γιατί άνθρωποι από όλο τον πλανήτη ζητούσαν να εξασφαλίσουν ένα τόσο πένθιµο µουσικό άλµπουµ µε έναν τόσο ανεπίκαιρο τίτλο; Το είχα απορία. Μήπως έβρισκαν µια καθαρότητα και µια σοφία στα λόγια εκείνου που είχε πάει στο Πουθενά, που καθόταν ακίνητος για να κοιτάξει την αλήθεια του κόσµου και του εαυτού του, πράγµα που δεν έβρισκαν στους δίσκους πολλών άλλων καλλιτεχνών; Ο Κοέν έδινε την εντύπωση ότι µας έφερνε µαντάτα με πολύ πιο βαθιές ρίζες από αυτά που μπορείς να βρεις στην αίθουσα ειδήσεων του CNN, και ότι µας µιλάει, όπως κάνουν οι καλοί φίλοι, χωρίς φτιασιδώµατα ή υπεκφυγές ή σχέδιο. Και γιατί ήταν τόσο πολλοί αυτοί που έτρεχαν στις συναυλίες ενός µοναχού που πλησίαζε τα ογδόντα; Ίσως ποθούσαν πολύ να τους ξαναγυρίσει πίσω σε έναν χώρο εµπιστοσύνης –που στην ουσία είναι το Πουθενά–, όπου θα µπορούσαν να µιλήσουν και να ακούσουν κάτι πιο ουσιαστικό από τον κοινωνικό εαυτό τους και να επιστρέψουν σε µια βαθιά οικειότητα.

Στην «Τέχνη της Ηρεμίας» ο Βρετανός δοκιμιογράφος και συγγραφέας Πίκο Άγιερ ερευνά τη ζωή ανθρώπων που αναζήτησαν την ηρεμία μέσω της ακινησίας. «Στην εποχή της αδιάκοπης κίνησης, τίποτα δεν είναι πιο επιτακτικό από το να στέκεσαι ακίνητος», γράφει.

Στην εποχή της ταχύτητας, άρχισα να σκέφτοµαι, τίποτα δε θα µπορούσε να είναι περισσότερο αναζωογονητικό από το να κινείσαι αργά.

Στην εποχή της διάσπασης της προσοχής, τίποτα δεν µπορείς να νιώσεις ως πιο πολύτιµο από το να εστιάζεις κάπου την προσοχή σου.

Και στην εποχή της συνεχούς κίνησης, τίποτα δεν είναι πιο επείγον από το να κάθεσαι ακίνητος.

Σε τρεις µήνες από τώρα µπορεί να πας διακοπές στο Παρίσι ή στη Χαβάη ή στη Νέα Ορλεάνη και να περάσεις καταπληκτικά, είµαι σίγουρος. Όµως, αν θέλεις να γυρίσεις πίσω και να νιώθεις νέος –γεµάτος ζωντάνια, νέες ελπίδες και ερωτευµένος µε τον κόσµο–, νοµίζω ότι το µέρος που πρέπει να επισκεφτείς είναι το Πουθενά.

Δείτε τον Πίκο Άγιερ να μιλά στο TED για την «Τέχνη της Ηρεμίας» στη ζωή του:

//Τα δυο αποσπάσματα από το βιβλίο του Πίκο Άγιερ «Η Τέχνη της Ηρεμίας – Μια Περιπέτεια Χωρίς Κίνηση» που φιλοξενεί η στήλη είναι από την Εισαγωγή του βιβλίου (με τίτλο «Πηγαίνοντας στο Πουθενά», σελ. 15) και από το Κεφάλαιο 6 με τίτλο «Επιστροφή στο σπίτι» (σελ. 87). Το βιβλίο (μετάφραση Ανδρέας Σοκοδήμος) κυκλοφόρησε στα ελληνικά τον Οκτώβριο του 2017 από τις εκδόσεις Key Books κατόπιν συμφωνίας με την Ted Books/Simon & Schuster, Inc.

Πηγή