Απόδραση (χριστουγεννιάτικο διήγημα του Γιάννη Πάσχου)

του Γιάννη Πάσχου. (*)

Χριστουγέννων. Κατεβήκαμε στον Βοϊδομάτη.  Καθίσαμε στα βράχια, έβγαλα από την τσέπη του παλτού μου ένα μπουκάλι τσίπουρο και μια καπνιστή πέστροφα. Ο ποταμός, μου είπε, έχει τη χάρη της άνοιξης. Το μεγαλείο της  πρώτης νιότης υπερίπταται του θανάτου… Κλιν, κλιν χτύπησα ρυθμικά με δυο ξύλα ότι είχε απομείνει από ένα κάδο πλυντηρίου που τυχαία βρήκαμε ανάμεσα στα βράχια.

Ο ποταμός, συνέχισε, δεν φωτογραφίζεται  γιατί είναι το διάφανο μέρος του ονείρου…

Κλιν

Λες οι ακτές σαν χέρια να μας συντρίψουν χρονιάρα μέρα;

Κλιν, κλιν, κλιν

Να στολίσουμε την ομίχλη με λαμπιόνια θεόρατα σαν τα κεφάλια μας, να  ξεγελάσουμε τα βράχια με λόγια τρυφερά, με τραγουδάκια αγαπησιάρικα, όλα λυγίζουν με τραγουδάκια αυταπάτης και νοσταλγίας, όλα έρχονται στα μέτρα του θείου

Κλιν, κλιν,κλιν

Θα ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό, κλιν, κλιν, να ακούγεται στην ερημιά ο πόνος μου με την πενιά κλιν, κλιν, κλιν ….

Άλλο τραγούδι δεν ξέρεις;

Δεν ξέρω

Κρίμα

Η μόνη συντροφιά τελικά του ανθρώπου είναι κάποιος ποταμός, άγνωστος, απύθμενος, αυτός θα τον συνοδέψει στη θάλασσα

Αυτά, κλιν, κλιν κλιν

Ήπιαμε, η πέστροφα ήταν καπνιστή συσκευασμένη σε πλαστικό, την ελευθερώσαμε.

Να μια καλή πράξη, μου είπε, μπράβο, δεν θα μου πήγαινε στο μυαλό μια τέτοια τολμηρή και ευγενική χειρονομία. Έβγαλε τα ρούχα του, έβαλε  το απομεινάρι από τον  κάδο του πλυντηρίου μέσα στο νερό, μπήκε μέσα γυμνός, στάθηκε με σχετική δυσκολία όρθιος και άρχισε να γυρίζει γρήγορα, να πηγαίνει αντίθετα με την ροή.

Κλιν, κλιν, κλιν

Που πας; Του φώναξα

Στις πηγές μου απάντησε, στις πηγές κακομοίρη, στις πηγές, εκεί που ζει η  ουτοπία.

(*) Ο Γιάννης Πάσχος είναι συγγραφέας

πηγή