Επιστρέφοντας στα διαβασμένα βιβλία

Θυμόμαστε διαδρομές και τοπία σαν γειτονιές που έχουμε να επισκεφτούμε χρόνια.

Κάθε καλοκαίρι η ίδια ερώτηση με βασανίζει. Τι βιβλία θα πάρω μαζί μου στις διακοπές; Πολλά μικρότερα ή ένα μεγάλο βιβλίο; Μυθιστορήματα, ποίηση ή ίσως διηγήματα; Ο χρόνος των διακοπών πολλές φορές είναι αποσπασματικός οπότε το διήγημα λειτουργεί πιο ταιριαστά. Μήπως όμως η ανάγκη της ξεκούρασης επιτελείται πιο αποτελεσματικά από το χάσιμο μέσα σε ένα συμπαγές μυθιστόρημα; Στην πραγματικότητα ποτέ δεν απαντάς. Ο χρόνος περνάει και τελικά επιλέγεις σχεδόν τυχαία. Ξέροντας με βεβαιότητα την ώρα εκείνη πως σίγουρα έκανες τη λάθος επιλογή.

Τελευταία πάντοτε κάποιο από τα βιβλία που παίρνω μαζί είναι ένα βιβλίο που έχω ξαναδιαβάσει. Πολλές φορές παραπάνω από μία φορές. Δεν είμαι σίγουρος γιατί συμβαίνει αυτό. Δεν είμαι καν σίγουρος γιατί θέλω να το ξαναδιαβάσω.

Τι είναι αυτό που αναζητούμε επιστρέφοντας στα ξαναδιαβασμένα βιβλία; Είναι κάτι εγγενές σε αυτά; Μια περιγραφή, μια αφήγηση, η ανάπτυξη ενός χαρακτήρα; Ή μήπως έχει να κάνει με εμάς; Την προσπάθειά μας να επαναφέρουμε μια αίσθηση, τους όρους με τους οποίους γεννήθηκε μια συγκίνηση, μια εντύπωση, ένας θαυμασμός. Τι αναζητούμε περπατώντας στα ίδια μονοπάτια; Μήπως είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας που αφήσαμε εκεί; Μια παλαιότερη εκδοχή μας με διαφορετικές αντιδράσεις και διαφορετικά κριτήρια; Μήπως είναι ο διαφορετικός εαυτός μας που αναζητά να αναγνωστεί από το ίδιο βιβλίο; Μήπως η ρευστή επιφάνεια είμαστε εμείς και όχι η αφήγηση;

Θυμάμαι πως ο Χάρολντ Μπλουμ περιέγραφε κάπου πως ο βασικός λόγος για τον οποίο διαβάζουμε βιβλία είναι πως δεν έχουμε τον χρόνο να γνωρίσουμε πολλούς ανθρώπους. Η απόφανση αυτή ακούγεται απλοϊκή και σωστή ταυτόχρονα. Αυτή η περιγραφή της σχέσης μας με τα βιβλία με όρους γνωριμίας, φιλίας ακόμα. Ισως σε αυτό το στοιχείο της φιλίας να κρύβεται η απάντηση σχετικά με την επιστροφή μας στα ίδια βιβλία. Στην επιβεβαίωση μιας σχέσης, στη νοερή συνομιλία με έναν κόσμο γνώριμο ακόμα και αν δεν τον διαβάζουμε. Δεν ξέρω αν συνηθίζεται, αλλά δυσκολεύομαι να βγω έξω χωρίς να έχω ένα βιβλίο στην τσάντα μου. Οχι επειδή υπάρχουν πάντοτε πολλές πιθανότητες να το διαβάσω, αλλά γιατί είναι μια παρουσία που με κάποιον τρόπο ορίζει κάτι. Μπορείς να βγεις και χωρίς βιβλίο. Αλλά θα είναι σαν να ξέχασες τα κλειδιά σου. Ή καλύτερα τα τσιγάρα σου.

Επιστρέφουμε στα ίδια βιβλία. Θυμόμαστε διαδρομές και τοπία σαν γειτονιές που έχουμε να επισκεφτούμε χρόνια. Πάντοτε κάτι φαίνεται αλλαγμένο, πάντοτε υπάρχουν λεπτομέρειες που δεν τις θυμόμαστε, πρόσωπα και γωνίες που συναντούμε πρώτη φορά σαν μια πτυχή ενός φίλου που, παρόλο που νιώθουμε πως τον γνωρίζουμε, ξαφνικά μας εκπλήσσει.

Κάποιες φορές, οι προηγούμενες διαδρομές μας μέσα στο ίδιο βιβλίο είναι χαραγμένες. Υπογραμμισμένες, τονισμένες και σημειωμένες. Και κάθε υπογράμμιση υπονοεί μια επιστροφή. Μας υποδέχεται σαν να την επιβεβαιώνουμε, σαν εμείς να είμαστε η εκπλήρωση της παλιάς εκείνης πρόβλεψης. Και κάθε υπογράμμιση είναι μια πολλαπλή ερμηνεία. Οχι μόνο ερμηνεία του βιβλίου που διάβαζες τότε, αλλά και ερμηνεία του βιβλίου που διαβάζεις τώρα. Και μαζί ερμηνεία του τότε εαυτού σου, του εαυτού σου όπως είναι τώρα. Και μαζί τής μεταξύ τους απόστασης. Γιατί κάθε υπογράμμιση σε ένα βιβλίο που διαβάζουμε είναι ένα γράμμα στον μελλοντικό εαυτό μας.

Ίσως τελικά να είναι τα βιβλία αυτά τα οποία επιστρέφουν σε εμάς. Για να φυλλομετρήσουν τις στιγμές μας, να υπογραμμίσουν τις εμφάσεις μας, να μας αποκωδικοποιήσουν. Γιατί είναι φορές που όντως παραμένουμε ξεχασμένοι σε κάποιο ράφι, περιμένοντας ένα χέρι να μας αρπάξει. Και είναι πολλά αυτά που έχουμε να πούμε. Και είναι πολλά αυτά που έχουμε να αφηγηθούμε. Και πολλή η μέρα πριν από τον ύπνο.

Κείμενο: Θωμάς Τσαλαπάτης

πηγή