Διπλοπαρκάρω γιατί γουστάρω

Κείμενο: Δημήτρης Βεργίνης

Δε θα μιλήσω για τα αυτονόητα. Δε θα πω για την πόλη της Λευκάδας που η μορφολογία της, κάπου αλλού, σε κάποιον άλλο κόσμο, σχεδόν θα επέβαλε την αποκλειστική χρήση ποδηλάτων. Δε θα πω για την αδιαφορία των δημοτικών αρχών, όσες δεκαετίες θυμάμαι, για την ανάπτυξη ενός οργανωμένου και σοβαρού δικτύου ποδηλατοδρόμων, όχι μόνο στον κυρίως αστικό ιστό αλλά που να ενώνουν κι όλα τα εύκολα προσβάσιμα προάστια/δημοτικές κοινότητες (Καλλιγόνι, Καρυώτες, Άη Γιάννη, Απόλπαινα κλπ). Δε θα πω για πόσα λεφτά έχουν σπαταληθεί σε μελέτες και κατασκευές, με πατέντα Ελλήνων εργολάβων, για ποδηλατόδρομους που για να τους διασχίσεις θα πρέπει να έχεις ταλέντο πρωταθλητή mountain bike, που παραδόθηκαν από κάποιους και κάποιοι τους δέχτηκαν και τους εγκαινίασαν και που για όλο αυτό δεν ξεσηκώθηκε ποτέ κανένας, δεν τιμωρήθηκε ποτέ κανένας. Δε θα πω για τα μονίμως παρκαρισμένα αυτοκίνητα στον μόνο διακριτά οριοθετημένο ποδηλατόδρομο της πόλης : αυτόν του Αγίου Μηνά.

Όχι, δε θα πω για αυτά. Δεν ξέρω αν πια έχει νόημα σε ετούτο τον τόπο, εκτός κι αν μπορέσουμε να συνδυάσουμε το ποδήλατο με καμια χρηματοδότηση για βίλες. Τότε ναι, ίσως και να νοιαστεί κι ο κάθε πικραμένος. Τότε ίσως και να χτυπήσουμε Ολυμπιάδα στις ποδηλατοδρομίες μετά βίλας.

Σήμερα θα πω για τη μεγάλη αγάπη του νεοέλληνα, άρα μαζί και του νεολευκαδίτη: το αυτοκίνητο. Το φετίχ μας, τη λατρεία μας, τον έρωτά μας. Να φάμε κάτι μέρες δεν έχουμε αλλά το αυτοκίνητό μας το θέλουμε SUV. Να πληρώσουμε τη ΔΕΗ κάθε μήνα δεν έχουμε αλλά το SUV μας δεν μπορεί να ζει μόνο του στο γκαράζ μας, θέλει παρέα κι ένα ακόμη (στην καλύτερη περίπτωση, γιατί υπάρχουν και κάποια αυτοκίνητα πιο κοινωνικά που έχουν ανάγκη για μεγαλύτερες παρέες).

Θα πω για το οδικό χάος που δημιουργείται πια ακόμη και το χειμώνα στην πόλη μας. Και όχι, δεν είναι η υποθαλάσσια που θα λύσει το πρόβλημα γιατί θα στέλνει τα αυτοκίνητα εκτός πόλης, δεν είναι ο περιφερειακός στα Βαρδάνια που θα μας γιατρέψει. Δεν είναι γιατί αυτά δεν αφορούν τους ντόπιους. Δεν είναι γιατί τον Γενάρη το αλαλούμ που γίνεται παντού δεν το δημιουργούν τα τετράτροχα που μπαίνουν απ’ τη γέφυρα.

Οι ντόπιοι ξυπνάμε το πρωί στη Νεάπολη, στον κάμπο, στο Καλλιγόνι, παίρνουμε τα κλειδιά μας, μπαίνουμε στον έρωτά μας και κατεβαίνουμε 500 μέτρα, 800 μέτρα, ένα χιλιόμετρο ως την πόλη. Και πες το κάνουμε αυτό. Μας αρκεί; Όχι καλέ! Θέλουμε να παρκάρουμε κι έξω απ’ το φούρνο, έξω απ’ το χασάπικο, έξω απ’ την τράπεζα, έξω απ’ το καφενείο. Και το κορνάρισμα να ομορφαίνει τα πρωινά μας. Και τα ασθενοφόρα κολλημένα να ουρλιάζουν. Κι οι γλωσσολόγοι να ανακαλύπτουν νέες λέξεις εδώ πέρα. Πώς λέγεται το παρκάρισμα έξω απ’ το διπλοπαρκάρισμα; Τριπλοπαρκάρισμα. Ναι αλλά το διπλοπαρκάρισμα έξω απ’ το διπλοπαρκάρισμα; Εδώ σας θέλω.

Θα αναρωτηθούμε τι κάνουν οι υπεύθυνοι για αυτό; Το πρώτο σχόλιό μου είναι ότι έτσι με τη μία αυτοεξαιρούμαστε από υπεύθυνοι. «Μα το κάνουν και οι άλλοι, εγώ είμαι το πρόβλημα;». Το δεύτερο σχόλιο δεν έχει ένα απλό ερωτηματικό στο τέλος του. Έχει ένα σημείο στίξης που κάνει ερώτηση αλλά στην πραγματικότητα θέλει να κλάψει: «Οι υπεύθυνοι τι κάνουν; Οι ποιοι;»…

Η αστυνομία κάνει αυτό που κάνουν όλοι στην πόλη. Διπλοπαρκάρει. Κι όχι, δε μιλάω για τα υπηρεσιακά της αυτοκίνητα. Ούτε μιλάω για μια φορά, για μια μέρα. Μιλάω για κανονικότητα. Λέω για τα ιδιωτικά, τα διπλοπαρκαρισμένα έξω απ’ το αστυνομικό τμήμα ως το τέλος της βάρδιας. Με το πάρκινγκ στα 50 μέτρα μακριά. Και τους καταστηματάρχες της περιοχής να μην μπορούν να πουν τίποτα. Μην και βρεθούν με κάνα πρόστιμο στην πλάτη σαν κάτι άδεια καφενεία μέσα στη νύχτα στα χωριά…