Παππού, πώς πήγαν οι ελιές φέτος;

Κείμενο: Δημήτρης Βεργίνης

«Ν’ αφήνεις κάτι πάνω πάντα. Κάτι στα ψηλά κλαδιά. Χειμώνας έρχεται, να ‘χουν τα πουλιά να φάνε. Στη φύση να δίνεις για να σου δίνει κι αυτή.»

Δεν είναι εύκολη δουλειά το τίναγμα της ελιάς. Όσο κι αν τα μηχανήματα πια έχουν λιγοστέψει το χρόνο, έχουν ελαττώσει τον κόπο, είναι εργασία απαιτητική. Το βράδυ πάντα τα χέρια θα πονάνε, τα μπράτσα θα είναι πιασμένα, ο λαιμός σφιχτός από το κοίταγμα ψηλά, τα μάτια κόκκινα από την αναμέτρηση με τον ήλιο. Δεν είναι δουλειά για όλους. Θέλει πόδια να μη γλιστράνε, δάχτυλα να γαντζώνονται, κορμί να αντέχει. Θέλει υπομονή, θέλει ρυθμό, θέλει φυσική κατάσταση. Κυρίως όμως θέλει να το θες, να σου αρέσει.

«Το νου σου! Να μην τραυματίζεις το δέντρο. Τα κλαδιά που κόβεις με προσοχή. Να μη σκίζεις το δέρμα του, τη φλούδα. Κάστρο είναι κάθε δέντρο κι ο χειμώνας πάντα σε επίθεση. Μια πόρτα, μια πύλη να αφήσεις ανοιχτή σήμερα, αυτός θα μπει, η υγρασία θα μπει, τα βακτήρια θα μπουν και χρόνια μετά το κάστρο θα στέκει έρμο κι αδειανό. Είναι εδώ ετούτα τα δέντρα αιώνες, μην σκέφτεσαι με δικούς σου όρους χρόνων, δεκαετιών. Μπες στις ρίζες τους. Φρόντισέ τα για να μείνουν άλλο τόσο κι άλλο τόσο».

Τινάζουμε αυτές τις μέρες κι η ομορφιά με έχει γεμίσει, με έχει πλημμυρίσει. Αφή και όραση και κυρίως όσφρηση σε οργασμό. Κι είν’ το νησί ετούτο όμορφο στους ελαιώνες του. Είναι όμορφο έξω απ’ τα χτισίματά του. Τόση η βλάστηση, τόσα τα λουλούδια, τόση κι η θάλασσα! Να τινάζεις και να την βλέπεις, να ανεβαίνεις στην ελιά και να κοιτάς το ασπρογάλιασμα στα βάθη της. Να αποτραβιέσαι απ’ το χώρο, να σταματάς λίγο το χρόνο, να βγάζεις τον κόσμο απ’ την πρίζα, ίσα για ένα φωτογραφικό κλικ του «ωραίου». Ίσα για κρατήσεις μνήμες-πανάκειες που θα σε δυναμώσουν σε δύσκολα που ίσως έρθουν. Μυρωδιές λαδιού σε αναμονή, πατημένων χόρτων, πρωινής πάχνης. Ίσα για να ‘χεις μαζί σου θύμησες-ξόρκια σε μάγια ασχήμιας που ίσως σε δέσουν.

Κάθε απόγευμα, λίγο πριν αρχίσει να νυχτώνει, μαζεύουμε τα γεμάτα τσουβάλια, στρώνουμε τα πανιά στα δέντρα που θα ξεκινήσουμε το πρωί, ψιθυρίζουμε δυο λέξεις στον αέρα να ακούσουν όσοι κάποτε δούλευαν στα ίδια χώματα, στις ίδιες ελιές και φεύγουμε με ένα χαμόγελο συνωμοτικό. Δε μιλάμε μεταξύ μας, δε λέμε το μυστικό μας αλλά σαν μέλη μιας μεγάλης ομάδας, σαν κρίκοι μιας αλυσίδας ανθρώπων που ασχολούνται με τη γη σε όλο τον πλανήτη από αγάπη και μόνο, φροντίζοντάς την και μόνο, ξέρουμε ότι άλλη μια μέρα κάναμε κάτι καλό στη ζωή μας.

-Παππού, πώς πήγαν οι ελιές φέτος;