Τάσος Λειβαδίτης: αυτό το αστέρι είναι για όλους μας

Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης με καταγωγή από την Κοντοβάζαινα Γορτυνίας γεννήθηκε τον Απρίλη του 1922 και πέθανε τον Οκτώβρη του 1988. Έντονα πολιτικοποιημένος στο χώρο της αριστεράς από μικρή ηλικία, φυλακίστηκε και εξορίστηκε σε διάφορους τόπους εξορίας από το 1946 ως το 1951. Τα ποιήματα του με έντονα στοιχεία τρυφερότητας και μια ελπίδα αλλαγής του κόσμου τον χαρακτήρισαν ως «ποιητή του έρωτα και της επανάστασης».
Το ποίημά του «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας» κυκλοφόρησε το 1952. Σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος και μπορείτε να το προμηθευτείτε από το βιβλιοπωλείο Fagottobooks Ζακύνθου 7, στη Λευκάδα.

Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (αποσπάσματα)

[…] Αγαπημένη μου
σ’ αγαπώ πιο πολύ απ’ ό,τι μπορώ να σου πω με λόγια
θάθελα να πεθάνω μαζί σου, αν κάποτε πέθαινες
κι όμως, αγαπημένη μου
δε μπορούσα
δεν μπορούσα πιά να σ’ αγαπώ όπως άλλοτε

[…] Πώς θα μπορούσα να ζήσω μακριά σου, αγαπημένη μου,
πώς θάναβα μια λάμπα αφού δε θάτανε για να σε δω
πώς να κοιτάξω έναν τοίχο που δε θα περνοδιαβαίνει ο ίσκιος σου
πώς ν’ ακουμπήσω σ’ ένα τραπέζι που δε θ’ ακουμπάς τα χέρια σου
μια φέτα ψωμί που δε θα τη μοιραζόμαστε πώς να την αγγίξω;

[…] Σ’ είχα ξαναβρεί όλες τις νύχτες που δεν ήξερα αν θα σε ξαναδώ.
Κι όταν το βράδυ πλάγιαζα στο παγωμένο αντίσκηνο
κι άκουγα τη βροχή
ονειρευόμουνα
και σ’ εύρισκα.

Σ’ εύρισκα, αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών
ανθρώπων.

[…] Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα.

Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου
έσκυβε και με ρωτούσε. Τι έχεις αγόρι;
Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ’ τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από σένα.
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
ήταν για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα
όταν τη νύχτα κοίταζα τ’ αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα
μάτια σου
κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα
δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου
που χτυπούσε.

[…] Όταν χαμογελούσες ένα περιστέρι διάβαινε στη βραδιασμένη
κάμαρα
ένα σύννεφο χρυσό ταξίδευε στον ουρανό όταν χαμογελούσες.
Όταν χαμογελούσες ξεχνούσα τη στέγη που έσταζε, ξεχνούσα
το τρύπιο πάτωμα
έλεγα κιόλας, να, μες απ’ τις τρύπες του
όπου και νάναι θα φυτρώσουνε μεγάλα κόκκινα τριαντάφυλλα.

Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου,
τότε
που μου χαμογελούσες.

[…] Θα μπορούσα ακόμα να χαμογελάσω
στον άντρα που σ’ έχει δει γυμνή πριν από μένα
να του χαμογελάσω, που του δόθηκε μια τόσο ατέλειωτη ευτυχία.
Γιατί εγώ, αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ’ τον έρωτα
εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα και
πάλι την ελπίδα.

Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.

[…] Ναι, αγαπημένη μου,
εμείς γι’ αυτά τα λίγα κι απλά πράματα πολεμάμε
για να μπορούμε νάχουμε μια πόρτα, έν’ άστρο, ένα σκαμνί
έναν χαρούμενο δρόμο το πρωί
ένα ήρεμο όνειρο το βράδυ.
Για νάχουμε έναν έρωτα που να μη μας τον λερώνουν
ένα τραγούδι που να μπορούμε να το τραγουδάμε.

Ερανιστής του ποιήματος : Δημήτρης Βεργίνης