Τετραήμερη εργασία ή πενθήμερο χωρίς οκτάωρα; Οι ειδικοί απαντούν

O μειωμένος χρόνος εργασίας κάνει τους ανθρώπους πιο παραγωγικούς. Πώς θα έπρεπε όμως να εφαρμοστεί αυτό στην πράξη;

O τρόπος που εστιάσαμε κατά την εξέλιξη της πανδημίας στην αίσθηση ευεξίας των εργαζομένων αλλά και στην παραγωγικότητά τους στις εταιρείες για τις οποίες δουλεύουν, οδήγησε ορισμένους εργοδότες στο να σκέφτονται και να «φλερτάρουν» πια με νέες προσεγγίσεις ως προς την εργασιακή εβδομάδα όπως την γνωρίζαμε ως τώρα.

Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που ενώ λέγονται και γίνονται πολλά για την τετραήμερη εβδομάδα εργασίας, και ενώ τα τριήμερα Παρασκευής, Σαββάτου και Κυριακής, είναι αναμφίβολα ευχάριστα, η συμπύκνωση των πέντε ημερών εργασίας σε τέσσερις μπορεί να αποδειχθεί αγχωτική για ορισμένους εργαζομένους αλλά και για τους εργοδότες τους – ή ακόμη και να θεωρηθεί εντελώς μη βιώσιμη.

Ωστόσο, μπορεί να υπάρχουν και άλλες εναλλακτικές λύσεις. Για παράδειγμα, ορισμένοι οργανωσιακοί ψυχολόγοι προτείνουν να μειωθεί η εργάσιμη ημέρα. Η ολοκλήρωση της εργασίας σε μικρότερο χρονικό διάστημα – π.χ. σε έξι ώρες αντί για οκτώ – θα μπορούσε να αποδειχθεί μια πρακτική λύση για περισσότερους τύπους επιχειρήσεων και την ίδια στιγμή να συμβάλει σημαντικά στη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων.

«Υπάρχουν επιχειρήσεις που πρέπει να είναι διαθέσιμες πέντε ημέρες την εβδομάδα», λέει η Σελέστε Χίντλι, συγγραφέας του «Do Nothing: How to Break Away from Overworking, Overdoing and Underliving (σ.σ σε ελεύθερη μετάφραση: «Μη κάνοντας τίποτα – Πώς να σταματήσετε να εργάζεστε υπερβολικά, να κάνετε πολλά πράγματα μαζί και να αφιερώνετε λίγο χρόνο στο να ζείτε).

Η Χίντλι προσθέτει μάλιστα ότι «γι’ αυτές τις επιχειρήσεις μπορεί να είναι ευκολότερο και πιο βολικό να συντομεύσουν την εργάσιμη ημέρα».

Θεωρητικά, μια πιο σύντομη εργάσιμη ημέρα ίσως φαίνεται μη ρεαλιστική και ανέφικτη – σε τελική ανάλυση, οι εργοδότες θέλουν πάντα να παίρνουν όσο περισσότερο χρόνο μπορούν από τους εργαζόμενους ενώ «η ιδέα του οκτάωρου είναι βαθιά ριζωμένη στη βιομηχανοποιημένη μας κοινωνία», λέει η Χίντλι.

Ωστόσο, υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα για το πώς η μικρότερη εργάσιμη ημέρα συνδέεται με την αυξημένη ευημερία των εργαζομένων αλλά και τη δυνητικά αυξημένη παραγωγικότητά τους. Ίσως, αντίθετα με τους εδραιωμένους κανόνες, οι εργαζόμενοι να μπορούσαν να εργάζονται πιο αποτελεσματικά και με περισσότερη αφοσίωση και προσοχή εάν επέστρεφαν στο σπίτι τους νωρίτερα.

«Οι οκτάωρες εργάσιμες ημέρες είναι τυπικές για πολλές βιομηχανίες και αυτό το μοντέλο είναι δύσκολο να κλονιστεί», λέει με τη σειρά του ο Άνταμ Γκραντ, καθηγητής οργανωσιακής ψυχολογίας στο Wharton School του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια.

Όπως εξηγεί: «Η προκατάληψη απέναντι σε αυτό το status quo είναι πραγματική. Οι άνθρωποι συχνά θεωρούν δεδομένη αυτή την μακροχρόνια εργασιακή προεπιλογή η οποία υπάρχει στην κοινωνία. Από όταν ήμασταν παιδιά, πάντα οι άνθρωποι δούλευαν πέντε μέρες την εβδομάδα- οκτάωρο. Μοιάζει να είναι αναπόφευκτο.

»Οι εργοδότες παίζουν φυσικά ρόλο στη διαιώνιση αυτής της εργασιακής δομής. Η στασιμότητα απέναντι σε αυτό το ζήτημα είναι μάλλον μια… “αποτυχία της φαντασίας”. Αντί να μετράμε δηλαδή τα πραγματικά αποτελέσματα της δουλειάς των εργαζομένων, θεωρούμε ότι είναι πιο απλό να μετράμε τον αριθμό των ωρών που δουλεύουν και να υποθέτουμε ότι όσο περισσότερες είναι, τόσο το καλύτερο. Αυτή είναι μια υπόθεση που πρέπει πια να καταρριφθεί».

Η Χίντλι συμφωνεί ότι το οκτάωρο δεν είναι η καλύτερη μορφή εργασίας για τους εργαζόμενους. «Από άποψη γνωστικής αντίληψης και επίδοσης έχουμε περιορισμένο χρόνο εστίασης μέσα στην ημέρα», λέει η ίδια και προσθέτει: «Όταν προσπαθείς να αναγκάσεις τον εγκέφαλό σου να εστιάσει έξω από αυτό το χρονικό παράθυρο, θα δεις πραγματικά την απόδοση να μειώνεται και τον εργαζόμενο να καταλήγει σε εξάντληση. Να καταλήγει ακόμα να κάνει περισσότερα λάθη, να είναι λιγότερο δημιουργικός, να “χάνει” πράγματα. Όλα αυτά μας κάνουν λιγότερο παραγωγικούς».

Shutterstock

Πράγματι, οι μελέτες και οι έρευνες δείχνουν ότι οι περισσότερες ώρες εργασίας δεν σχετίζονται με μεγαλύτερη παραγωγικότητα. Έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ έχει δείξει ότι υπάρχει ένα ανώτατο όριο στην παραγωγικότητα: η απόδοση των εργαζομένων αρχίζει να μειώνεται απότομα μετά από περίπου 48 ώρες εργασίας (σε διάστημα μίας εβδομάδας). Άλλοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι ο βέλτιστος αριθμός ωρών εργασίας πρέπει να είναι ακόμη χαμηλότερος από αυτόν που ισχύει, ανάλογα με τη φύση της δουλειάς – ορισμένοι λένε ότι οι εργάσιμες ώρες πρέπει να είναι 35 την εβδομάδα ή 6 την ημέρα, “απομακρύνοντας” τους εργαζόμενους από τη λογική του συνηθισμένου οκτάωρου. Η Νορβηγία και η Δανία εφαρμόζουν ήδη μικρότερες εργάσιμες εβδομάδες με λιγότερες από 40 ώρες δουλειάς και είναι αντίστοιχα η δεύτερη και η έβδομη πιο παραγωγικές χώρες στον κόσμο.

Σε τελική ανάλυση, οι εργαζόμενοι χρειάζονται διαλείμματα κατά τη διάρκεια μιας παρατεταμένης παραμονής στο γραφείο τους – πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη και οι πιο παραγωγικοί από αυτούς δεν ξοδεύουν κάθε στιγμή κοπιάζοντας σε επαγγελματικές εργασίες.

Μια έρευνα σε σχεδόν 2.000 εργαζομένους στο Ηνωμένο Βασίλειο έδειξε ότι κατά μέσο όρο, οι άνθρωποι αισθάνονται πραγματικά παραγωγικοί μόνο για περίπου τη μισή εργάσιμη ημέρα. Η συντόμευση, λοιπόν, θα μπορούσε να τους παρακινήσει να αυξήσουν αυτό το χρονικό παράθυρο της παραγωγικότητας. Δουλεύοντας χρονικά λιγότερο, αντί να κάνουν ένα συνδυασμό εργασίας και σπατάλης χρόνου επί οκτώ ώρες, θα μπορούσαν να είναι ακόμα πιο παραγωγικοί σε λιγότερο χρόνο.

Η αυξημένη παραγωγικότητα θα μπορούσε επίσης να πηγάζει από το υψηλότερο ηθικό και την καλή σωματική υγεία των εργαζομένων, τα οποία αναμφίβολα συνδέονται με την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, όταν οι εργάσιμες ημέρες είναι μικρότερες.

Αυτό ίσχυσε στην περίπτωση νοσηλευτών σε οίκο ευγηρίας στη Σουηδία. Οι εργαζόμενοι αυτοί συμμετείχαν σε διετές πείραμα, στο πλαίσιο του οποίου η εργάσιμη ημέρα μειώθηκε στις έξι ώρες.

Όπως ανέφεραν οι ίδιοι, αισθάνονταν πιο ευχαριστημένοι και έπαιρναν πολύ λιγότερες αναρρωτικές άδειες, γεγονός που τους επέτρεψε να οργανώσουν 85% περισσότερες δραστηριότητες με τους ανθρώπους στους οποίους παρείχαν φροντίδα.

Όπως υπογραμμίζει ο Γκραντ: «Είναι λογικό ότι ένα συμπυκνωμένο πρόγραμμα θα έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη παραγωγικότητα. Είναι ωφέλιμο για την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων. Όταν έχεις λιγότερο χρόνο στη διάθεσή σου αρχίζεις να εστιάζεις σε πράγματα που έχουν πραγματικά σημασία. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι οι διευθυντές θα αναθέτουν λιγότερη εργασία που απαιτεί έντονη ενασχόληση ή ότι θα περιορίζουν τα «μη απαραίτητα meetings».

Όπως το συμπυκνώνει ο Γκραντ, ο αντίκτυπος μιας τέτοιας επιλογής θα είναι η παραγωγικότητα πολλών εργαζομένων να αυξηθεί και τα λάθη τους να μειωθούν. «Σε έναν κόσμο όπου όλοι μας βλέπουμε την προσοχή μας να αποσπάται διαρκώς από το μεγάλο φάσμα προτεραιοτήτων που έχουμε να καλύψουμε, μια μικρότερη εργάσιμη ημέρα είναι πιο πιθανό να είναι όντως… εργάσιμη, σε αντίθεση με το μοντέλο “σκέφτομαι την οκτάωρη δουλειά μου κι όλα τα πολλά άλλα πράγματα που έχω στο μυαλό μου”. Ας σκεφτούμε τους ανθρώπους που εργάζονται σε νοσοκομεία ή τα άτομα που εργάζονται ως τεχνικοί υπολογιστών ή ως λογιστές – σε όλες αυτές τις εργασίες η προσοχή στη λεπτομέρεια είναι κρίσιμη. Εκεί, μια μικρότερη εργάσιμη ημέρα, πραγματικά θα μείωνε τα σφάλματα».

Πιθανές παγίδες

Αν και υπάρχουν σαφή οφέλη από μια συντομευμένη εργάσιμη ημέρα, ο Γκραντ υπογραμμίζει ότι αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν και τα ρίσκα.

«Πρώτον, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι κάθε εργαζόμενος θα είναι εξίσου παραγωγικός κατά τη διάρκεια μιας μικρότερης ημέρας, ειδικά για τους λιγότερο αφοσιωμένους εργαζόμενους» λέει ο ίδιος και τονίζει: «Αν όμως οι άνθρωποι αποφεύγουν τις ευθύνες τους, τότε αυτό θα είναι μια αποτυχία της διοίκησης. Εάν κάποιος δεν μπορεί να εμπιστευτεί ότι το εργατικό δυναμικό που απασχολεί θα παραμένει παραγωγικό δουλεύοντας λιγότερο, τότε ο εργοδότης έχει αποτύχει στην πρόσληψη του [κατάλληλου] ατόμου, ή στο σχεδιασμό της εργασίας, είτε στον τρόπο διοίκησης».

Μια μικρότερη εργάσιμη ημέρα θα μπορούσε επίσης να περιπλέξει τα πράγματα για πολυεθνικές εταιρείες σε ορισμένους κλάδους, λέει η Χίντλι, καθώς μια μικρότερη εργάσιμη ημέρα θα μπορούσε να μειώσει την κάλυψη των διαφορετικών ζωνών εργασίας. Επιπλέον, ενδέχεται να εμφανιστούν «κρυφές» δαπάνες για τους εργοδότες, οι οποίες δεν είναι άμεσα εμφανείς. Για παράδειγμα, στη σουηδική μελέτη, ο οίκος ευγηρίας έπρεπε στο τέλος να προσλάβει περισσότερες νοσοκόμες για να αναπληρώσουν τις μειωμένες ώρες. (Είναι σημαντικό όμως να σημειωθεί, ότι μια επιχείρηση σε έναν κλάδο που λειτουργεί όλο το 24ωρο, όπως η υγειονομική περίθαλψη, έχει διαφορετικές ανάγκες σε προσωπικό, επομένως οι βιομηχανίες στους τομείς της γνώσης μπορεί να βρουν ότι το κόστος τους δεν επηρεάζεται.)

Ίσως ο πιο σημαντικός κίνδυνος ωστόσο, να είναι ότι η συντόμευση της εργάσιμης ημέρας δεν θα αλλάξει στην πραγματικότητα το πόσο πολύ εργάζονται τελικά οι άνθρωποι. Όπως συμβαίνει και με την οκτάωρη εργασία, οι εργαζόμενοι μπορεί να συνεχίσουν να απασχολούνται και στην περίπτωση της μειωμένης εργασίας εκτός του ωραρίου τους. Με άλλα λόγια, λέει η Χίντλι, εάν οι εταιρείες σκοπεύουν να «αποχωριστούν» νωρίτερα τους ανθρώπους από την εργασία τους είναι σημαντικό να είναι βέβαιο ότι θα το κάνουν πράξη.

Όνειρο ή πραγματικότητα;

Παρά τις παγίδες, ωστόσο, μια στροφή σε λιγότερες ώρες εργασίας θα μπορούσε να είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα από ό,τι ήταν κάποτε. Στον απόηχο της πανδημίας, ορισμένοι εργοδότες επανεξετάζουν ενεργά –και μάλιστα πολλοί αμφισβητούν – το εργασιακό status quo όπως το γνωρίζαμε ως τώρα.

Πολλές εταιρείες αποφάσισαν να επιτρέψουν νέα πρότυπα εργασίας, όπως η ασύγχρονη επικοινωνία ή η απομακρυσμένη εργασία, όπου δεν μπορούν απαραίτητα να παρακολουθήσουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων όπως πριν.

Η υιοθέτηση της τετραήμερης εβδομαδιαίας εργασίας είναι μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη. Αν και δεν είναι ακόμα πολύ διαδεδομένη – και εξακολουθεί να βρίσκεται σε δοκιμαστική λειτουργία σε πολλές χώρες και εταιρείες -, γίνεται ένα ολοένα και πιο δημοφιλές θέμα συζήτησης γύρω από το πώς πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τον τρόπο με τον οποίο εργάζονται οι άνθρωποι σε έναν διαφορετικό μετά από την πανδημία κόσμο.

Ωστόσο, η τετραήμερη εβδομάδα εργασίας δεν είναι κατάλληλη για όλους. Για τις εταιρείες που διστάζουν να κλείσουν για μια ολόκληρη επιπλέον ημέρα κάθε εβδομάδα, οι λιγότερες εργάσιμες ώρες μέσα σε μια ημέρα μπορεί να είναι μια ευκολότερη λύση για να ξεκινήσουν, λέει ο Γκραντ.

Όπως προσθέτει ο Γκραντ, υπάρχει μια συγκεκριμένη ομάδα εργαζομένων που αναμφίβολα θα ωφεληθεί σε μεγάλο βαθμό από μια πιο σύντομη μέρα: οι εργαζόμενοι γονείς. O Γκραντ τονίζει πως το γεγονός ότι σε μεγάλο μέρος του κόσμου, η εργάσιμη ημέρα τελειώνει δύο ολόκληρες ώρες μετά από το κλείσιμο των σχολείων είναι προβληματικό: «Η χαοτική αίσθηση που προκαλεί στους γονείς, οι οποίοι προσπαθούν να διαχειριστούν τη φροντίδα των παιδιών τους δεν πρέπει να υποτιμάται. Είναι μια από τις πιο απαιτητικές και αγχωτικές εμπειρίες που βιώνουν οι άνθρωποι στην επαγγελματική τους ζωή και υπάρχει μια μεγάλη ευκαιρία να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε μια καλύτερη συνθήκη εκεί».

Αυτό που απομένει, είναι να δούμε πόσες εταιρείες πιστεύουν ότι μια συντομευμένη εργάσιμη ημέρα είναι βιώσιμη. Αλλά για όσους κάνουν την κίνηση, ο Γκραντ λέει ότι θα μπορούσε να υπάρξει άμεση «αποπληρωμή» της επιλογής τους. Κατά τον ίδιο, οι εργαζόμενοι που θα απασχολούνται με μικρότερο ωράριο θα δουν άμεσα οφέλη και οι εταιρείες τους επίσης.

«Οι περισσότεροι άνθρωποι στους οποίους θα δοθεί η ευκαιρία να εργαστούν μια συντομότερη εργασιακή μέρα θα το εκλάβουν ως τεράστιο όφελος», λέει ο Γκραντ και καταλήγει: «Θα είναι ευγνώμονες για αυτό. Θα τους καλλιεργήσει επίσης το αίσθημα της πίστης στη δουλειά τους και θα αυξήσει τα κίνητρα τους. Θα δουλέψουν σκληρότερα στον χρόνο που έχουν και θα δουλέψουν και πιο “έξυπνα” αυτές τις ώρες».

πηγή