Από τον Γιώργο Ρούσσο
Η Παγκόσμια Ημέρα Ελευθεροτυπίας καθιερώθηκε με πρωτοβουλία της Παγκόσμιας Ένωσης Εφημερίδων (ΠΕΕ) και από το 1993 γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 3 Μαΐου, σε ανάμνηση της Διακήρυξης του Βίντχουκ, μία έκκληση ελευθεροτυπίας που υπέγραψαν Αφρικανοί δημοσιογράφοι το 1991 για ελεύθερα, ανεξάρτητα και πλουραλιστικά Μ.Μ.Ε. Κάθε μία από τις ταινίες του αφιερώματος παρουσιάζει με τον δικό της μοναδικό τρόπο, τον ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του δημοσιογράφου, όπως αποτυπώθηκε διαχρονικά στην μεγάλη οθόνη.
Η Παγκόσμια Ημέρα Ελευθεροτυπίας μας υπενθυμίζει τη σπουδαιότητα της προστασίας του θεμελιωδών δικαιωμάτων της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας του Τύπου, όπως κατοχυρώνονται από το άρθρο 19 της Παγκόσμιας Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.), αλλά και από το Σύνταγμά. Χωρίς αυτά τα δύο θεμελιώδη δικαιώματα, η Δημοκρατία είναι κενή περιεχομένου.
Τα στοιχεία που δίνουν στη δημοσιότητα μη κυβερνητικές οργανώσεις για την προστασία της Ελευθερίας του Τύπου είναι αποκαλυπτικά. Τις επιθέσεις κατά δημοσιογράφων σε ολόκληρο τον κόσμο καταγράφει και η Διεθνής Αμνηστία, ενώ στην έκθεση της για την Ελλάδα, αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Οι συνεχείς καταγγελίες περιστατικών αυθαίρετης και καταχρηστικής βίας εναντίον δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων, όχι μόνο πλήττουν το δικαίωμά τους στη σωματική ακεραιότητα και το δικαίωμά τους να μην υποβάλλονται σε κακομεταχείριση, αλλά, επιπλέον, έχουν επιζήμιο αντίκτυπο στην Ελευθερία της Έκφρασης. Ενώ οι ελληνικές αρχές αναγνωρίζουν την ύπαρξη παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από μέλη των σωμάτων ασφαλείας, τα χαρακτηρίζουν ως “μεμονωμένα περιστατικά” και ως εκ τούτου δεν αναγνωρίζουν την έκταση και το βάθος αυτού του συστημικού προβλήματος. Ο αριθμός των καταγγελιών που έχει λάβει η Διεθνής Αμνηστία, μαζί και με καταγγελίες που δημοσιεύθηκαν στα μέσα ενημέρωσης, δίνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα με εκείνη που οι ελληνικές αρχές αναφέρουν στις εκθέσεις τους προς τους διεθνείς οργανισμούς (π.χ. Επιτροπή Κατά των Βασανιστηρίων του ΟΗΕ), καθώς και στις δημόσιες δηλώσεις τους.»
Επιστρέφοντας στην Έβδομη Τέχνη, στο σημερινό μας αφιέρωμα, παρουσιάζουμε τέσσερις ταινίες κι ένα ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησαν στις Κινηματογραφικές Αίθουσες την τελευταία δεκαετία και οι οποίες απεικόνισαν, η κάθε μία με τον δικό της μοναδικό τρόπο, τον ρόλο του ρεπόρτερ, στην μεγάλη οθόνη. Άλλοτε σκοτεινός και άλλοτε ηρωικός, ο ρόλος της δημοσιογραφίας στον αγώνα της ενημέρωσης και στην ελευθερία της έκφρασης, παρείχε την πρώτη ύλη για τη δημιουργία χαρακτηριστικών ιστοριών που αποτυπώθηκαν διαχρονικά στον κινηματογράφο:
«O Αγγελιοφόρος Πρέπει να Πεθάνει» (Kill The Messenger – 2014) του Μάικλ Κουέστα
Τη δεκαετία του ’80 στην Νικαράγουα, οι δεξιοί αντάρτες, Κόντρας, αντιμάχονται το καθεστώς των Σαντινίστας. Οι ΗΠΑ υπό τον Ρήγκαν στηρίζουν οικονομικά τους Κόντρας στον αντικομουνιστικό τους αγώνα. Παρόλα αυτά, μια απόφαση της Γερουσίας, της Συνθήκης Μπόλαντ, του 1984 απαγορεύει στην αμερικανική κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει περαιτέρω τους αντάρτες στην Νικαράγουα. Όταν το 1984 εφαρμόστηκε η Συνθήκη Μπόλαντ, αναφορές άρχισαν να φτάνουν στην δημοσιότητα, οι οποίες υποστήριζαν πως οι Κόντρας χρηματοδοτούνται με ναρκοδολάρια. Οι Κόντρας διακινούσαν ναρκωτικά στον Παναμά, στην Κολομβία και στην Κόστα Ρίκα. Από εκεί μέσω πτήσεων αρκετές φορές έφταναν στο Μαϊάμι. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες οι αμερικανικές αρχές είχαν επίγνωση των συναλλαγών.
Βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, η νέα ταινία του Μάικλ Κούεστα (Michael Cuesta), δημιουργού της δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς «Homeland» (2011) επικεντρώνεται στην υπόθεση του βραβευμένου με Πούλιτζερ δημοσιογράφου Γκάρι Γουέμπ. Με πρωταγωνιστή τον καλό ηθοποιό Τζέρεμι Ρένερ (The Hurt Locker – 2008, American Hustle – 2013), το φιλμ φέρνει στο προσκήνιο μία σπουδαία ιστορία. Παρά τα συνήθη κλισέ του Χόλιγουντ, ο Γκάρι Γουέμπ με την προσωπική του στάση, αποδεικνύει ποιος μπορεί και πρέπει να είναι ο ρόλος της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Με το επαγγελματικό του σθένος και θέτοντας σε κίνδυνο όχι μόνο την καριέρα του, αλλά και την ίδια του τη ζωή, καθώς επίσης και τις ζωές των μελών της οικογενείας του, κατάφερε μέσα από την δημοσιογραφική του έρευνα να ξεσκεπάσει τη σκευωρία της Αμερικανικής κυβέρνησης και της CIA εις βάρος των ίδιων των Αμερικανών πολιτών.
Ο Κανόνας της Σιωπής (The Company You Keep – 2012) του Ρόμπερτ Ρέντφορντ
Ο Τζιμ Γκραντ (Ρόμπερτ Ρέντφορντ) είναι ένας επιφανής δικηγόρος που αναλαμβάνει υποθέσεις προάσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πατέρας μία κόρης, την οποία μεγαλώνει μόνος του, στα ήρεμα προάστια του Όλμπανι, στη Νέα Υόρκη. Ο κόσμος του όμως ανατρέπεται όταν ένας φιλόδοξος νέος δημοσιογράφος, ο Μπεν Σέπαρντ (Σία Λαμπέφ), αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητά, αυτή δηλαδή ενός πρώην ακτιβιστή της οργάνωσης Weather Underground, που εξαιτίας της συμμετοχής του σε μία ένοπλη ληστεία, καταζητείται για φόνο.
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, πρωταγωνιστεί αλλά και σκηνοθετεί τον «Κανόνα της Σιωπής», επιστρατεύοντας στο πλευρό του, μερικούς από τους καλύτερους Αμερικανούς ηθοποιούς της γενιάς του, με φόντο το αντιπολεμικό κίνημα, The Weather Underground. Μία ταινία που διαδραματίζεται στο παρόν με αναφορές στο αντιπολεμικό κίνημα, The Weather Underground, τη δεκαετία του ’70. Το φιλμ βασίζεται στο μυθιστόρημα του Νιλ Γκόρντον, το
οποίο προσαρμόστηκε για τις ανάγκες της μεγάλης οθόνης από τον Λεμ Ντομπς.
Πολύ καλός ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, τόσο μπροστά όσο και πίσω από την κάμερα. Η δραματική εξέλιξη και οι σεναριακές ανατροπές, είναι το μεγάλου ατού της συγκεκριμένης ταινίας. Μίας ταινίας που ανοίγει τον φάκελο, ενός από τα πιο σημαντικά αντιπολεμικά κινήματα, της δεκαετία του ’70. Ο λόγος βέβαια για το “The Weather Underground”, που στην εποχή του, είχε διχάσει την κοινή γνώμη στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού.
Στο καστ συναντάμε μερικούς από τους κορυφαίους Αμερικανούς ηθοποιούς του παρελθόντος. Καθώς εκτός από τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, σε καθοριστικούς ρόλους συμμετέχουν οι: Σούζαν Σαράντον, Νικ Νόλτε, Στάνλεϊ Τούτσι, Κρις Κούπερ και Τζούλι Κρίστι. Ικανοποιητικός και επαρκής στον ρόλο του, είναι και ο πιτσιρικάς της παρέας, ο Σία ΛαΜπέφ, εδώ στον ρόλο του δαιμόνιου δημοσιογράφου που κυνηγά την είδηση.
Φροστ / Νίξον (Frost / Nixon – 2008) του Ρον Χάουαρντ
Μεταφερόμαστε στις 23 Μαΐου του 1977. Ο πρώην Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ρίτσαρντ Νίξον, δίνει μία από τις πιο διάσημες τηλεοπτικές συνεντεύξεις του στον Ντέιβιντ Φροστ. Επιλέγει εσκεμμένα – και πιστεύοντας εκ του ασφαλούς – να σπάσει την πολυετή σιωπή του με μια συνέντευξη σ’ έναν μέχρι τότε «ανάλαφρου» ύφους εκπομπών, παρουσιαστή. Παράλληλα ο Νίξον, επικαλείται το “δικαίωμα” του Προέδρου για υποκλοπή και τελικά για… κλοπή, εάν τίθεται θέμα εθνικής ασφαλείας. Στην ουσία προσπαθούσε να δικαιολογηθεί για το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Η εξέλιξη όμως των συνεντεύξεων θα έχει απρόσμενη κατάληξη.
Η ταινία, βασίζεται σε μια σειρά συνεντεύξεων που εξασφάλισε ο Ντέιβιντ Φροστ από τον πρόεδρο Νίξον το καλοκαίρι του 1977, όταν ο τελευταίος έληξε την τριετή σιωπή του. Στην τελευταία συνέντευξή του ο Νίξον παραδέχεται, τελικά, την εμπλοκή του στο σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Πρόκειται για μια ιστορική αναμέτρηση, την οποία παρακολούθησαν πάνω από 45 εκατομμύρια τηλεθεατές και η οποία όχι μόνο άλλαξε τη ζωή και των δύο, αλλά και τους όρους και τα όρια της δημοσιογραφίας σε σχέση με την πολιτική.
Ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης Ρον Χάουαρντ (A Beautiful Mind, The Da Vinci Code, Apollo 13) μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το θεατρικό του Πίτερ Μόργκαν (The Queen, The Last King of Scotland) για την τηλεοπτική αναμέτρηση μεταξύ του παραιτηθέντος Προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον και του διάσημου Άγγλου τηλεοπτικού παρουσιαστή Ντέιβιντ Φροστ. Ο Φρανκ Λανγκέλα και ο Μάικλ Σιν πρωταγωνιστούσαν και στο ομώνυμο πολύ επιτυχημένο θεατρικό έργο. Οι δυο τους ως Νίξον και Φροστ αποκάλυπταν τι εικάζει ο συγγραφέας και σεναριογράφος Πίτερ Μόργκαν, πως γινόταν όταν έσβηναν οι κάμερες. Ίσως γι’ αυτό και η χημεία των δύο πρωταγωνιστών να είναι τόσο καλή, με τον Φρανκ Λανγκέλα, στον ρόλο του Ρίτσαρντ Νίξον, να δίνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του και δικαίως να κερδίζει μία υποψηφιότητα για Όσκαρ.