Κι αν οι ξένοι φεύγουν θα ‘χουμε πάντα τα (ολο)δικά μας σκουπίδια

Κείμενο/ φωτογραφία: Δημήτρης Βεργίνης

Κάποιες συνήθειες ανήκουν ξεκάθαρα στην παράδοσή μας. Εμείς, οι Λευκαδίτες, τις τιμούμε και τις υποστηρίζουμε, μάλιστα περισσότερο από άλλες που στα μάτια κάποιων εξωτερικών παρατηρητών ίσως και να έμοιαζαν πιο σημαντικές.

Θυμάμαι ας πούμε από πιτσιρίκος, παππούδες στο χωριό να μαζεύουν τα σκουπίδια του σπιτιού σε μικρές πλαστικές σακούλες, να τα φορτώνουν στα γαϊδούρια ή πιο μετά στα τρακτεράκια τους, να προσθέτουν ό,τι άλλο είχαν στο σπίτι και δε χρειάζονταν και να τα πηγαίνουν για πέταμα. Όχι σε κάδους (όπου υπήρχαν), όχι προς την πόλη (που υπήρχαν) ή στη χωματερή που ήταν ανοιχτή τότε, ούτε στα σημεία που τα μάζευαν τα χωριά. Όχι. Τα πήγαιναν προς τα λαγκάδια, τις πλαγιές, τα ρέματα, τους λόγγους κάθε τόπου. Και τα πετούσαν εκεί με μια ευδαιμονία, μια χαρά σαν και να έσπερναν σιτάρι στα χωράφια τους.

-Παππού, γιατί τα πετάμε εδώ; Τι θα γίνουν αυτά τα σκουπίδια;
-Θα λιώσουν παιδί μου και θα τα φάνε τα άγρια ζώα.
-Δεν πειράζει που τα πετάμε στο δάσος παππού;
-Όχι παιδί μου, δεν είναι κανενός εδώ ο τόπος.

Και τα χρόνια περάσανε και τα δάση λιγόστεψαν και παντού χτίστηκαν σπίτια και βίλλες και ξενοδοχεία και τουρίστες ήρθαν άπειροι αλλά εμείς τις παραδόσεις μας τις κρατήσαμε. Δεν αλλοτριωθήκαμε, δεν παρασυρθήκαμε από τους κάδους που υπάρχουν πια σε κάθε χωριό, δεν ξεγελαστήκαμε από τις υπηρεσίες του δήμου που μπορούν να περάσουν και να πάρουν τα μεγάλα και βαριά αντικείμενα και τα κομμένα κλαδιά που είναι για πέταμα. Όχι, εμείς, τα παιδιά και τα εγγόνια εκείνων των παππούδων, κάθε χρόνο, κάθε μήνα του χρόνου κρατάμε ζωντανές τις μνήμες μας.

Έτσι, ας πούμε πηγαίνοντας από Τσουκαλάδες προς Κάβαλο θα δούμε μικρές αυτοσχέδιες χωματερές που έχουν από καναπέδες ως οικοδομικά υλικά κι από πλαστικά ως φύλλα αμιάντου ελενίτ. Ή πηγαίνοντας από Λαζαράτα προς Κολυβάτα, στο δεξί μας χέρι, «καλά κρυμμένα» μέσα στο ρέμα, θα δούμε εκατοντάδες κίτρινα πλαστικά μπιτόνια, μια ιδιάζουσα σπορά κάποιου νέου τύπου γεωργού. Και λίγο παρακάτω, στην άκρη του δρόμου, μπετονιέρες έχουν φτιάξει τους δικούς τους αυτοσχέδιους τσιμεντένιους τοίχους ξεπλένοντας τα οχήματά τους. Και πιο πέρα κι αλλού και σε κάθε αγροτικό δρόμο σε όλο το νησί υπάρχει κάποιου η πραμάτεια, κάποιου η οικοσκευή, έτσι σαν αφημένα πολύτιμα αντικείμενα για τους αρχαιολόγους του μέλλοντος.

Αγαπώ το νησί μου όχι με την τοπικιστική αγάπη των γεωγραφικών συντεταγμένων του, το αγαπώ ως γη, ως φύση, ως θάλασσα, ως ομορφιά που με περιβάλλει κάθε μέρα. Και νευριάζω με όσα βλέπω. Ακόμη κι όταν κάνω χιούμορ ή ειρωνεύομαι τα κακώς κείμενά του, έχω μέσα μου πολύ θυμό. Θυμό και φόβο μήπως κι έχουμε περάσει τη γραμμή του μη αναστρέψιμου.