Η πατρίδα μου ή γιατί δεν παρέλασα (του Γιάννη Πάσχου)

του Γιάννη Πάσχου

Χάζευα στην τηλεόραση τα αφιερώματα διαφόρων ξένων χωρών για τα  200 χρόνια από την επανάσταση του 21.  Ο Νιαγάρας γαλανόλευκος, η όπερα του Σίδνεϊ γαλανόλευκη,  ακόμη και το αγαλματένιο παιδάκι που ουρεί σε κεντρική πλατεία των  Βρυξελλών ντυμένο  ευζωνάκι.

Κι  εγώ, μικρός, εύζωνας ήθελα να γίνω, όχι για να ουρώ δημοσίως, αλλά  για να παρελάζω λεβέντικα  στην πρώτη γραμμή κρατώντας τη σημαία. Τις απόκριες,  λοιπόν,  πάντα ευζωνάκι ντυνόμουν κι όσο περνούσαν τα χρόνια κι έβλεπα ότι  εύζωνας κανονικός  μάλλον δε θα γινόμουν ποτέ των ποτών, άρχισα  να ντύνομαι κάου μπόι  με  γιαταγάνι αντί για πιστόλια, παπάς  με περικεφαλαία κολοκοτρωνέικη αντί για καλιμάφκι, γιατρός  με φουστανέλα αντί για ιατρική ποδιά.

Απωθημένο και καημός μεγάλος  ήταν οι παρελάσεις,  ονειρευόμουν να κρατήσω τη σημαία και η φουστανέλα να κυματίζει, αλλά ήταν ο Θέμης το εμπόδιο, ο σημαιοφόρος, αυτός ο άχρηστος, ο μισητός άνθρωπος,  ο φύτουλας, που μαζί με όλα τα κακά που είχε,  ήταν και άριστος μαθητής και ψηλός και ωραίος κι εμάς, που παλεύαμε να περάσουμε την τάξη κι ήμασταν και κοντοί σαν ατίθασα ζωάκια  λερώναμε  τις τουαλέτες, πετάγαμε τα αποτσίγαρα, κάναμε  φασαρίες και  είχαμε και μούτρα να ζητάμε  τη σημαία, μας κοιτούσε σαν νάμασταν μυρμήγκια. Πόσες φορές δεν προσευχήθηκα, παραμονές εθνικών εορτών,  να πέσει, να σπάσει το πόδι του, να μην μπορεί να κάνει βήμα, όχι μόνο αυτός, αλλά κι ο επόμενος κι ο επόμενος  κι ο επόμενος, μέχρι νάρθει  η δική μου σειρά να φορέσω τη φουστανέλα και να σηκώσω τη γαλανόλευκη, να αφανιστεί η μισή τάξη δηλαδή, αλλά καμιά κατάρα δεν έπιασε, με έφαγε η προτελευταία σειρά, μόνο η μάννα, η αδερφή μου και η θεία Χαρούλα ήταν ξετρελαμένες με το λεβέντικο βάδισμά μου, αλλά τι να το κάνεις, για τον υπόλοιπο κόσμο απαρατήρητος περνούσα.

Είδα και αποείδα  και γράφτηκα στους ναυτοπρόσκοπους. Κρυφά από τον πατέρα, εννοείται.  Μου άρεσε η στολή, τα γαλόνια, τα πολύχρωμα σήματα, όλα μου άρεσαν, αν και δε φορούσαν φουστανέλα. Λίγοι ήμασταν εκεί κι από μέσα μου σκεφτόμουν ότι  θα κάνω το όνειρο  πραγματικότητα, θα παρελάσω με τη σημαία κι με όλα μου τα σειρήτια, γιατί ήμουν συνεπής κι έτρεχα παντού, πρώτος σε όλα, οι ανώτεροί μου νόμιζαν ότι είχα πάθει   πατριωτική έκσταση, αλλά εγώ μόνο  τη σημαία ονειρευόμουν. Δυστυχώς, η βόμβα έσκασε  πριν την παρέλαση της 25ης Μαρτίου. Γιάννη, είπε ο ομαδάρχης, ένας χοντρός με κόκκινα μάγουλα, μύτη σαν μελιτζάνα και αυτιά ελέφαντα, εσύ  τραυματιοφορέας. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι θα κάνω, αλλά όταν έφεραν το φορείο,  κατάλαβα ότι όχι μόνο τη σημαία δεν θα έπαιρνα, αλλά  θα παρήλαζα πάλι τελευταίος, παρ’ όλο αυτά δεν διαμαρτυρήθηκα, το  πατριωτικό όμως ράγισε μέσα μου κι εγώ μαζί του. Το βράδυ έβλεπα  στον ύπνο μου, τον ομαδάρχη  μου πεσμένο κάτω βαριά τραυματισμένο από τους τούρκους, να με παρακαλάει να τον μεταφέρω  στο νοσοκομείο  κι εγώ,  να τον κοιτώ αδιάφορος, ξαπλωμένος  αναπαυτικά  πάνω στο φορείο και  να καπνίζω  χαλαρά Σαντέ άφιλτρα.  Τη μέρα της παρέλασης, μόλις παραταχθήκαμε  κι άρχισε η στρατιωτική μπάντα να παίζει το «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» κατάλαβα ότι το φορείο ήταν αχρείαστο, αφού η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει  κι εγώ, ως τραυματιοφορέας, ήμουν περιττός, οπότε,  άρπαξα το φορείο  και το έβαλα στα πόδια κι εξαφανίστηκα στα στενά δρομάκια. Τον μόνο που λυπήθηκα ήταν ο Δημητράκης που το σηκώναμε μαζί το φορείο  και ρέκαξε στο κλάμα, δεν ήξεραν  τι να τον κάνουν και  τον έβαλαν παραστάτη. Όταν το έμαθα, μαράζωσα. Σημαιοφόρο έβαλαν τον γιό ενός ενωμοτάρχη, μπατσόπαιδο τον λέγαμε και μας έφερνε κορδόνια αστυνομικά και σήματα για να μην τον φωνάζουμε μπατσόπαιδο δημοσίως. Πάντα έτσι γινόταν, κάποιος άλλος, για κάποιο λόγο, πάντα προηγούνταν…

Η γκαντεμιά συνεχίστηκε και στο πανεπιστήμιο. Αν και το εθνικό μου φρόνημα είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα, πήγα να παρελάσω μήπως και γλιτώσω τις παρουσίες της γυμναστικής, αλλά ο γυμναστής, μια χουντόφατσα περιωπής, δεν το δέχτηκε, λόγω σωματοδομής, τον ρώτησα, όχι, μου απάντησε, κούρεψε τις μπούκλες πρώτα, βγάλε τα χαϊμαλιά, γίνε άνθρωπος και μου έδειξε έναν φοιτητή της ιατρικής, ένα ντερέκι με γυαλιά και καφέ σακάκι, πάρε και δέκα πόντους και τα λέμε. Πλακωθήκαμε άγρια κι έφυγα.

Ευτυχώς, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και στο στρατό πια, μετά από είκοσι οκτώ μήνες σε τάγμα ανεπιθύμητων, παρήλασα εν τέλει και,  ω του θαύματος, πρώτος στη σειρά, ως διμοιρίτης, γιατί  έπαθε γαστρεντερίτιδα ο δεκανέας, εγώ ήμουν ο παλιότερος τυφεκιοφόρος, έβαλε και το χεράκι του ο δόκιμος που ήταν φίλος  και νάσου στον κεντρικό δρόμο των Σερρών, με το αυτόματο όπλο στα χέρια,  πρώτος και περήφανος, όχι λόγω εορτής, τίποτε τέτοιο δε με συγκινούσε πλέον, αλλά λόγω Τουλίτσας, που θα με έβλεπε με το στενό μέχρι σκασμού μεσάτο στρατιωτικό μπουφάν που μου είχε μεταποιήσει.  Όταν πήρε το μάτι μου την Τούλα να κουνά την πλαστική σημαιούλα με πάθος  και να κάνει σαματά για μένα, με τη φίλη της την Ανθή  από τη Νιγρίτα και να  φωνάζει, λεβέντη μου και Νικηταρά μου και  τέτοια,  την  χαιρέτησα  προτάσσοντας τεντωμένη την παλάμη του χεριού  στη κορυφή της κάνης του όπλου, με ταυτόχρονη περιστροφή της κεφαλής δεξιά, όπως κάναμε όταν περνούσαμε μπροστά από τους επίσημους, με είδε ο λοχαγός, το θώρησε ακραίο κουμμουνιστικό και επικίνδυνα εθνικό παραστράτημα να αποτίω φόρο τιμής σε μια μοδίστρα και  μου έριξε δέκα μέρες αυστηρά φυλάκιση. Ούτε και που μ’ ένοιαξε.  Η Τούλα ήταν πια η πατρίδα μου και η τιμωρία άξιζε τον κόπο.

πηγή