«Μέχρι τον Αύγουστο»: Το «χαμένο» μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έπρεπε να παραμείνει χαμένο

Το βιβλίο προσφέρει στιγμιαίες απολαύσεις, αλλά είναι ολοφάνερα ημιτελές και πολλά σημεία του μοιάζουν τόσο κακογραμμένα που καθιστούν απολύτως κατανοητή την επιθυμία του συγγραφέα να μην εκδοθεί ποτέ.

ΟΤΑΝ Ο ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ πέθανε το 2014, είχε περάσει μια δεκαετία από την κυκλοφορία του τελευταίου βιβλίου του, συνεπώς η εμφάνιση του μυθιστορήματος «Μέχρι τον Αύγουστο» σήμερα, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, έχει τουλάχιστον μια συμμετρική λογική. Πρόκειται για μια νουβέλα την οποία ξεκίνησε στη δεκαετία του 1990, με την σταδιακή όμως έλευση του Αλτζχάιμερ, δεν μπόρεσε να την ολοκληρώσει ποτέ ικανοποιητικά. Στα τέλη του περασμένου έτους όμως, ανακοινώθηκε από τα παιδιά του συγγραφέα η έκδοση του βιβλίου, προκαλώντας κύματα δημοσιότητας και προσμονής.

Υπήρχε κάτι το αναπόφευκτο στην ανακοίνωση. Ο Μάρκες, νομπελίστας και εθνικός ήρωας της Κολομβίας, ο άνθρωπος που έγραψε το «Εκατό χρόνια μοναξιάς», τη βίβλο του μαγικού ρεαλισμού –  ένα μυθιστόρημα που έχει πουλήσει πάνω από 50 εκατομμύρια αντίτυπα από το 1967 και που άλλαξε τη λατινοαμερικανική και την παγκόσμια λογοτεχνία – δεν είναι κάποιος που το ανέκδοτο έργο του μένει εύκολα ανέκδοτο.

Το βιβλίο αφηγείται μια σειρά τελετουργικών επισκέψεων που πραγματοποιεί μια μεσήλικη γυναίκα ονόματι Άννα Μαγκνταλένα Μπαχ στον τάφο της μητέρας της σε ένα ανώνυμο τροπικό νησί, το οποίο μπορούμε να υποθέσουμε ότι βρίσκεται στα ανοικτά των κολομβιανών ακτών κάπου κοντά στην Μπαρακίνγια, εκεί όπου ο Μάρκες πέρασε μέρος της ζωής του και το οποίο αποτελεί το σκηνικό για μεγάλο μέρος της μυθοπλασίας του.

Κάθε Αύγουστο, η Άννα αφήνει την οικογένειά της στην Μπογκοτά για να έρθει να καθαρίσει τον τάφο και να αφήσει ένα μπουκέτο γλαδιόλες, ένα καθήκον που εκτελεί εδώ και οκτώ χρόνια. Αυτή τη φορά, όμως, συμβαίνει κάτι απροσδόκητο. Πίνοντας ένα ποτό μετά το δείπνο, συναντά έναν άντρα και, εκπλήσσοντας τον εαυτό της, τον καλεί στο δωμάτιό της.

Η νύχτα του πάθους τους εγκαινιάζει μια νέα παράδοση: κάθε χρόνο, όταν η Άννα κάνει το προσκύνημά της στο νησί, θα βρίσκει έναν καινούργιο εραστή, κάτι που μοιάζει ασύμβατο με τον χαρακτήρα της –  ήταν παρθένα όταν παντρεύτηκε, 27 χρόνια πριν –  και παρόλο που προσπαθεί να τις κρατήσει μακριά, οι σχέσεις αυτές αρχίζουν να επηρεάζουν την οικογενειακή της ζωή.

Το γεγονός ότι η Άννα Μαγκνταλένα Μπαχ μοιράζεται το όνομά της με τη δεύτερη σύζυγο του Γίοχαν Σεμπάστιαν Μπαχ θίγεται μόνο με μια φευγαλέα αναφορά στην προέλευσή της από μουσική οικογένεια, το μεσαίο της όνομα όμως είναι ίδιο μ’ αυτό του ποταμού που διατρέχει τόσο τη βόρεια Κολομβία όσο και τη ζωή και το έργο του Μάρκες.

Είναι το ποτάμι που συνήθιζε να ταξιδεύει ο ίδιος πηγαίνοντας στο σχολείο του, το ποτάμι στο οποίο πλέει ο Σιμόν Μπολιβάρ στα πρώτα κεφάλαια του μυθιστορήματος του Μάρκες «Ο στρατηγός μες στον λαβύρινθό» του και στο οποίο οι ηλικιωμένοι εραστές του «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας» σμίγουν τελικά μετά από δεκαετίες χωρισμού. Μια από τις εμπνεύσεις για το βιβλίο αυτό ήταν το «Ημερολόγιο της Χρονιάς της Πανούκλας» του Ντανιέλ Ντεφόε, το οποίο διαβάζει η Άννα σε μια από τις επισκέψεις της στο νησί.

Όσο ψυχαγωγικός κι αν είναι όμως ο εντοπισμός τέτοιων αναφορών στο έργο του συγγραφέα, είναι αυτό αρκετό; Το «Μέχρι τον Αύγουστο» προσφέρει κάποιες στιγμιαίες απολαύσεις, αλλά είναι ολοφάνερα ημιτελές, και πολλά σημεία του μοιάζουν τόσο κακογραμμένα που καθιστούν απολύτως κατανοητή την επιθυμία του συγγραφέα να μην εκδοθεί ποτέ.

To εξώφυλλο το βιβλίου.

Όσο για την Άννα, δεν ζωντανεύει ποτέ πραγματικά στις σελίδες του βιβλίου, ενώ δεν αργεί να συμβεί και το πιο μεγάλο ατόπημα που μπορεί να διαπράξει ένας άντρας συγγραφέας που περιγράφει μια γυναίκα, βάζοντάς την να περιεργάζεται το σώμα της: «Αφού τελείωσε το στέγνωμα, κοίταξε στον καθρέφτη το στήθος της, που εξακολουθούσε να είναι στρογγυλό και υψωμένο παρά τις δύο εγκυμοσύνες». Όταν η Άννα ρίχνει αποσμητικό στις «λείες ξυρισμένες μασχάλες της» ή αργότερα, χαϊδεύει περιέργως η ίδια τα «σπαρταριστά στήθη» της αφού λάβει ένα κομπλιμέντο, νιώθουμε έναν άνδρα συγγραφέα να ατενίζει το δημιούργημά του αντί να το κατοικεί.

Θα ήταν ευκολότερο να δεχτούμε τα ελαττώματα του βιβλίου αν ο ίδιος ο Μάρκες δεν το θεωρούσε ως την λογοτεχνική απόπειρα ενός μη λειτουργικού μυαλού. Η απολογία που συμπεριέλαβαν οι γιοι του στην αρχή του βιβλίου δεν πείθει, και η τελική τους δικαιολογία δεν καταπίνεται εύκολα: «Κρίνοντας ότι το βιβλίο ήταν πολύ καλύτερο απ’ ό,τι το θυμόμασταν, μας ήρθε στο μυαλό μια άλλη πιθανότητα: ότι οι εξασθενημένες ικανότητες που τον εμπόδισαν να τελειώσει το βιβλίο τον εμπόδισαν επίσης να συνειδητοποιήσει πόσο καλό ήταν». Κάποιος θα έπρεπε να τους είχε αποτρέψει από τέτοιου είδους  επιχειρηματολογία.

Αξίζει να αναφέρουμε, επίσης, ότι αυτό το «χαμένο μυθιστόρημα» δεν είχε χαθεί ποτέ στην πραγματικότητα. Ένα τμήμα του μάλιστα είχε παρουσιαστεί ως διήγημα στο New Yorker το 1999 με τίτλο «Συνάντηση τον Αύγουστο». Μέρη του έργου σαφώς ικανοποιούσαν τα κριτήρια του Μάρκες, αλλά, όπως και ο χορταριασμένος τάφος της μητέρας της Άννα, το βιβλίο στο σύνολό του δεν αποτελεί παρά ένα μελαγχολικό δείγμα της εξάντλησης της συγγραφικής του ικανότητας.

Στην εισαγωγή τους, οι γιοι του Μάρκες δεν διστάζουν να παραθέσουν την τελική κρίση του συγγραφέα ότι το βιβλίο «δεν λειτουργεί και πρέπει να καταστραφεί». Στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» –  ένα μυθιστόρημα που ο συγγραφέας του δεν ήθελε ποτέ να μεταφερθεί στην οθόνη, κάτι που αναμένεται προσεχώς από το Netflix – ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουεντία ζητά να καούν τα ποιήματά του. Τα μέλη της οικογένειάς του αρνούνται δύο φορές να το πράξουν, παρά τις υποσχέσεις τους ότι θα σεβαστούν την επιθυμία του. Τελικά παίρνει το μάθημά του και τα καίει ο ίδιος.

πηγή