Οι ηλειακές αποικίες της Κασσωπαίας: Το Βουχέτιο

Η τρίτη ηλειακή αποικία της Κασσωπαίας είναι το γνωστό από τις πηγές Βουχέτιο ή Βούχετο ή Βούχετα. Σύμφωνα με την αρχαία γραμματεία, η ονομασία του προήλθε είτε από τη Λητώ είτε από τη Θέμιδα, οι οποίες έφτασαν στην περιοχή μετά το μυθικό κατακλυσμό του Δευκαλίωνα επάνω σε έναν ταύρο. Οπωσδήποτε, το τοπωνύμιο συνδέεται στενά και με την ηπειρώτικη παράδοση, καθώς σχετίζεται με την εκτροφή βοοειδών που επιχωρίαζε και μάλιστα ανθούσε στην περιοχή αλλά και με το μυθικό Βούχετο, πατέρα του Έχετου βασιλιά της Ακαρνανίας και γνωστού για τη σκληρότητά του από την Οδύσσεια. Η ονομασία Βούχετα ίσως είναι προγενέστερη, καθώς απαντά στις πηγές ήδη από τον 4ο π.Χ. αι. Επιπλέον, ετυμολογείται ως η θέση η οποία συγκροτήθηκε από συνοικισμό αρκετών κωμών, όπως και το αντίστοιχο τοπωνύμιο Βατίαι.

           Η αποικία είναι ιδρυμένη επάνω σε έναν απομονωμένο λόφο, με υψόμετρο περίπου 70μ, αρκετά ομαλές και ευπρόσιτες πλαγιές, ιδίως στη βόρεια πλευρά του και καλυμμένο από πυκνούς θάμνους και ελαιόδεντρα, καθώς στην περιοχή ευδοκιμεί ιδιαίτερα η καλλιέργεια της ελιάς.  Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Λούρου και περίπου στα βόρεια όρια της ομώνυμης πεδιάδας που σχηματίζεται από τον ποταμό, σχεδόν 5χμ. νότια της σύγχρονης πόλης της Φιλιππιάδας και 150μ ανατολικά της εθνικής οδού Ιωαννίνων – Πρεβέζης. Στον ίδιο λόφο, εντοπίζονται και τα λείψανα του βυζαντινού κάστρου των Ρωγών.

           Αναφορικά με την τοπογραφία, ο λόφος του Βουχετίου αποτελεί τμήμα μιας λοφοσειράς η οποία εξακολουθεί τόσο ανατολικά όσο και δυτικά αυτού για να ενωθεί με την αντίστοιχη λοφοσειρά στα βόρεια και να καταλήξουν τελικά στην οροσειρά, οριοθετώντας την μάλιστα, που διαιρεί την πεδιάδα Θεσπρωτικού – Ριζοβουνίου από την κοιλάδα της Βούλιστας Παναγιάς. Κυρίως όμως, ο λόφος του Βουχετίου ορίζεται από τον ποταμό Λούρο. Αυτός ρέει σε απόσταση λίγων μόνο μέτρων από την ανατολική και νότια πλευρά του, ενώ στη συνέχεια ανοίγεται η ομώνυμη πεδιάδα με τους ελώδεις σχηματισμούς στη νότια απόληξή της, οι οποίοι  ενώνονται με τις λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού. Μάλιστα, στο ύψος του λόφου, ο ποταμός στρέφεται προς τα δυτικά και εν συνεχεία νότια. Η ροή του εξακολουθεί στα όρια της ομώνυμης πεδιάδας για να καταλήξει στο δέλτα του στον Αμβρακικό. Ωστόσο, η πορεία του έχει μεταβληθεί σημαντικά, όπως και η γεωμορφολογία της περιοχής συνολικά, σε σύγκριση με την κλασική αρχαιότητα, οπότε και ιδρύθηκε και λειτούργησε η ηλειακή αποικία, αλλάζοντας καταλυτικά τόσο την τοπογραφία όσο και τα ιστορικά δεδομένα.    

Παρόλες όμως τις γεωμορφολογικές αλλαγές, ορισμένες παράμετροι διατηρήθηκαν, δικαιολογώντας την επιλογή της συγκεκριμένης θέσης για την ίδρυση αποικίας. Ως βασικός παράγοντας λοιπόν μπορεί να θεωρηθεί η εξαιρετικά εύφορη και επομένως κατάλληλη για καλλιέργειες πεδιάδα του Λούρου. Εξαίρεση αποτελούν οι βαλτώδεις εκτάσεις στα νότια, οι οποίες όμως είναι ιδανικές για την εκτροφή βοοειδών. Ως ένας δεύτερος, εξίσου κομβικός παράγοντας, μπορεί να χαρακτηριστεί και ο πλωτός Λούρος, ο οποίος όχι μόνο διευκόλυνε τη γρήγορη επικοινωνία με τη θάλασσα, κατέστησε εύφορη την πεδιάδα και ευνοούσε την ανάπτυξη της γεωργίας αλλά λειτουργούσε και ως η μοναδική πηγή νερού τόσο για το Βουχέτιο όσο και για ολόκληρη την περιοχή, καθώς η επόμενη άξια μνείας πηγή εντοπίζεται περίπου 800μ ΒΑ της αποικίας. Ένας ακόμη ευνοϊκός παράγοντας για την ίδρυση αποικίας στη συγκεκριμένη θέση υπήρξε και το μεσογειακό κλίμα που επικρατεί, με τα ζεστά και ξερά καλοκαίρια και τους ήπιους και βροχερούς χειμώνες. Ωστόσο, στον αντίποδα τοποθετείται η έξαρση της ελονοσίας, έως και τη σύγχρονη εποχή, η οποία προκαλούνταν από τις βαλτώδεις εκτάσεις στα νότια της πεδιάδας.

           Σε άμεση σχέση με τη στρατηγική θέση της αποικίας, βρίσκεται και ο κομβικός ρόλος της. Έτσι, συνολικά, το Βουχέτιο υπήρξε μια από τις τέσσερις αποικίες της ηλειακής τετράπολης, με κέντρο και πρωτεύουσα την Πανδοσία. Ωστόσο, το Βουχέτιο, ιδρυμένο σε μια ιδιαιτέρως στρατηγική θέση από όπου μπορούσε να ελέγχει τόσο την πεδιάδα του Λούρου όσο και να επικοινωνεί άμεσα, γρήγορα και εύκολα με τον Αμβρακικό κόλπο μέσω του πλωτού ποταμού, λειτούργησε και ως λιμάνι και έξοδος πρόσβασης στη θάλασσα και για τις άλλες δυο αποικίες, την Ελάτεια και τις Βατίες.

Οικιστική οργάνωση

Παρά την καλή κατάσταση διατήρησης των τειχών της αποικίας, ως αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων επισκευών κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας αλλά και του μεσαιωνικού Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου, ωστόσο τα υπάρχοντα στοιχεία επιτρέπουν τη σκιαγράφηση του μεγέθους και της μορφής της μόνο από τον 5ο π.Χ. αι. και έπειτα. Έτσι, οι αλλεπάλληλοι περίβολοι, με τις διαφορετικές και ευδιάκριτες επισκευές, οδηγούν στον εντοπισμό έξι φάσεων εξέλιξης, τριών κατά την κλασική αρχαιότητα, δυο κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και της τελευταίας κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο (13ος – 14ος μ. Χ. αι.)

           Η πρώτη φάση εξέλιξης τοποθετείται ανάμεσα στην ίδρυση της αποικίας, που εντοπίζεται περίπου στο 730/720 π.Χ., και στα τέλη του 5ου π.Χ. αι. Ωστόσο, τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν παρέχουν επαρκή στοιχεία ώστε να συντελεστεί η σκιαγράφηση ούτε της έκτασης ούτε και της μορφής της πρώτης αυτής οικιστικής μονάδας. Βέβαια, πιθανότατα, θα επρόκειτο για μια μικρή κώμη. Επιπλέον, όστρακα αγγείων νοτιοελλαδικής προέλευσης του 6ου π.Χ. αι. που αποκαλύφθηκαν στο εσωτερικό του αρχαιότερου περιβόλου επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι ένα τμήμα των αποίκων εγκαταστάθηκε στην κορυφή του λόφου ενώ η πλειοψηφία κατοικούσε στην όμορη περιοχή. Προς τα τέλη του 5ου π.Χ. αι., κατασκευάστηκε, στην κορυφή του λόφου, ένα ισοδομικό τείχος 550μ περιμέτρου, το οποίο περιέκλειε έκταση μόλις 1,5 εκταρίου. Πιθανότατα, ο τειχισμένος χώρος λειτουργούσε ως ένα καταφύγιο, σε περιπτώσεις ανάγκης, για τους αποίκους που διέμεναν πλησίον ή επί του λόφου.

           Η δεύτερη φάση έχει ως αφετηρία της τα τέλη του 5ου π.Χ. αι. Κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα όμως, του 4ου, κατασκευάζεται ένας νέος, διευρυμένος προς τα δυτικά περίβολος, 800μ περιμέτρου για να περικλείσει πλέον μια έκταση 3,5 εκταρίων. Έτσι, το Βουχέτιο μετατρέπεται σε έναν τειχισμένο οικισμό, ικανό να φιλοξενήσει περίπου 1000 κατοίκους.

           Ένας επιπλέον διευρυμένος περίβολος σε συνδυασμό με την κατάκτηση της αποικίας από τους γηγενείς Κασσωπαίους, το 343/2 π.Χ., οριοθετεί τη μετάβαση από τη δεύτερη στην τρίτη εξελικτική φάση. Έτσι, οι Κασσωπαίοι αυτή τη φορά κατασκευάζουν το νέο περίβολο, 1300μ περιμέτρου, διευρυμένου προς τη βόρεια πλευρά του λόφου.  Ο τειχισμένος χώρος καλύπτει πλέον μια έκταση 8 εκταρίων. Πρόκειται δηλαδή για ένα πολίχνιο, ικανό να φιλοξενήσει περίπου 2400 κατοίκους.

           Η ρωμαϊκή κατάκτηση του 167 π.Χ. ολοκληρώνει την τρίτη φάση εξέλιξης αλλά και την ελληνιστική εποχή και εισάγει το Βουχέτιο στην τέταρτη περίοδο της ιστορικής του πορείας αλλά και στην περίοδο της ρωμαιοκρατίας. Αμέσως όμως μετά την ολοκληρωτική καταστροφή της θέσης, οι νέοι κυρίαρχοί της, οι Ρωμαίοι, επισκευάζουν τους δυο αρχαιότερους περιβόλους. Ωστόσο, ο ισχυρός ΒΑ πύργος λειτουργεί πλέον όχι ως αμυντικό στοιχείο αλλά ως παρατηρητήριο. Χαρακτηριστική των μεταβολών που υπέστη η πόλη, τόσο αναφορικά με την έκταση όσο και με τον πληθυσμό, τη μορφή και τη λειτουργία της, είναι η περικλειόμενη από τα τείχη έκταση που δεν ξεπερνούσε τα 3,5 εκτάρια. Οπωσδήποτε, η ολοκληρωτική καταστροφή και η λεηλασία όπως και η υποδούλωση των κατοίκων ως συνέπεια της ρωμαϊκής κατάκτησης προκάλεσε μια σημαντική δημογραφική μείωση. Έτσι, το Βουχέτιο της τέταρτης φάσης μετατρέπεται και πάλι σε μια κώμη, ενώ ο πληθυσμός του δεν θα ξεπερνούσε τον αρχικό πληθυσμό των αποίκων.

           Η πέμπτη και τελευταία φάση εξέλιξης της αποικίας, εξαιρουμένης της αντίστοιχης υστεροβυζαντινής η οποία τοποθετείται πολλούς αιώνες αργότερα, περιλαμβάνει την περίοδο της ρωμαιοκρατίας από την ίδρυση της Νικόπολης το 31 π.Χ. και έως την οριστική εγκατάλειψη της θέσης. Βέβαια, η ίδρυση της Νικόπολης θεωρείται ως σταθμός για την ιστορία ολόκληρης της Ηπείρου. Όμως, επιπλέον το Βουχέτιο απώλεσε, εκτός από ένα σημαντικό μέρος από τους λιγοστούς εναπομείναντες κατοίκους του οι οποίοι θα συνοικίστηκαν υποχρεωτικά στη Νικόπολη και τη σημασία του ως λιμάνι και ως στρατηγική θέση. Βέβαια, δεν υπάρχουν στοιχεία ή ενδείξεις για τη συνέχιση κατοίκησης της αποικίας μετά το 31 π.Χ. ή πότε εγκαταλείφθηκε οριστικά. Ωστόσο, ορισμένοι Ρωμαίοι έποικοι εγκαταστάθηκαν στις όμορες περιοχές, αξιοποιώντας τον κομβικό τους ρόλο στη διεξαγωγή εμπορίου αλλά και τα εύφορα κατάλληλα για την εκτροφή βοοειδών εδάφη.

*Της συνεργάτιδας της ομάδας, αρχαιολόγου Κωνσταντίνας Ζήδρου.