Ο Νίκος Καζαντζάκης για την Ιερά Σύνοδο, τις κατηγορίες συγγραφέων και την Ποίηση [εφ. «Τα Νέα»,24/11/54] (επιμέλεια- επίμετρο: Μιχάλης Γελασάκης)

Ο Νίκος Καζαντζάκης (Ηράκλειο Κρήτης, 3/3/1883 – Φράιμπουργκ, 26/10/1957) σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα», τρία χρόνια πριν το θάνατό του και ενώ έχει χάσει ήδη την όρασή του από το ένα μάτι, θα μιλήσει για τους επικριτές του και την Ιερά Σύνοδο*. Μεταξύ άλλων θα χωρίσει τους συγγραφείς σε τρεις κατηγορίες, κατατάσσοντας τον εαυτό του σε μία από αυτές και θα σχολιάσει για την ποίηση, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Σήμερα υπάρχουν ποιήματα, ποιητές δεν υπάρχουν». Η συνέντευξη δόθηκε στον Αλεξανδρινό λογοτέχνη και δημοσιογράφο Μανόλη Γιαλουράκη και έγινε στο σπίτι του Καζαντζάκη στην πόλη Αντίπ της Νότιας Γαλλίας. Δημοσιεύτηκε στις 24/11/54. Από τότε έχουν αλλάξει τόσα πολλά και άλλα τόσα έχουν παραμείνει ακριβώς τα ίδια ίδια.

[…]

Πως αντιλαμβάνεσθε, αλήθεια, το μυθιστόρημα;
Το πιο σπουδαίο για μένα είναι ένα πράγμα, να ʼναι ριζωμένο στο χώμα και το κεφάλι του να ξεχωρίζει απʼ τη γη. Ναʼ ναι όσο βαθύτερα μπορεί στη λάσπη κι η κεφαλή του να φτάνει στʼ άστρα… Πολύ χώμα θέλω, και πολύ ανθό. Τέτοια πράγματα δεν βλέπω πολλά στην σημερινή ελληνική λογοτεχνία. Κριτικός δεν είμαι, γιατί ό,τι συμβαίνει στην ιδιοσυγκρασία μου, είναι καλό, κι ό,τι όχι, κακό. Όμως αυτό, κριτική δεν είναι. Το λέω ξάστερα, όπως διακηρύσσω και την αποστροφή μου για τα κείμενα λογοτεχνών μας που μιλάνε έξω τόπου και χρόνου για ζητήματα που δεν έχουνε δεσμούς με τη γη. Τους ανθρώπους που γράφουνε, τους διαιρώ σε τρεις κατηγορίες:
1.) Σε κείνους που περιγράφουν κι εκπροσωπούν τη σημερινή αποσύνθεση του κόσμου, όπως ο Έλιοτ. Οι Γάλλοι έχουνε καλούς συγγραφείς του είδους αυτού, που γράφουνε για φρικιαστικά πράγματα, αιμομιξίες, βιασμούς και παρόμοια. Είναι ζωντανοί συγγραφείς. Πολύ καλοί. Τους σέβομαι, αλλά δεν τους θαυμάζω.
2.) Οι συγγραφείς που νοσταλγούνε το Παρελθόν, γυρίζουνε στα παληά, γίνονται κήρυκες της φυγής. Ο «Καπετάν Μιχάλης» θα πήτε είναι τέτοιο; Όχι. Εκείνος είναι όραμα που αγκαλιάζει μια ιστορική στιγμή της Κρήτης και μέσα απʼ αυτή, την πάλη του ανθρώπου για την Ελευθερία.
3.) Οι συγγραφείς που μάχουνται να διακρίνουνε ποιο είναι το πρόσωπο του μελλούμενου πολιτισμού και προσπαθούνε να συλλάβουνε τη μελλούμενη οικονομική διάθρωση της κοινωνίας.
Ο καθένας, σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του, παίρνει μια θέση. Εμένα μʼ ενδιαφέρει η Τρίτη κατηγορία. Στην «Οδύσσεια», βρίσκεται πιο έντονα, η προσπάθειά μου να προφητέψω τη μελλούμενη ανθρωπότητα.

Είπατε στην αρχή πως γράψατε μυθιστορήματα, γιατί οι πολλοί δεν ενδιαφέρονται για την Ποίηση. Νομίζετε πως το είδος τούτο του λόγου έχει ξοφλήσει;
Καθόλου. Η Ποίηση εξακολουθεί να είναι απαραίτητη. Ποτέ άλλη εποχή δεν είχε την ανάγκη της όσο η δική μας. Η Ποίηση είναι κάτι που ξαλαφρώνει. Κι ο άνθρωπος σήμερα, έχει ανάγκη να ξαλαφρώσει. Όμως δε νομίζω πως υπάρχουνε σήμερα μεγάλοι ποιητές. Ο δικός μας ποιητής, ο Σικελιανός, ήτανε μεγάλος. Ο Βάρναλης γράφει καλά και θα μπορούσε να δώσει μεγάλα πράγματα, αν έκανε ορισμένες θυσίες. Γιατί η Τέχνη θέλει όλος να της δοθείς. Αλλοιώς δε σε θέλει. Σήμερα υπάρχουν ποιήματα, ποιητές δεν υπάρχουν.

Γιατί;
Η ζωή η σημερινή, είναι πολύ σκληρή, και δύσκολα συγκεντρώνεται ένας άνθρωπος να κάμη ποιητικό έργο ολοκληρωμένο. Δεν έχει ο άνθρωπος ψυχική, κοινωνική και οικονομική άνεση για να συγκεντρωθεί. Η ζωή είναι σήμερα τρομερή.

[…]

Τι έχετε να πείτε για κείνη την άστοχη ενέργεια της Ιεράς Συνόδου;
Πάρα πολύ λυπήθηκα, γιατί με τόση αφέλεια, έπεσε η Εκκλησία στην παγίδα που της έστησαν δύο ανώτεροι εκπρόσωποί της. Με μεγάλη μου θλίψη διαπίστωσα πως φάνηκαν κατώτεροι απʼ την αποστολή τους. Ο ένας αναθεμάτισε ένα βιβλίο που ομολογεί ο ίδιος πως δεν έχει διαβάσει – διάβασε μονάχα ένα υβριστικό άρθρο μιας κίτρινης εφημερίδας. Ο άλλος, που δεν κατώρθωσε καν τον τίτλο να διαβάσει σωστά, και το έγραψε «Καπετάν Μιχάλης Μαυρίδης», συγχέοντας το όνομα του ήρωα με το όνομα του εκδότη, πήρε κομμάτια από φράσεις, στρέβλωσε άλλες, παράλειδε ό,τι δεν τον συνέφερε, κι έβγαλε το συμπέρασμα που ήθελε, ενώ όλο το βιβλίο είναι ένας ύμνος για τον αγώνα του Κρητικού Λαού και γενικά του Ανθρώπου για την Ελευθερία. Κι ακόμα ένας ύμνος για την Εκκλησία, αφού ένας μητροπολίτης, μέσα στη σφαγή υπερασπίζεται ηρωικά το ποίμνιό του κι ένας ηγούμενος πεθαίνει με μαρτυρικό θάνατο, δοξάζοντας το Θεό και την Πατρίδα.

Λυπούμαι πολύ, μα πρέπει να τονίσω πως απʼ όλη την περιπέτειαν αυτή, η Εκκλησία βγήκε μειωμένη. Να τους είχα τους παπάδες πληρώσει, δεν θα μου κάνανε τόση διαφήμιση. Και μου ζητούνε νʼ απολογηθώ Εγώ; Έπρεπε να ρθει ο Μητροπολίτης Χίου νʼ απολογηθεί, πως κρίνει ένα βιβλίο χωρίς να το διαβάσει. Το Βατικανό τουλάχιστον είπε τη γνώμη του μʼ ευγένεια. Με την ίδια ευγένεια μίλησε κι ο Μητροπολίτης Κασσάνδρειας. Ο «Τελευταίος πειρασμός» που «πείραξε» τόσο το Βατικανό, θα κυκλοφορήσει σύντομα κι ελληνικά στην Αθήνα. Θέμα του το ίδιο πάντα. Η πάλη κι η συμφιλίωση του Θεού με τον Άνθρωπο.

* Στο απόσπασμα της συνέντευξης διατηρήθηκε η ορθογραφία

***************************************************************

Ο Νίκος Καζαντζάκης θέλοντας να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο, το 1948, παραιτήθηκε από την Unesco, που τον είχε διορίσει για την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων και εγκαταστάθηκε στην πόλη Αντίπ (Νότια Γαλλία). Εκεί έγραψε και τα περισσότερα πεζά του έργα. Ενώ ο Καζαντζάκης επέστρεφε από την Αντίμπ στην Ελλάδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία εκκινούσε τη δίωξή του. Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον Kαπετάν Mιχάλη και το σύνολο του περιεχομένου του Τελευταίου Πειρασμού πριν ακόμα το βιβλίο κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Το 1954 η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της ζητούσε από την κυβέρνηση την απαγόρευση των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη.

Ο ίδιος, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του:
«Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ.»

Τελικά η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας. Τελικά δεν αφορίστηκε ο Καζαντζάκης, αλλά η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας τον κατέκρινε και το όνομά του εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να φέρει το στίγμα αυτό στους κόλπους της εκκλησίας.

Επίσης, ο Τελευταίος Πειρασμός καταγράφτηκε στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το καταργηθέν πλέον Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε σχετικό τηλεγράφημα στην Επιτροπή του Index με τη φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού:

«Ad tuum, Domine, tribunal appello», δηλαδή «Στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση».

πηγή