Οι συνεχείς αναφορές των αρμοδίων για την προστασία των αρχαιοτήτων της Λευκάδας στο όνομά μου ως ερευνήτριας ή μελετητήριας του φρουρίου, αλλά και οι παρατηρήσεις τους στο περιεχόμενο της διατριβής μου στο ΕΜΠ, με θέμα την ιστορική εξέλιξη του φρουρίου Αγίας Μαύρας, με αναγκάζουν να απαντήσω σε όσα θεωρώ περισσότερο σημαντικά, για να αποτραπούν οι παρερμηνείες όσων έχω γράψει αλλά και των ιστορικών γεγονότων, που θα οδηγήσουν μοιραία σε λανθασμένα συμπεράσματα, σαν αυτά που ήδη έχουν διατυπωθεί στο άμεσο παρελθόν αβίαστα και επίσημα, ότι δηλαδή δυτικά της δυτικής πύλης του φρουρίου δεν υπάρχουν αρχαία! (δηλαδή μέχρι την δυτική πύλη τελειώνει η ιστορία;). Αναφερόμενη μόνο στην δυτική πλευρά (γιατί θα ήθελα να σχολιάσω ξεχωριστά την ιδιαίτερη κατάσταση στην ανατολική πλευρά), θα τονίσω μόνο τρεις περιπτώσεις, ώστε να τεκμηριωθεί η θετική απάντηση στο ερώτημα του τίτλου : Υπάρχουν αρχαία δυτικά της δυτικής πύλης του φρουρίου Λευκάδας ;
Α. Μόλις στις αρχές του 21ου αιώνα αποκαλύφθηκαν σημαντικά κατάλοιπα ενετικών οχυρωματικών έργων δεξιά της δυτικής πύλης, στην βάση του τείχους των δυτικών πυροβολείων. Τα κατάλοιπα, αν και σώζονται σε χαμηλό ύψος, μαρτυρούν την ποιότητα και την στιβαρότητα της κατασκευής τους. Αποκαλύφθηκε επίσης λιθόκτιστη γέφυρα, που οδηγούσε πάνω από την δυτική τάφρο στην δυτική είσοδο των πυροβολείων (εικ. 1). Τα αποκαλυφθέντα τμήματα συντηρήθηκαν από την τότε αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία και παραμένουν ορατά και σε χρήση μέχρι σήμερα. Επίσης πλούσιο φωτογραφικό υλικό της δεκαετίας 1960-1970 απεικονίζονται με σαφήνεια τα εναπομείναντα χαμηλότερα τμήματα του δυτικού προμαχωνικού μετώπου (δυτικά προτειχίσματα), δίπλα στον προμαχώνα του Παντοκράτορα (προμαχώνας με μεταγενέστερο φάρο) (εικ. 2.α.). Τα κατάλοιπα αυτά είναι αδύνατον να μην είναι γνωστά στους αρμόδιους, γιατί έχουν εν μέρει αποκαλυφθεί, συντηρηθεί από το ΥΠΠΟ και σήμερα παραμένουν ορατά και σε χρήση. Τα τμήματα που δεν αποκαλύφθηκαν ακόμα, όπως είναι γνωστό αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του μνημείου και αναξιοποίητο τεκμήριο της ιστορικής εικόνας του μνημείου. Τα κατάλοιπα των δυτικών προτειχισμάτων και η τάφρος, βρίσκονταν σε ελάχιστο βάθος κάτω από την ασφαλτοστρωμένη επιφάνεια του περιβάλλοντα χώρου της δυτικής πλευράς του φρουρίου, όπως φαίνεται και στην εικ. 2.β. και αποτελούν το πρώτο αρχαίο σύνολο δυτικά της δυτικής πύλης, καθώς αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του δυτικού προμαχωνικού μετώπου, της ενετικής δηλαδή οχύρωσης του φρουρίου.
Εύλογα τίθεται το ερώτημα: γιατί δεν έχουν ερευνηθεί μέχρι τώρα οι περιοχές που σήμερα παραμένουν κάτω από επιφανειακή ασφαλόστρωση κατά μήκος των δυτικών τειχών, εκεί όπου στα σχέδια των ενετών μηχανικών τον 17ο και 18ο αιώνα αποτυπώνονται εξωτερικά οχυρωματικά έργα;(1) Γιατί δεν λαμβάνεται πρόνοια από αποδεδειγμένα εξειδικευμένους στις ενετικές οχυρώσεις μελετητές, ώστε να συμπεριληφθούν εργασίες αποκατάστασης του σώματος των ενετικών οχυρώσεων, ως ιστορική μνήμη, στις περιοχές, όπου διαπιστωμένα υπάρχουν κατάλοιπά τους, όπως π.χ. παλαιότερα είχε γίνει στην piattaforma των ενετικών οχυρώσεων Χανίων;
Β. Μαρτυρείται πολλαπλώς η χρήση του θαλάσσιου χώρου βόρεια των τειχών και ακριβώς κάτω από τον προμαχώνα του Παντοκράτορα και τον βόρειο ημικυκλικό προμαχώνα με την επωνυμία mezzaluna, για τον ελλιμενισμό πλοίων, που μετέφεραν πειρατικά λάφυρα, βαριά φορτία αμυντικού εξοπλισμού, οικοδομικού υλικού, κλπ. Η πρώτη γνωστή αναφορά σε λιμάνι, σ΄ αυτή την θέση, γίνεται από τον Στάθη Μαρίνο το 1624. Ο λιμενοβραχίονας του ήταν αρχικά κατασκευασμένος με απλή λιθορριπή, όπως σχεδιάζεται το 1704 από τον μηχανικό Francesco Antonio Vecchioni. Πριν από τον σεισμό όμως του 1743 ο ενετός μηχανικός και φρούραρχος Carlo Bon τον ανασκεύασε και του έδωσε σχήμα, που να αποτρέπει την επικάθιση άμμου, λόγω του κυματισμού, στον πυθμένα του λιμανιού. Από το σχήμα του ανεστραμμένου επτά, που απέκτησε τότε ο μόλος ονομάστηκε «molo sette». (εικ. 3) Το λιμάνι καταλάμβανε την περιοχή, όπου σήμερα σχηματίζεται η αμμόγλωσσα και φυσικά τότε δεν υπήρχε διώρυγα, αλλά μόνο το στενό χερσαίο πέρασμα της Γύρας.
Που να βρίσκεται άραγε σήμερα ο οθωμανικός/ενετικός μόλος «sette»; Η άποψη μερικών είναι ότι ο μόλος καταστράφηκε, κατά την διάνοιξη της διώρυγας. Εντούτοις το σχήμα, η θέση αλλά κυρίως η αδιάψευστη μαρτυρία των σχεδίων της μελέτης για την διάνοιξη της διώρυγας τον 19ου αιώνα (εικ.4, 4.α.), επιβεβαιώνουν περίτρανα ότι η διώρυγα διανοίχθηκε ανατολικά του μόλου (Α). Είναι σαφές ότι ο μόλος παραμένει και αποτελεί την βάση της σημερινής προβλήτας, δεξιά της οποίας σχηματίζεται η αμμόγλωσσα και αριστερά της η παραλία «Κάστρο». Αναρωτήθηκε άραγε κανείς τι θα είχε συμβεί, αν είχε καταστραφεί αυτός ο μόλος; Ο κυματισμός θα είχε παρασύρει την παραλία Κάστρο και την Αμμόγλωσσα βορειότερα και η διώρυγα θα είχε γίνει ακατάλληλη προς πλεύση, γιατί θα είχε γεμίσει άμμο.
Το εξωτερικό ή αποσπασμένο οχυρό, απαραίτητο για την φύλαξη του λιμανιού, απεικονίζεται σε όλους τους ενετικούς, αγγλικούς και γαλλικούς χάρτες δυτικά του μόλου (εικ. 3). Αν πράγματι ο μόλος βρίσκεται σήμερα κάτω από το τοιχίο της σημερινής προβλήτας, όπως ειπώθηκε πρωτύτερα, τότε και το οχυρό, αφού βρίσκονταν βορειοδυτικά, εκτός της ζώνης διάνοιξης της διώρυγας, δεν καταστράφηκε κατά τις εργασίες, αλλά βρίσκεται δυτικότερα, χωμένο μέσα στις αμμοθίνες ύψους περίπου τριών μέτρων από τη στάθμη της θάλασσας. Το συγκεκριμένο οχυρωματικό έργο κατασκευασμένο από λιθόκτιστη κατασκευή και από συμπυκνωμένο έδαφος υπό κλίση, είχε δηλαδή ακριβώς την ίδια δομή με τα υπόλοιπα προμαχωνικά έργα της ενετικής περιόδου. Το έργο διατηρήθηκε και απεικονίστηκε σε σχέδια ενετών, γάλλων και άγγλων για περισσότερα από 250 χρόνια. Τώρα περιμένει στωικά κάτω από την άμμο την αποκάλυψη και την ανάδειξή του ως μέρος του δυτικού τμήματος του ενετικού fronte bastionato. Είχε κατασκευαστεί για την προστασία και την άμυνα του λιμανιού και γι αυτό, όπως ειπώθηκε βρίσκονταν δυτικά (πίσω) από τον μόλο, όπως πολύ σωστά αναφέρεται στην διατριβή μου, στην περιοχή μεταξύ ΤΑΟΛ και περιπτέρου. Τονίζω ξανά ότι το εξωτερικό αυτό οχυρό αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του προμαχωνικού μετώπου, που εφάρμοσαν οι ενετοί μηχανικοί στο φρούριο τον 18ο αιώνα.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Έχουν ερευνηθεί τα κατάλοιπα του προμαχωνικού μετώπου στις περιοχές κατά μήκος των δυτικών τειχών και δυτικά από τη δυτική του πύλη, όπου όπως προαναφέρθηκε, αποτυπώνονται εξωτερικά οχυρωματικά έργα στα σχέδια των ενετών μηχανικών; Είναι διαθέσιμη στους ερευνητές η καταγραφή των αποτελεσμάτων της έρευνας; Η απάντηση είναι αρνητική, αλλά δυστυχώς για κάποιους λόγους υιοθετήθηκε η αντίθετη ατεκμηρίωτη άποψη …. κάποιου που «ξέρει καλά την περιοχή». Επιλέγει λοιπόν το ΥΠΠΟΑ να μην ερευνηθεί και να αγνοηθεί πλήρως το δυτικό τμήμα του προμαχωνικού μετώπου της ενετικής οχύρωσης του χαρακτηρισμένου ως ενετικού φρουρίου Αγίας Μαύρας;
Πως θα είναι εφικτός ο εντοπισμός και η ανάδειξη των οχυρώσεων, που βρίσκονται σήμερα στη βάση του δυτικού παράλληλου στη διώρυγα τοιχίου ή κάτω από τις παλαιότερες αυθαίρετες τσιμεντοστρώσεις στο περιβάλλον του περιπτέρου, οι οποίες μάλιστα προτείνεται να διατηρηθούν και να επιστρωθούν εκ νέου; Γιατί δεν επιχειρείται τουλάχιστον μια επισταμένη και τεκμηριωμένη επιστημονικά αναζήτηση (με ραντάρ και γεωφυσικές διασκοπίσεις) του ενετικού προμαχωνικού μετώπου, που είναι ακόμα ορατό ανατολικά της ανατολικής πύλης (porta verso Terra Ferma) και του καταταλαιπωρημένου μετώπου δυτικά της δυτικής πύλης (porta verso l’ isola);
Μετά τα παραπάνω θα πρέπει να απορριφθεί ως ερειδόμενη σε εσφαλμένη προϋπόθεση, η άποψη ότι έχουν καταστραφεί οποιαδήποτε στοιχεία των ενετικών οχυρώσεων. Μόνο η καλοπροαίρετη και επισταμένη αρχαιολογική διερεύνηση στην περιοχή δυτικά του φρουρίου και στην δυτική όχθη του διαύλου θα μπορέσει να αποκαλύψει τις ενετικές αμυντικές καινοτομίες και μόνο τότε θα δικαιούται το μνημείο τον τίτλο «ενετικό φρουριακό συγκρότημα». Αν αφαιρεθούν τα προτειχίσματα θα παραμείνει μόνο το περίγραμμα του οθωμανικού φρουρίου Aya Mavra. H διερεύνηση των θέσεων α) του βραχίονα «sette» του λιμανιού της Αγίας Μαύρας και β) του αποσπασμένου ενετικού οχυρού (2), θα επιβεβαιώσει την παρουσία πολύ σημαντικών ιστορικών στοιχείων για την ανάδειξη της «μνημειακής μορφής» του φρουρίου, όπως αυτή ολοκληρώθηκε μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. (εικ.5) Μόνο τότε θα είναι δυνατή η κατανόηση της ευρηματικότητας των ενετών μηχανικών και η αποκατάσταση του ενετικού οχυρωματικού συνόλου, που συγκροτεί το εξέχον μνημείο.
Μετά τα παραπάνω οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι στην περιοχή του «τουριστικού περιπτέρου», έχουμε μπροστά μας το δεύτερο αρχαίο, που αποτελεί και αναπόσπαστο μέρος του μνημείου, αφού πρόκειται για ένα σημαντικό κατασκευαστικό στοιχείο αλληλένδετο με την ιστορία του φρουρίου και οφείλει να προστατευθεί και να αναδειχθεί ως μνημείο. Δυστυχώς όμως, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, ο «molo sette» των ενετικών σχεδίων προτείνεται να «αξιοποιηθεί» ως περίφραξη του «οικοπέδου» και ως εξέδρα τραπεζοκαθισμάτων «με καλή θέα» προς το μνημείο. Εντούτοις αν τα παραπάνω θεωρητικά στοιχεία δεν είναι ικανά να τεκμηριώσουν ότι ο οθωμανικός/ενετικός μόλος βρίσκεται στην βάση του σημερινού τοιχίου κατά μήκος του δρόμου και της διώρυγας, μια διεπιστημονική έρευνα στην βάση του τοιχίου θα τεκμηριώσει την ύπαρξή του και θεωρούμε ότι θα συμβάλλει στην τροποποίηση της μελέτης υπέρ του αρχαίου.
Γ. Αναφερθήκαμε ήδη στην σημασία της Γύρας ως την μοναδική φυσική χερσαία σύνδεση της Λευκάδας με την Στερεά Ελλάδα. Άλλωστε αν δεν υπήρχε η Γύρα (ο ισθμός), ποιό θα ήταν άραγε το φυσικό όριο της λιμνοθάλασσας προς το πέλαγος; Η Γύρα ήταν από την αρχαιότητα βατή και είχε λειτουργία δρόμου. Κατά μήκος του δρόμου αναπτύχθηκαν ζωτικής σημασίας δραστηριότητες, όπως είναι και η ταφή των οικείων που έζησαν στην περιοχή. Θέλω να ελπίζω ότι οι αρμόδιοι θα φροντίσουν να αποκαλύψουν και να αξιολογήσουν ως το τρίτο αρχαίο δυτικά της δυτικής πύλης, αλλά ακόμα και να κατανοήσουν την σημασία της ύπαρξης τάφου με το όνομα «Καλλίνικος» στα 150μ από το «πέραμα». Το πέραμα, που αναφέρει ο πληροφοριοδότης του ιστοριογράφου Π. Ροντογιάννη (3) ήταν η σχεδία (εικ. 2.α.), που το 1974 την εποχή της αποκάλυψης των τάφων, εξυπηρετούσε την επικοινωνία των πεζών και των οχημάτων πάνω από τη διώρυγα. Είναι γνωστό ότι όσο και αν αναζητάει κάποιος σχετικές καταγραφές στα αρχεία των σπουδαίων αρχαιολόγων της Εφορείας, δεν θα τις βρει για τον απλούστατο λόγο, ότι κανείς εργολάβος δεν θα δήλωνε ποτέ την καταστροφή αρχαίου κατά τις εργασίες οδοποιίας, για να καταγραφεί στα αρχεία της υπηρεσίας, εφόσον μάλιστα δεν θα υπήρχε και επιτόπου αρχαιολογική επιμέλεια. Έτσι το γεγονός που σημειώνει ο Πάνος Ροντογιάννης (4), δεν καταγράφηκε σε κανένα αρχείο αρχαιολόγου ή υπηρεσίας και φυσικά δεν ανευρέθει από την σημερινή διοίκηση!
Η πληροφορία για την ύπαρξη αρχαίων τάφων ίσως θα αποτελούσε κίνητρο για μια εμπεριστατωμένη έρευνα, που να τεκμηριώνει τι χάθηκε οριστικά κατά τη διάνοιξη της διώρυγας το 1900, αλλά και τι έχει απομείνει από την πρόσφατη εκβάθυνσή της (2014). Μέχρι τώρα γνωρίζουμε από την σύγκριση των αεροφωτογραφιών της ΓΥΣ των ετών πριν και μετά από την εκβάθυνση, την «εξαφάνιση» του βόρειου μόλου του «εξωτερικού αγγλικού λιμανιού», κάτω από τον προμαχώνα του Παντοκράτορα (προμαχώνας με τον φάρο), για την οποία δεν έγινε λόγος. Αναγνωρίζουμε την δυσκολία εντοπισμού αρχαίων στις περιοχές, όπου έχουν εκτελεστεί ή εκτελούνται εργασίες, γιατί όσα βρέθηκαν καταστράφηκαν. Κατά συνέπεια στην αμμόγλωσσα δεν θα βρεθούν αρχαία, όπως επιβεβαιώνει και η αρμόδια αρχαιολόγος. Θα βρεθούν όμως με βεβαιότητα κατά μήκος της Γύρας και βέβαια θα εντοπιστεί ο μόλος και το αποσπασμένο οχυρό στις θέσεις, που θα μπορούσα να υποδείξω, ως ερευνήτρια και μελετήτρια του φρουρίου.
Είναι γεγονός ότι ο περιβάλλων χώρος του «ενετικού οχυρωματικού συνόλου» και ιδιαίτερα ο αρχαιολογικός χώρος, είναι αποδέκτης όχι μόνο των σκουπιδιών, αλλά και των πολλαπλών χρήσεων σε απόλυτη δυσαρμονία με τον μνημειακό χαρακτήρα, που θα επιθυμούσε ο επισκέπτης να έχει αποδοθεί στο ενετικό οχυρωματικό σύνολο. Στις σημερινές συνθήκες ο επισκέπτης του εξέχοντος μνημείου της Λευκάδας δυσκολεύεται να αντιληφθεί την γενεσιουργική αλληλοεπίδραση μεταξύ του φυσικού περιβάλλοντος και του μνημείου. Η προσθήκη επιπλέον χρήσεων και δραστηριοτήτων, ξένων προς την ιστορικότητα του, θα αποσπάσει το νου και τις αισθήσεις του επισκέπτη από την προσήλωση στην συνειδητή πορεία του στα βάθη των αιώνων και θα τον απομακρύνει από το να αισθανθεί το δέος της άμεσης επαφής του με τα τεκμήρια της 600χρονης ιστορίας του φρουρίου!
Πόσο σημαντικό είναι άραγε για το Υπουργείο και για τον επισκέπτη να γίνεται αντιληπτή η αδιάσπαστη πολιτιστική ενότητα του χώρου, που καταλάμβαναν οι ενετικές οχυρώσεις του προμαχωνικού μετώπου (fronte bastionato) κατά μήκος της ανατολικής και της δυτικής πλευράς του; Πόσο σημαντικό είναι να αντιληφθούμε την σημασία της εφαρμογής του ενετικού αμυντικού μοντέλου του προμαχωνικού μετώπου στη Λευκάδα; Οι έννοιες και οι εφαρμογές τους στην έκταση του χαρακτηρισμένου αρχαιολογικού χώρου συνδέουν την ιστορία αυτού του τόπου με την ευρωπαϊκή ιστορία και προσδίδουν ουσιαστικά την μνημειακή αξία της περιοχής.
Η ευαίσθητη «μικροκλίμακα» του ήπιου φυσικού ανάγλυφου της περιοχής του φρουρίου επιβαρύνεται από την αυξημένη κίνηση τροχοφόρων και πλεούμενων και προσβάλλεται από τις ήδη παραφορτωμένες δράσεις και χρήσεις, που θα αυξηθούν και λόγω της επανάχρησης του κατασκευασμένου το 1969, εν μέσω δικτατορίας, περίπτερου και λουτρικών εγκαταστάσεων. Οι λουτρικές εγκαταστάσεις πρέπει να συλλειτουργούν οπωσδήποτε με μια επίσκεψη στο φρούριο; Επίσης είναι άραγε ο μοναδικός τρόπος για να μένει καθαρός ο αρχαιολογικός χώρος να εμπλουτιστεί με στέγαστρα και deck;
Ποια είναι άλλωστε η σημασία της ύπαρξης των λουτρικών εγκαταστάσεων δίπλα στο ίδιο το μνημείο; Μήπως το εξέχον μνημείο περιήλθε σε ρόλο υπηρέτη των χρήσεων των αυθαίρετων κτισμάτων, επειδή αυτά προηγήθηκαν του χαρακτηρισμού της ζώνης Α΄; Και τότε γιατί, ενώ ο χαρακτηρισμός του αρχαιολογικού χώρου προηγήθηκε των κατασκευών και εκσκαφών στα ανατολικά προτειχίσματα, εξακολουθούν μέχρι σήμερα να βεβηλώνονται ποικιλοτρόπως τα ανατολικά προτειχίσματα, οι ιστορικοί και αρχαίοι δρόμοι, ορατοί ακόμα σε κάποιες περιοχές στα ανατολικά μέχρι και πολύ μετά το φρούριο Τεκέ
Εν κατακλείδι, θα ήταν θαύμα αν γίνονταν αντιληπτό από τους φορείς και λειτουργούς του ελληνικού πολιτισμού, ότι μόνο με τη διατήρηση αδιατάρακτου του φυσικού και ιστορικού τοπίου του φρουρίου μπορεί γίνει σήμερα κατανοητή η σημασία του απειλούμενου με ολοκληρωτική καταστροφή αμυντικού μοντέλου του προμαχωνικού μετώπου (fronte bastionato), που εφαρμόστηκε στη Λευκάδα, τον 18ο αιώνα, ενώ στην Ευρώπη ήταν σε πλήρη εξέλιξη ήδη από τον 15ο μ.Χ. αιώνα!
Και ας μη ξεχνάμε:
«We regard interdisciplinary research of fortresses as the only method of approaching the history of their architecture. Constant vigilance during the execution of any kind of work in the building and its environment is necessary, in order to give the chance to reveal the degree of ability and ingenuity of their constructors. So, any study of their restoration or ‘utilization’ should be set at a critical juxtaposition with the monument itself, as only that is the documentation of its existence. We also think that attempts to ‘highlight’ the fortress that are not based on deep knowledge but rather aim to impress, could lead to an irreversible degradation of the monument and mainly the permanent loss of sensitive elements, that teach us its unique history.» (4).
Σημειώσεις
1. Επισημαίνουμε ότι οι φωτογραφίες της δεκαετίας 1960-70 αποτυπώνουν την πραγματικότητα, ότι δηλαδή τα χαμηλότερα τμήματα των προτειχισμάτων και η δυτική τάφρος του φρουρίου έργο, του 1722-1732, διασώθηκαν σε χαμηλό ύψος, από τις κατεδαφίσεις του 1900 και πολύ αργότερα ενσωματώθηκαν στην διαμόρφωση της «προβλήτας» του περάματος που εξυπηρετούσε την μεταφορά των οχημάτων στην απέναντι όχθη της διώρυγας.
2. Το αποσπασμένο οχυρό δεν ήταν απλά ένα χωμάτινο έργο, αλλά αποτελούσε τμήμα του προμαχωνικού μετώπου και ήταν ένα σύνθετο έργο εξειδικευμένης τεχνολογίας και για αυτό διασώθηκε και απεικονίζεται στα σχέδια των μηχανικών από το 1725 μέχρι τουλάχιστον το 1864!
3. Πάνος Ροντογίαννης, Οι πρωτεύουσες της Λευκάδος, Επετηρίδα Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 1988, τ. Ζ΄ σ.130, σημ. 1. «Το καλοκαίρι του 1975, κατά τις εργασίες για την κατασκευή του περιφερειακού δρόμου κοντά στο Πέραμα ο εκσκαφέας ανέσκαψε σειρά αρχαίων τάφων σε μήκος 30-40μέτρων. Μια επιτύμβια στήλη με το όνομα Καλλίνικος ρίχτηκε και χώθηκε στους σωρούς των χωμάτων δεξιά του δρόμου. Οι τάφοι φανερώνουν την ύπαρξη αρχαίου δρόμου. Ίσως υπήρχαν εδώ πέρα τότε και κάποια κτίσματα, αφού βρισκόμαστε κοντά στη θέση, όπου είχε κοπή ο ισθμός και όπου γίνονταν και η διόλκυση των πλοίων. Η πληροφορία για τους τάφους μου δόθηκε τον Αύγουστο του 1976 από τον εργολάβο Σπ. Γαζή, που κατασκεύασε τον δρόμο».
4 «Θεωρούμε τη διεπιστημονική έρευνα των φρουρίων, ως τη μόνη μέθοδο προσέγγισης της ιστορίας της αρχιτεκτονικής τους. Η συνεχής επαγρύπνηση κατά την εκτέλεση κάθε είδους εργασίας στο κτίριο και στο περιβάλλον του είναι απαραίτητη, προκειμένου να δοθεί η ευκαιρία να αποκαλυφθεί ο βαθμός ικανότητας και ευρηματικότητας των κατασκευαστών τους. Άρα, οποιαδήποτε μελέτη αποκατάστασης ή «αξιοποίησής» τους θα πρέπει να τεθεί σε μια κριτική αντιπαράθεση με το ίδιο το μνημείο, καθώς μόνο αυτή είναι η τεκμηρίωση της ύπαρξής του. Θεωρούμε επίσης ότι οι προσπάθειες «ανάδειξης» του φρουρίου, που δεν βασίζονται σε βαθιά γνώση, αλλά έχουν στόχο να εντυπωσιάσουν, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μη αναστρέψιμη υποβάθμιση του μνημείου και κυρίως στη μόνιμη απώλεια ευαίσθητων στοιχείων, που μας διδάσκουν τη μοναδική ιστορία του».