Λευκαδίτικο γλωσσικό ιδίωμα*

«Γλωσσικά ιδιώματα λέμε τις λεκτικές διαφοροποιήσεις, που παρατηρούνται, κατά τόπους, μέσα σε μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, και εν προκειμένω στον ελλαδικό χώρο. Είναι -σα να λέμε- ένας ξεχωριστός τρόπος στη φρασεολογία και στο ύφος μιας και της αυτής γλώσσας. Είναι ιδιάζουσες παραλλαγές της γλώσσας ενός τόπου.»

Έτσι ξεκινάει τον πρόλογο του βιβλίου του «Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος ο Πανταζής Κοντομίχης. Ένα βιβλίο που περιέχει χιλιάδες όρους, χιλιάδες λέξεις που χρησιμούμε -περισσότερο ή λιγότερο- μέχρι σήμερα. Ας δούμε μερικές παρακάτω:

  • καπετάρει: συνήθως απαντάται στη φράση: «άμα καπετάρει» = άμα τύχει να γίνει κάτι. Λέμε: «Αν καπετάρει, και έρθω, θα κουβεντιάσομε» – «Αν καπετάρει και πάω θα το ‘χω υπόψη μου».
  • κορφούγκι (το): γαλατόπιττα που γίνεται με το πρώτο γάλα των προβάτων και των γιδιών, το λεγόμενο γουλιάστρα. Η γουλιάστρα πήζει στη φωτιά. Πολλοί έφκιαναν κορφούγκια, ψήνοντας τη γουλιάστρα μέσα σε φύλλα κουτσούνας, ειδικά διασκευασμένα προς τούτο.
  • μολύφτω ή μολύφω: τρώγω κάτι, ιδίως μια νοστιμιά, λιχουδιά, ένα γλυκό, φρούτο κ.τ.λ. φρ.: «Μήτε που το μολύψαμε καθόλου» – «Εφέτος μήτε που μολύψαμε ψάρι για την ώρα». 2) τρώγω φαγητό που απαγορεύεται τη Σαρακοστή. Το ρ. απαντά και αμολύφτω = «μολύνω την Τεσσαρακοστή δι’ απαγορευμένης τροφής».
  • πλααίνω ή πλαγιάζω: κοιμάμαι. Για τους νωθρούς και αδιάφορους, λέμε: «Αυτός πλααίνει όρθιος».
  • στελιάζω: βάνω το στελιάρι στο σιδερένιο εργαλείο, σκαπτικό ή κοπτικό, όταν αυτό είναι ξεστέλιαστο. μ.τ.φ.: ξεστέλιαστους λένε και τους ανθρώπους που δεν στέκουν καλά στα πόδια τους, τους παταλούς, τους άπλερους. φρ.: «Σαν ξεστέλιαστος πας…».
  • στραβοκατινίζω: φοβούμαι ξαφνικά, σκιάζομαι μέχρι τρόμου: Όταν κανείς μας αιφνιδιάζει, μας σκιάζει με θόρυβο και φωνές. φρ.: «Μπα, ξ’τιανέ μ’, με στραβοκατίνισες» – «Είδα μια δεντρογαλιά και στραβοκατίνισα».
  • τραπέτσι (το): εντελώς ξινό πράγμα. Λέμε: «Το κρασί μας εξίνισε, είναι τέλεια τραπέτσι, δεν πίνεται».
  • τσανάκι (το): πήλινο αγγείο ευτελούς αξίας – μικρή γαβάθα. 2) μ.τ.φ.: άνθρωπος κακόπιστος και ανήθικος. φρ.: «Αυτός; είναι κακό τσανάκι».
  • φόγιο (το): δυσμενής κατάσταση, πάθημα, ατύχημα, έκτακτο περιστατικό. «Αυτό είναι μεγάλο φόγιο που μας ηύρε» – «Ω, φόγιο!».
  • χαζίρι (επίρρ.): έτοιμος, είμαστε χαζίρι: «εγώ είμαι χαζίρι, εσύ δεν ετοιμάστηκες;».
  • χαμπέρι (το): είδηση, μαντάτο, στον πληθυντικό = τα γεννητικά όργανα του αντρός. φρ.: «Τι χαμπέρι μας φέρνεις;».

*Το βιβλίο «Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γρηγόρη και μπορείτε να το βρείτε στη Λευκάδα στο βιβλιοπωλείο Fagottobooks στη Ζακύνθου 7.