Για τη δημοκρατία, τις βιβλιοθήκες και το δικαίωμα στη γνώση
Είναι ανάγκη οι πολιτικές και στη χώρα μας να κινηθούν άμεσα προς την υιοθέτηση κανόνων και πρακτικών που θα διασφαλίζουν ότι οι βιβλιοθήκες μπορούν να αγοράσουν, να διατηρήσουν και να δανείσουν ηλεκτρονικά και ψηφιακά βιβλία με τον ίδιο σεβασμό στα δικαιώματα των δημιουργών όπως και στις έντυπες εκδόσεις

Χωρίς πρόσβαση στη γνώση και την πληροφορία, όπως αυτή δρομολογείται από τις οικονομίστικες αντιλήψεις των εταιρειών, κινούμαστε προς μια κοινωνία της άγνοιας. Ιστορικά οι μεγάλες επαναστάσεις και οι κοινωνικές εξελίξεις στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο έγιναν στη βάση της συμμετοχής στην παραγόμενη γνώση. Και σε αυτό το πλαίσιο οι βιβλιοθήκες στην Ευρώπη έχουν μια πολύ μεγάλη παράδοση να προασπίζονται τα δικαιώματα των ανθρώπων στην πληροφόρηση, την εκπαίδευση, την έρευνα και τον πολιτισμό, που αποτελούν συστατικά στοιχεία των δημοκρατικών κοινωνιών. Υποστηρίζουν τις κοινωνίες σε πολλά επίπεδα της πολιτικής αλλά και της ατομικής σφαίρας, στηρίζουν την έρευνα και την ανάπτυξη, διασφαλίζουν τη διαφύλαξη της μνήμης των ανθρώπων και των κοινωνιών.

Τα τελευταία χρόνια όμως, και εξαιτίας των τεχνολογικών αλλά και των πολιτικών και ιδεολογικών αλλαγών που έχουν συντελεστεί, οι βιβλιοθήκες βρίσκονται αντιμέτωπες με δυσκολίες που τις εμποδίζουν να προσφέρουν στο κοινό τις υπηρεσίες τους και να λειτουργήσουν σύμφωνα με τις αρχές και τους σκοπούς τους. Η άκριτη εμπορευματοποίηση της γνώσης και της πληροφορίας, ειδικά στο νέο τεχνολογικό περιβάλλον των ηλεκτρονικών βιβλίων και της ψηφιακής πληροφόρησης είναι μια κατάσταση που παραμορφώνει τόσο την ικανότητα των βιβλιοθηκών να λειτουργήσουν όσο και τα δικαιώματα των πολιτών, των εκπαιδευτικών και των μαθητών, των ερευνητών να έχουν πρόσβαση στα έργα λόγου ή στις επιστημονικές δημοσιεύσεις.

Στην αγορά των ηλεκτρονικών βιβλίων, φαινόμενα εμπάργκο κατά των βιβλιοθηκών είναι συνηθισμένα. Η συγκεκριμένη αγορά λειτουργεί έξω από τις καθιερωμένες μορφές της νομοθεσίας για τα πνευματικά δικαιώματα και βάζει εμπόδια στις βιβλιοθήκες να αγοράσουν, να δανείσουν ή να διατηρήσουν στις συλλογές τους τα βιβλία, είτε αυτά έχουν παραχθεί ηλεκτρονικά (για τα νεότερα βιβλία) είτε έχουν ψηφιοποιηθεί από εμπορικούς εκδότες (για τα παλαιότερα). Πολλές φορές μεγάλοι εκδότες ή διαχειριστές των βάσεων δεδομένων αρνούνται στις βιβλιοθήκες να τους πουλήσουν τα βιβλία ή ορίζουν υψηλές -έως απαγορευτικές- τιμές πώλησης, αφόρητους περιοριστικούς όρους για την αγορά, τη διατήρηση και τον δανεισμό του βιβλίου από τις βιβλιοθήκες κ.ά. Ολα αυτά έχουν αποτέλεσμα να αποκλείεται ένας ολόκληρος κόσμος που βασίζεται στις βιβλιοθήκες για την ισότιμη συμμετοχή του στην εκπαίδευση, τη διά βίου μάθηση, την έρευνα και τον πολιτισμό.

Το 2016 το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε μια σημαντική απόφαση, την απόφαση C-174/15, σε προδικαστικό ερώτημα του Πρωτοδικείου της Χάγης σχετικά με τη χρήση των ηλεκτρονικών βιβλίων από τις βιβλιοθήκες. Μεταξύ των άλλων η απόφαση αναφέρει: «Ουδείς αποφασιστικός λόγος συντρέχει ώστε να αποκλειστεί, εν πάση περιπτώσει, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2006/115 ο δανεισμός ψηφιακών αντιγράφων και άυλων αντικειμένων».

Ειδικά στις προτάσεις του εισαγγελέα Maciej Szpunar βρίσκουμε ένα εξαιρετικό σκεπτικό: «Σήμερα, στην εποχή της ψηφιοποίησης, οι βιβλιοθήκες πρέπει να είναι σε θέση να συνεχίσουν να διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στη διατήρηση και διάδοση του πολιτισμού με αυτόν με τον οποίο ήταν επιφορτισμένες την εποχή που το βιβλίο υφίστατο μόνο σε έντυπη μορφή. Αυτό όμως δεν είναι απαραιτήτως εφικτό σε περιβάλλον όπου κυριαρχούν αποκλειστικά οι νόμοι της αγοράς. Αφ’ ενός, οι βιβλιοθήκες, κυρίως οι δημόσιες, δεν διαθέτουν πάντοτε τα οικονομικά μέσα ώστε να προμηθεύονται, καταβάλλοντας το τίμημα που ζητούν οι εκδότες, τα ψηφιακά βιβλία με δικαίωμα δανεισμού τους. Αυτό αφορά ειδικά τις βιβλιοθήκες οι οποίες λειτουργούν στις λιγότερο ευνοημένες περιοχές, δηλαδή εκεί όπου ο ρόλος τους έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Αφ’ ετέρου, οι εκδότες και οι μεσάζοντες στο εμπόριο ψηφιακών βιβλίων συχνά διστάζουν να συνάψουν με τις βιβλιοθήκες συμβάσεις βάσει των οποίων επιτρέπεται ο ψηφιακός δανεισμός. Φοβούνται, ειδικότερα, μήπως ο δανεισμός αυτός θίξει τα συμφέροντά τους, μειώνοντας τις πωλήσεις ή εμποδίζοντάς τους να αναπτύξουν τα δικά τους εμπορικά μοντέλα διάθεσης των βιβλίων για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια, είτε περιορίζουν συμβατικά τις δυνατότητες δανεισμού ψηφιακών βιβλίων από τις βιβλιοθήκες, καθορίζοντας για παράδειγμα έναν μέγιστο αριθμό δανεισμών ή κάποιο χρονικό διάστημα μετά τη δημοσίευση του βιβλίου στη διάρκεια του οποίου δεν είναι δυνατός ο δανεισμός, είτε αρνούνται να συνάψουν τέτοιες συμβατικές σχέσεις με τις βιβλιοθήκες. Κατά συνέπεια, χωρίς τα προνόμια που απορρέουν από την παρέκκλιση από το αποκλειστικό δικαίωμα δανεισμού, οι βιβλιοθήκες κινδυνεύουν να μην είναι πλέον σε θέση να συνεχίσουν να διαδραματίζουν, στο ψηφιακό περιβάλλον, τον ρόλο τον οποίο κατείχαν διαχρονικά στο περιβάλλον του έντυπου βιβλίου».

Νομικός κόσμος, ερευνητές, εκπαιδευτικοί άλλα και οι πολίτες αναγνωρίζουν ότι τα μοντέλα έκδοσης και διάθεσης της γνώσης και του πολιτισμού στο νέο ψηφιακό περιβάλλον είναι προβληματικά και εμποδίζουν συστηματικά την πρόσβαση των ανθρώπων στη γνώση. Λειτουργώντας ανεμπόδιστα έξω από το πλαίσιο των παραδοσιακών βιβλίων, οι εταιρείες και οι πλατφόρμες καθορίζουν το κόστος πρόσβασης κατά το δοκούν. Εν τέλει οδηγούμαστε σε ένα μοντέλο ακριβής γνώσης, όπου μόνο αυτοί που θα έχουν την ικανότητα να πληρώσουν θα μπορούν να έχουν πρόσβαση. Για τους πολλούς μάλλον η μόνη διέξοδος θα είναι τα κοινωνικά δίκτυα…

Γίνεται τεράστια κουβέντα για τα fake news, την παραπληροφόρηση, τη χειραγώγηση και το πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα. Ταυτόχρονα όμως οι πηγές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους δημόσιους φορείς (όπως είναι οι βιβλιοθήκες) είναι απαγορευτικές στη χρήση τους λόγω κόστους και τεχνολογικών περιορισμών. Κινούμαστε λοιπόν προς μια κατεύθυνση όπου πρόσβαση στη γνώση θα έχει μόνο μια οικονομική ελίτ η οποία θα μπορεί να συναλλάσσεται με τις εταιρείες. Και εδώ εδράζονται βασικά ζητήματα δημοκρατίας τα οποία συχνά οι πολιτικοί παραβλέπουν. Ειδικά μετά την περίοδο της πανδημίας, όπου έγινε φανερή η ανάγκη γρήγορα και άμεσα οι επιστήμονες να έχουν πρόσβαση σε δεδομένα και πληροφορίες, μελέτες και έρευνες, για την καλύτερη αντιμετώπιση της κατάστασης και εν τέλει να σώσουν περισσότερες ζωές, η ανάγκη για δημοκρατική συμμετοχή στη γνώση και στον πολιτισμό γίνεται επιτακτική.

Στην Ελλάδα, ευτυχώς, η Εθνική Βιβλιοθήκη προέβλεψε τις εξελίξεις και δημιούργησε ήδη από το 2017 μια πλατφόρμα για τον δημόσιο δανεισμό ηλεκτρονικών βιβλίων σε όλους τους κατοίκους της χώρας. Υπηρεσία που δοκιμάστηκε με επιτυχία ιδιαίτερα στις συνθήκες του εγκλεισμού λόγω της πανδημίας. Σήμερα 15 εκδοτικοί οίκοι με περισσότερα από 2.500 βιβλία συμμετέχουν στο εγχείρημα. Μια υπηρεσία που πρέπει να στηριχθεί και να ενισχυθεί.

Είναι ανάγκη οι πολιτικές και στη χώρα μας να κινηθούν άμεσα προς την υιοθέτηση κανόνων και πρακτικών που θα διασφαλίζουν ότι οι βιβλιοθήκες μπορούν να αγοράσουν, να διατηρήσουν και να δανείσουν ηλεκτρονικά και ψηφιακά βιβλία με τον ίδιο σεβασμό στα δικαιώματα των δημιουργών όπως και στις έντυπες εκδόσεις. Είναι ανάγκη να δημιουργήσουμε ένα μοντέλο πρόσβασης στη γνώση που να εξυπηρετεί τους ανθρώπους και τις κοινωνίες. Είναι απαίτηση των καιρών.

Κείμενο: Γιώργος Γλωσσιώτης, βιβλιοθηκονόμος, εθνικός συντονιστής στο πρόγραμμα KnowledgeRights21

Πηγή