Μέσα σε αυτό το ακατανόητο και ανεξήγητο περιβάλλον ο άνθρωπος -ήδη από τα προϊστορικά χρόνια- αδυνατώντας να δώσει λογικές εξηγήσεις σε φαινόμενα που τον ξεπερνούσαν, επιστράτευε τη φαντασία του για να δώσει ένα σχήμα και κάποιο νόημα στην αλλόκοτη καθημερινότητά του. Και, πράγματι, αυτές οι δυνάμεις είναι που δίνουν υπόσταση στο φανταστικό και το προσδιορίζουν ως είδος: Στοιχειά, όνειρα, οιωνοί, μαγεία, μάσκες, αλλοπρόσαλλες επιστημονικές ανακαλύψεις, κατέχουν περίοπτη θέση.Όπως και να ‘χει, το «φανταστικό» εμφανίζεται δυναμικά σε περιόδους που παρατηρούνται ρήγματα και αναταραχές -πόλεμοι, ασθένειες, κρίσεις- με τη φανταστική λογοτεχνία να μην είναι παρά μια αντανάκλαση της εκάστοτε κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας. Αλίμονο, όμως. Μία πραγματικότητα ιδωμένη μέσα από ένα παραμορφωτικό κάτοπτρο. Εξάλλου, αυτή είναι και η γοητεία της: οι θαυμαστοί και συχνά τρομακτικοί και επιβλητικοί κόσμοι είναι ένας πραγματικός θρίαμβος της δημιουργικής φαντασίας.

Από τη λογοτεχνία του φανταστικού, ήταν το γοτθικό μυθιστόρημα που κατάφερε να δημιουργήσει -με τέτοια επινοητικότητα- ένα ευφάνταστο θέατρο σκοτεινότητας και πειστικού τρόμου. Αυτά τα ρομαντικά αφηγήματα -κυρίως του 18ου αιώνα- διαπνέονται από μυστηριακή ατμόσφαιρα με ευδιάκριτα στοιχεία του υπερφυσικού – φαντάσματα, μάγισσες και δαίμονες.

 Αλλά εάν υπάρχει ένα εμβληματικό γοτθικό μυθιστόρημα το οποίο ανέδειξε το είδος αυτό, δεν μπορεί να είναι άλλο από τον «Kαλόγερο» (1796) του Mάθιου Γκρέγκορυ Λιούις – ένα φαντασμαγορικό και ενίοτε αποτροπιαστικό έργο, που χαρακτηρίστηκε στην εποχή του βλάσφημο.

Θα ακολουθήσουν κλασικά συναφή έργα, όπως ο «Δράκουλας» (1897) του Mπραμ Στόουκερ που έμελλε να εκσυγχρονίσει τις παλιές ιστορίες με θέμα τα βαμπίρ και οι ιστορίες φαντασίας, τρόμου και φρίκης -μεταξύ άλλων- του Aρθουρ Mάχεν, του Σέρινταν Λε Φανού, του Εντγκαρ Αλαν Πόε, του Xάουαρντ Φίλλιπς Λαβκραφτ, με τον τελευταίο να αναδεικνύει όσο ελάχιστοι τη νοσηρή γοητεία του μακάβριου.

Σε κάθε περίπτωση, η λογοτεχνία του φανταστικού -σε παγκόσμια κλίμακα- δεν έπαψε ποτέ να αποτυπώνει την ανάγκη του ανθρώπου να ξεπεράσει τον εαυτό του, να αναμετρηθεί με το απίθανο, να διερευνήσει το θαυμαστό, να κατανοήσει το παράξενο και να πραγματώσει το -φαινομενικά- αδύνατο!

Αυτό γίνεται εμφανές και μέσα από τις «Ιστορίες από έναν τόπο κι έναν χρόνο μαγικό» του Λευκάδιου Χερν (1850- 1904) οι οποίες βασίζονται σε παμπάλαιους μύθους και θρύλους της Άπω Ανατολής, όπου πρωταγωνιστούν κάθε είδους αλλόκοτες υπερφυσικές παρουσίες, όπως οπτασίες, δαίμονες, θεότητες, παράξενα ζώα και πνεύματα της φύσης.

Λευκάδιος Χερν «Ιστορίες από έναν τόπο κι έναν χρόνο μαγικό», Μετάφραση: Θεοδώρα Πασαχίδου & Άρης Λασκαράτος, Εκδόσεις: Αιώρα, Σελίδες: 78

Άλλοτε τρομαχτικές και άλλοτε κωμικές, πάντοτε παράδοξες και συναρπαστικές, αυτές οι 5 αλληγορικές ιστορίες εισάγουν τον αναγνώστη σε έναν κόσμο όπου το υπερφυσικό στοιχείο είναι συνυφασμένο με το φυσικό τοπίο. Πρόκειται για το έργο ενός χαρισματικού αφηγητή, με περιπετειώδη βίο (και ελληνική ρίζα από τη μητέρα του), που αγάπησε την Ιαπωνία, τις παραδόσεις της και τον λαϊκό πολιτισμό της.

Άλλωστε, ο Λευκάδιος Χερν ή Κοϊζούμι Γιακούμο, όπως ονομάστηκε από το 1895, έμελλε να γίνει ο εισηγητής της ιαπωνικής λογοτεχνίας στη Δύση. Ο Χερν αποδίδει αυτές τις αλλόκοτες ιστορίες με μέσα λιτά και παραστατικά, ενώ την ίδια στιγμή στοχάζεται πάνω στη φύση των παράξενων πλασμάτων, αναδεικνύοντας ποικίλες πτυχές της μακράς ιαπωνικής αφηγηματικής παράδοσης.

Ο τρόπος που έβλεπε και ερμήνευε τα ερεθίσματά του, η λεπτομέρεια στην οποία εστίαζε, η σπάνια παρατηρητικότητα, οι λέξεις λεπτών αποχρώσεων, όλα αυτά σε συνδυασμό με τα θέματα που τον συγκινούσαν, συνέβαλαν στη διαμόρφωση του εκπληκτικού –από κάθε άποψη- λογοτεχνικού σύμπαντος του Λευκάδιου Χερν. Πολλές από τις προφορικές ιστορίες που συνέλεξε και διέσωσε είναι πραγματικά τρομακτικές, αλλά η απλότητα και η αμεσότητα της γραφής του περισσότερα συναρπάζει, παρά σοκάρει ή τρομοκρατεί τον αναγνώστη.

Πάνω απ’ όλα, όμως, τα έργα αυτά δεν παύουν να ιχνηλατούν ποικιλοτρόπως το άγνωστο και να αποτυπώνουν τη διαχρονική υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου, τον τρόμο και το δέος που αισθάνεται απέναντι στο αναπόφευκτο τέλος. Και όλα αυτά, με σκηνικό έναν κόσμο όπου η πραγματικότητα δεν έπαψε ποτέ να ξεπερνάει τη φαντασία…

πηγή