Έντγκαρ Άλλαν Πόε: βουτιά στη σκοτεινιά του

Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε ήταν Αμερικανός ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε το 1809 στη Βοστώνη και πέθανε το 1849 στη Βαλτιμόρη. Η επίδρασή του στην παγκόσμια λογοτεχνία υπήρξε τεράστια καθώς θεωρείται πατέρας του αστυνομικού μυθιστορήματος και της λογοτεχνίας μυστηρίου και του φανταστικού. Το Γενάρη του 1845 εκδόθηκε το ποίημά του «Το κοράκι» που έγινε αμέσως γνωστό, έκανε πολλές ανατυπώσεις σε εφημερίδες και περιοδικά και έδωσε στον ποιητή αναγνωρισιμότητα.

Σήμερα, θα δούμε δύο ποιήματά του από τη δίγλωσση έκδοση «Ποιήματα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κορόντζη, σε μετάφραση του Νίκου Προεστόπουλου. Το βιβλίο μπορείτε να το προμηθευτείτε στη Λευκάδα από το βιβλιοπωλείο Fagottobooks στη Ζακύνθου 7.

Όνειρο σε ένα όνειρο

Δέξου αυτό το φιλί στο μέτωπό σου.
Τώρα που ξεχωρίζουμε θα σου τ’ ομολογήσω:
Δεν είχες άδικο να λες πως όλη μου η ζωή
εστάθηκε ένα όνειρο.
Κι αν η ελπίδα επέταξε
μια νύχτα, είτε μια μέρα,
είτε σε μια οπτασία,
ή μέσα στο άπειρο,
είναι γι’ αυτό λιγότερο φευγάτη;
Ό,τι θωρούμε ή φαινόμαστε, δεν είναι
παρά ένα όνειρο μέσα σε κάποιο όνειρο.

Στέκω μπροστά στη βουή του ακρογιαλιού
που το χτυπάει το κύμα,
και κλείνω μες στη φούχτα μου
δέκα σπειριά μαλαματένια άμμο
δέκα σπειριά, όμως κι εκείνα ακόμα
πώς γλιστράνε μέσα απ’ τα δάχτυλά μου
και χάνονται στην άβυσσο,
ενώ παίρνει με το κλάμα, ποταμός το κλάμα.
Θεέ μου! Δεν μπορώ, λοιπόν, να τα κρατήσω
λιγάκι πιο σφιχτά;
Δεν μπορώ, θεέ μου να σώσω ούτ’ ένα
από το κύμα τ’ αδυσώπητο;
Ό,τι θωρούμε ή φαινόμαστε, δεν είναι λοιπόν,
ένα όνειρο μέσα σε κάποιο όνειρο;

Η κοιλάδα της ταραχής

Κάποιο καιρό χαμογελούσε σιωπηλή μια λαγκαδιά,
που από κανένα πια δεν κατοικιόταν,
γιατί όλοι τους στον πόλεμο είχαν φύγει,
αφήνοντας στων αστεριών τα γλυκά μάτια
τη νύχτα, απ’ τους γαλάζιους πύργους τους ψηλά,
να νοιάζονται τα λούλουδα,
που ολημερίς ανάμεσά τους
ο άλικος ήλιος με νωχέλια ξαπλωνόταν.
Σήμερα, όποιος διαβεί από κει θα μολογήσει
την ταραχή που ανακινά τη θλιβερή κοιλάδα∙
τίποτα ασάλευτο δε στέκει εκεί πέρα,
τίποτα, εξόν ο αέρας που τυλίγει
τη μαγική ολογύρωθε ερημιά.
Ω! άνεμος κανένας δε διεγείρει τα δέντρα αυτά
που παλμοδέρνονται σαν τις παγωμένες
θάλασσες, γύρω απ’ τις κάταχνες Εβρίδες.
Ω! άνεμος κανένας δεν τα σπρώχνει αυτά τα νέφια,
που τον ανήσυχο ουρανό, σουρίζοντας, περνάνε,
βαρύθυμα, από την αυγή ωσμέ τη νύχτα,
απάνωθε από τις βιολέττες όπου ανοίγουνε εκειδά,
σε μύρια απεικονίσματα του ανθρώπινου ματιού,
απάνωθε από κρίνους όπου κυματίζουνε,
-κι όπου θρηνούνε πάνω σ’ ανώνυμο ένα μνήμα-
που κυματίζουνε, κι η ολοεύωδη κορφή τους
αιώνια σταλάζει σε δροσοσταλίδες,
και θρηνούνε, κι απά στα ντελικάτα τους κοτσάνια
ανεστέρευτα κυλούνε τα δάκρυα, ατίμητα πετράδια.

Ερανιστής των ποιημάτων: Δημήτρης Βεργίνης