Δημήτρης Παπαϊωάννου: Να δέχεσαι τη φθορά με αγάπη

«Αν ήμουν καλύτερος, θα έκανα μόνον κωμωδίες. Το χιούμορ πηγαίνει κατευθείαν στην καρδιά των ανθρώπων, είναι η τέλεια δίοδος επικοινωνίας».

 Αν υπάρχει ένας καλλιτέχνης για τον οποίο θα έλεγα ότι μπορεί να μετατρέψει σε ζωντανό θέαμα τις σκοτεινές φαντασιώσεις μας, να βάλει σε κίνηση την πέτρα, το κάρβουνο, το σίδερο των έργων του Γιάννη Κουνέλλη, να δώσει σάρκα στα πλάσματα από τον «Κήπο των επίγειων απολαύσεων» του Ιερώνυμου Μπος και στις άγριες μυθολογικές χίμαιρες, αυτός είναι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Κι όμως κάθεται απέναντί μου με τα σκούρα του ρούχα –λεπτό, χλωμό, γωνιώδες πρόσωπο, έντονα μάτια, στεγνό σώμα χορευτή– και μιλάει για τη χρυσή εποχή του tap dance και των μεγάλων αμερικανικών μιούζικαλ. Στους χορευτές της ομάδας του δείχνει στιγμιότυπα από χορευτικά νούμερα του Φρεντ Αστέρ και σκηνές από slapstick κωμωδίες του βωβού κινηματογράφου. Ο Μπάστερ Κίτον είναι όλος του ο κόσμος, λέει. Δεν συμφωνεί ότι οι παραστάσεις του έχουν μαύρο χρώμα κι ότι είναι σκοτεινές. «Μελαγχολικές, ίσως, και το χρώμα τους είναι κιαροσκούρο. Εμαθα να βλέπω σαν ζωγράφος, έχω εκπαιδευτεί ως παραδοσιακός ζωγράφος», διευκρινίζει.

«Χρειάζεται κάθε τόσο να βάλω τη σάρκα και το αίμα μου μέσα στη δουλειά μου για να την επαναγονιμοποιήσω», λέει για τη συμμετοχή του στο «Ink» ο 58χρονος, πλέον, χορογράφος. Φωτ. JULIAN MOMMERT

Η ελαφράδα

Συνεχίζουμε να μιλάμε για τις κωμωδίες και τους Αμερικανούς καλλιτέχνες, από τον Κίτον έως τον Φορσάιθ και τον Ουίλσον, που νιώθουν ελεύθεροι να αστειευτούν στο έργο τους. «Η ελαφράδα υπήρχε στη ζωή μου, τώρα μπαίνει και στη δουλειά μου. Τον εαυτό μου δεν τον παίρνω πολύ στα σοβαρά, όμως παίρνω πολύ στα σοβαρά τη δουλειά μου. Πλέον ξέρω ότι η σαχλαμάρα είναι το πιο ευπρόσδεκτο πράγμα, θεωρώ ότι δημιουργεί ποίηση. Αν μπορώ να βάλω μια ωραία βλακεία μέσα σε ένα ιερό πράγμα, είναι το καλύτερο που μπορεί να συμβεί», λέει.

 Η συνέντευξη γίνεται σε ένα σταθμό της περιοδείας του με το έργο «Εγκάρσιος προσανατολισμός», που είδαμε στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση τον Δεκέμβριο του 2021. Βρισκόμαστε σε ένα ήσυχο δωμάτιο του Μεγάρου Μουσικής, όπου θα κάνει την ελληνική πρεμιέρα της η παράσταση «Ink» (Μελάνι) στις 12 Ιανουαρίου. Η ομάδα του Δημήτρη Παπαϊωάννου –17 άτομα σε τροχιά γύρω από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου– σύντομα ταξιδεύει για τη Νέα Υόρκη και ύστερα στο Στάνφορντ. Μόλις επέστρεψαν από Μεξικό, όπου αποθεώθηκαν.

«Είναι πολύ ωραίος ο τρόπος που μας φέρεται το κοινό. Είναι πολύ συγκινητικό αυτό που ζούμε τα τελευταία πέντε χρόνια», λέει. «Είστε ευτυχισμένος;» ρωτάω. «Είμαι στον δρόμο που διάλεξα, καταλαβαίνω ότι σερφάρω πάνω στη μοίρα μου», απαντάει. «Και μου έχει δοθεί η ευκαιρία να το απολαύσω στο μέγεθος που το ήθελα. Εργάζομαι βεβαίως πολύ, αλλά μπορώ να πω ότι είμαι ένας από τους ανθρώπους που βρήκαν τη φύση τους νωρίς. Μέχρι τα 50 μου χρόνια έζησα πολύ ευχαριστημένος στην Αθήνα, αλλά αναρωτιόμουν γιατί δεν παίζω στην παγκόσμια πίστα επικοινωνίας. Τώρα μου έχει δοθεί γενναιόδωρα ολόκληρη».

Ωστόσο στο «Ink» ανεβαίνει ο ίδιος στη σκηνή, σε ένα ντουέτο με το νεότερο μέλος της ομάδας, τον χορευτή Σούκα Χορν. Ο Παπαϊωάννου έκανε την πρώτη του χορογραφία όταν ήταν 23, τώρα είναι 58 ετών. Κάθε 10 χρόνια δημιουργεί κάτι για τον εαυτό του, πρώτα το «Για πάντα», μετά την «Πρώτη ύλη». «Χρειάζεται κάθε τόσο να βάλω τη σάρκα και το αίμα μου μέσα στη δουλειά μου για να την επαναγονιμοποιήσω. Είναι πολύ διαφορετικό όταν ιδρώνω ο ίδιος επάνω στη σκηνή από το να βρίσκομαι απέξω και να ρυθμίζω τα σώματα των άλλων. Ο εαυτός μου μού επιτρέπει να αλλάξω βίαια εκφραστικούς δρόμους. Το “Ink” βουτάει σε έναν ασυνείδητο χώρο, ο οποίος έχει μια αγωνία σχεδόν ψυχολογική, με μεταφέρει σε κάτι πρωτόγονο. Ναι, το βιολογικό όριο είναι αμείλικτο για τους ανθρώπους που δουλεύουν με το σώμα τους. Πρέπει να δέχεται κανείς τη φθορά με αγάπη και τρυφερότητα».

«Γιατί τα σώματα στα έργα σας είναι πάντοτε γυμνά;» ρωτάω.

«Επειδή κάποια στιγμή, αργά, κατάλαβα ότι αν κανείς θέλει να δείξει το ανθρώπινο σώμα γυμνό, είναι καλύτερα να του αφαιρέσει το μπεζ βρακάκι που συνήθως φορούσαν οι χορευτές. Η εποχή του πέρασε. Στο δικό μου σύμπαν, που υπάρχουν πραγματικά υλικά –αντικείμενα που σπάνε, χώμα, νερό–, που δεν ακολουθούμε χορευτικά βηματολόγια, ταιριάζει το γυμνό σώμα έτσι όπως θα το αναπαριστούσε κανείς στη ζωγραφική ή στη γλυπτική».

Το «Ink», που γεννήθηκε αυθόρμητα κατά την περίοδο του πρώτου lockdown, σαν παιχνίδι ελευθερίας από τις δεσμεύσεις των αναθέσεων, έχει όλα τα στοιχεία του κόσμου που ο Παπαϊωάννου δημιουργεί: ένα χταπόδι και η φαντασίωση του γυμνού ανδρικού σώματος, το μαύρο «σπέρμα» που δίνει το ζώο, το μελάνι της γραφής και της ζωγραφικής, η αναζήτηση για το πώς μπορεί να πνευματικοποιηθεί η σαρκική υπόσταση.

«Προσπαθούσα πάντα να μην κάνω γκέι τέχνη. Να κάνω τέχνη για όλο τον κόσμο αλλά μέσα από το αναπόφευκτα ομοερωτικό βλέμμα μου», λέει αναφερόμενος στην έντονη σεξουαλικότητα της δουλειάς του και στη σχέση με το κίνημα υπέρ των δικαιωμάτων και της ορατότητας των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στην τέχνη. «Δεν έχω κανένα λόγο να προπαγανδίσω τις προτιμήσεις ή τις απόψεις μου, πολιτικές ή ερωτικές. Αυτό που μπορώ να κάνω παραμένοντας χρήσιμος είναι να εκφράσω τον κόσμο όπως τον καταλαβαίνω, με μέσα καλλιτεχνικά, έτσι ώστε ενδεχομένως η προσωπική μου οπτική γωνία να διευρυνθεί χάρη στην τέχνη και να διαθλαστεί στα μάτια του κοινού. Δηλαδή, αλχημιστικά ως καλλιτέχνης να μετουσιώσω το προσωπικό σε κοινό. Είναι θεμιτό να υπάρχει η πολιτική τέχνη, όπως επίσης ο ακτιβισμός. Αλλά η στρατευμένη τέχνη με οποιαδήποτε μορφή είναι κατά τη γνώμη μου πρόβλημα».

Η εμμονή

Ρωτάω με ποιο κοινό ανά τον κόσμο αισθάνεται ότι επικοινωνεί πιο δυναμικά. Με ξαφνιάζει απαντώντας πως η επαφή με τους Ιάπωνες είναι εκρηκτική, κάτι που επιβεβαιώθηκε στην παρουσίαση του «Εγκάρσιου προσανατολισμού» στο Τόκιο και στο Κιότο το φετινό καλοκαίρι. «Υπάρχει αυτό το πολύ κρίσιμο σημείο στη δουλειά μου, που εκείνοι το ξέρουν πολύ καλά», λέει. «Είναι η απόλυτη ρύθμιση της λεπτομέρειας. Σαν να γυαλίζεις μια επιφάνεια τόσο πολύ, μέχρι σχεδόν να εξαφανιστεί και να μετατραπεί σε έναν καθρέφτη που αντανακλά τα πάντα. Με αυτό είμαι εμμονικός. Εγώ, ως αργυροχόος. Δεν έχει νόημα η ζωή αλλιώς, δεν έχει νόημα η επανάληψη παρά μόνον σαν μια άσκηση για το καλύτερο. Η πλήξη μού είναι αφόρητη. Αν δεν παραδεχόμουν πως το πεδίο της ανθρώπινης τέχνης είναι ένας στίβος που έχει οριστεί από μεγαθήρια και όχι κάτι στο οποίο περπατάς για πλάκα, δεν θα αγωνιζόμουν».

πηγή