Η συμβολή του Βαλαωρίτη στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία

Απόσπασμα από το βιβλίο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Μονογραφία, του Κωνσταντίνου Σάντα

Ο Βαλαωρίτης ανήκει στην Επτανησιακή Σχολή, στην ίδια ομάδα ποιητών με τον Σολωμό. Και, όπως και εκείνος, σπούδασε στην Ιταλία και δέχτηκε δυτικές επιρροές σε νεαρή ηλικία. Όμως, αντίθετα από τον Σολωμό, ο Βαλαωρίτης έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην Ελλάδα κι απέκτησε καλή κλασική παιδεία στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας. Ο Βαλαωρίτης δεν στράφηκε στα δημοτικά τραγούδια και τη λογοτεχνική παράδοση της Κρήτης για να εμπνευστεί∙ πρότυπά του ήταν τα τραγούδια του Μοριά, της Ηπείρου και της Στερεάς Ελλάδας. Παρότι το ενδιαφέρον του για τη δημοτική γλώσσα ήταν περισσότερο λαογραφικής φύσης, τον γοήτευαν περισσότερο οι θρύλοι των ορεσιβίων κλεφτών και σε ολόκληρη τη ζωή του δεν έπαψε να θαυμάζει ολόψυχα το αδάμαστο ελεύθερο πνεύμα τους. Επομένως, η ποίηση του Βαλαωρίτη ήταν περισσότερο επική παρά λυρική, αποτελούσε εν πολλοίς συνειδητή μίμηση του δεύτερου κύκλου, δηλαδή των κλέφτικων δημοτικών τραγουδιών.

Παρόλο που ο ίδιος συχνά ισχυριζόταν το αντίθετο[1], ο Βαλαωρίτης ήταν μπολιασμένος με τη ρομαντική παράδοση και είχε πολλά κοινά στοιχεία με τους ρομαντικούς ποιητές της εποχής του. Τις περισσότερες επιρροές τις είχε δεχτεί μάλλον από τον Βύρωνα και τον Βίκτορα Ουγκώ σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο. Αναμφίβολα, είχε διαβάσει την ποίηση του Βύρωνα και γνώριζε καλά το Τσάιλντ Χάρολντ[2]. Πολλά από τα δραματικά αφηγηματικά ποιήματα του Βύρωνα – όπως ο Γκιαούρ (1813), Η νύφη της Άβυδος (1813), Ο Κουρσάρος (1814) και Λάρα (1814) – είχαν μεγάλη απήχηση και βρήκαν αναρίθμητους μιμητές σε ολόκληρη την Ευρώπη στο πρώτο μισό του δέκατου ένατου αιώνα. Το γεγονός ότι ο Βαλαωρίτης γνώριζε αυτά τα ποιήματα επιβεβαιώνεται από τη σύνθεση της Κυρά Φροσύνης (1859), η οποία μιμείται το ύφος και τη δομή τους. Είναι έκδηλο το γεγονός ότι ο Ουγκώ άσκησε τη μεγαλύτερη ίσως επιρροή στον Βαλαωρίτη σε σχέση με όλους τους άλλους ποιητές. Όπως παραδέχεται ο ίδιος σε ένα γράμμα του στον Εμμανουήλ Ροΐδη, από τον Ουγκώ κληρονόμησε τη «μανία του για αντιθέσεις» και την τάση να αφήνει τη φαντασία του «να τρέχη αχαλίνωτος από ρυτήρος όπου θέλει».[3] Ο Βαλαωρίτης μελετούσε τα έργα του Ουγκώ καθ’ όλη τη ζωή του και κάποτε επιχείρησε να μεταφράσει το ποίημα La Lègende de siècles [Ο θρύλος των αιώνων], αλλά το παράτησε απογοητευμένος, επειδή ένιωσε ότι αδυνατούσε να κάνει τα κύρια ονόματα να ακούγονται επαρκώς ελληνικά.[4] Τα στοιχεία του Ουγκώ στο έργο του Βαλαωρίτη είναι το στομφώδες ύφος – δηλαδή μια προτίμηση για λέξεις όπως «απέραντο», «αχανές», «γιγάντιο»,«τρομερό» – και μια τάση να υπερβάλει, να έχει ένα ύφος σαν να αγορεύει, να είναι πομπώδης και εξαιρετικά ρητορικός. Η έλλειψη ελέγχου του υλικού του ήταν ένα χαρακτηριστικό που κληρονόμησε από τον Ουγκώ και από άλλους ποιητές του ρομαντισμού. Ο Βαλαωρίτης ξεπέρασε πολλές από αυτές τις αδυναμίες στην ποίηση της ώριμης περιόδου του, ιδιαίτερα σε όσα έγραψε προς το τέλος της ζωής του.

Ο Βαλαωρίτης γνώριζε επίσης αρκετά καλά τα έργα πολλών ρομαντικών ποιητών και φιλοσόφων άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ιδιαίτερα των Γερμανών και των Ιταλών. Όταν ήταν νέος, είχε μελετήσει τα έργα της τριλογίας Βαλενστάιν του Σίλλερ, καθώς και τα κριτικά δοκίμια του Ζαν Πολ Ρίχτερ για την ποίηση της εποχής του.[5] Είχε μεταφράσει κάποια από τα ποιήματα του Λαμαρτίνου[6] και γνώριζε τα έργα των Λεοπάρντι και Νίκολας Τομμαζέο. Επίσης, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη μεγάλη επίδραση του Δάντη στον Βαλαωρίτη. Ένα από τα πρώτα ποιήματα του Βαλαωρίτη περιγράφει την κάθοδο στον κάτω κόσμο και είναι αναμφίβολα εμπνευσμένο από τον Δάντη. Ο «Θανάσης Βάγιας», ένα πολύ γνωστό ποίημα, περιέχει σκηνές φρίκης και παραστατικές εικόνες οι οποίες είναι φανερό ότι μιμούνται αποσπάσματα από το Inferno (Κόλαση).[7] Ο Βαλαωρίτης δέχτηκε επίσης επιδράσεις από αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, ιδίως από τον Πίνδαρο και τον Θεόκριτο. Το μεγαλόπρεπο ύφος και ο στομφώδης τόνος μερικών ποιημάτων του[8] οφείλουν πολλά στον Πίνδαρο, τις ωδές του οποίου είχε μελετήσει ο Βαλαωρίτης στα νιάτα του. Τα στοιχεία που έχει δανειστεί από τον Θεόκριτο είναι οι λεπτομερείς περιγραφές της φύσης και οι ειδυλλιακές και βουκολικές σκηνές που αφθονούν στην ποίησή του. Μάλιστα, ο Βαλαωρίτης άφησε αρκετές μεταφράσεις των Ειδυλλίων του Θεόκριτου, τις οποίες μάλλον θα τις δούλεψε στα πρώτα χρόνια της καριέρας του.[9]

Η σπουδαιότητα του Βαλαωρίτη ως ποιητή κατανοείται καλύτερα αν ιδωθεί στο πλαίσιο των πολιτικών του δραστηριοτήτων. Ο Βαλαωρίτης εκλέχτηκε αρκετές φορές (μεταξύ 1854 και 1864) βουλευτής στην Ιόνιο Βουλή και αργότερα στην Εθνοσυνέλευση, οπότε αφιέρωσε πολλά χρόνια και δαπάνησε πολλή ενέργεια στην προσπάθειά του να δημιουργηθούν οι όροι για την ένωση της Επτανήσου (και αργότερα της Κρήτης και άλλων υποδουλωμένων ακόμη ελληνικών εδαφών) με την Ελλάδα. Ως πολιτικός ηγέτης, ήταν μεγάλος ιδεολόγος, αδιάφθορος και ανυποχώρητος στις θέσεις του και σε πολλές περιπτώσεις αρνήθηκε αξιώματα που του πρόσφεραν τόσο η αγγλική Αρμοστία της Επτανήσου, όσο και η ελληνική κυβέρνηση. Ως ρήτορας, ο Βαλαωρίτης υπήρξε μεγαλόστομος, ενθουσιώδης, ικανός να συνεπαίρνει τα πλήθη, τα οποία συχνά ξεσπούσαν σε ξέφρενα χειροκροτήματα. Αξίζει να αναφερθούν αυτά τα χαρακτηριστικά, επειδή συχνά είναι εμφανή στην ποίησή του, όπου υπηρετούν ακριβώς αυτούς τους σκοπούς. Πολλά ποιήματά του, ιδίως όσα γράφτηκαν με αφορμή κάποια γεγονότα εθνικής σημασίας, αποτελούν θερμή έκκληση προς τους συμπατριώτες του να δράσουν προς όφελος των εθνικών στόχων. Άλλα ποιήματα στοχεύουν στο να θυμίσουν στους Έλληνες της γενιάς του τους αγώνες και τις θυσίες των ηρώων της επανάστασης. Σε κάθε περίπτωση, τόσο η ποίηση όσο και η ρητορική είχαν συχνά τον ίδιο στόχο κι ακολουθούσαν παρόμοια τροχιά. Στους πολιτικούς του λόγους, με μέσον την αλληγορία στην ποίησή του, ο Βαλαωρίτης υπογράμμιζε ότι οι Έλληνες της γενιάς του δεν έφταναν σε αποφασιστικότητα και σθένος τους Έλληνες του ’21, άρα έπρεπε να βγουν από την απάθεια και να αναλάβουν δράση. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η ποίηση έγινε στα χέρια του Βαλαωρίτη ένα πολιτικό μέσο, ένα λειτουργικό όργανο.

Παράλληλα με τις πολιτικές μάχες, ο Βαλαωρίτης έδινε και μια λογοτεχνική μάχη. Με την έκδοση της πρώτης του μεγάλης ποιητικής συλλογής, τα Μνημόσυνα, το 1857, ξεκίνησε μια προσπάθεια που διήρκησε όλη του τη ζωή για να πείσει τους αναγνώστες και τους συναδέλφους του λογοτέχνες ότι η δημοτική ήταν το ιδίωμα στο οποίο έπρεπε να γράφεται η ελληνική ποίηση. Από αυτή την άποψη, ο Βαλαωρίτης αντιτάχθηκε στους Φαναριώτες, οι οποίοι είχαν εδραιωθεί πλέον στην Αθήνα και είχαν καταφέρει να κατευθύνουν τους φιλολογικούς κύκλους της Ελλάδας προς τον αρχαϊσμό. Υποστήριξε τις θεωρίες του Σολωμού (του οποίου ο θάνατος συνέπεσε με την έκδοση των Μνημοσύνων) και των μαθητών του, Ιούλιου Τυπάλδου, Γεράσιμου Μαρκορά και Ιάκωβου Πολυλά, οι οποίοι ήταν όλοι υπέρμαχοι της δημοτικής. Ο Βαλαωρίτης ήταν πιθανότατα ο πιο ικανός δημοτικιστής του καιρού του επειδή γνώριζε σε βάθος όλες τις παραλλαγές της ελληνικής γλώσσας, από τη γλώσσα του Ομήρου μέχρι την καθομιλουμένη. Η πρώιμη ποίηση και οι πολιτικοί του λόγοι φανέρωναν εξαιρετική ικανότητα στον χειρισμό της καθαρεύουσας, αν και τα έργα που έγραψε σε αυτό το ιδίωμα μικρή λογοτεχνική αξία έχουν. Ο Βαλαωρίτης έγραφε τα πεζά του έργα στην καθαρεύουσα, ανασκευάζοντας έτσι την κατηγορία ότι οι Επτανήσιοι ποιητές έγραφαν στη δημοτική επειδή δεν γνώριζαν την άλλη.[10] Γράφοντας στην καθαρεύουσα ήθελε επίσης να τονίσει ότι η ολοκληρωμένη γνώση της ελληνικής ήταν απαραίτητη για κάθε συγγραφέα.

Η συμβολή του Βαλαωρίτη στην αποδοχή της δημοτικής και η δεινότητά του ως γλωσσοδίφη είναι αλήθειες ευρέως αποδεκτές σήμερα. «Κάθε δημοτικιστής του σήμερα, είναι λίγο πολύ απόγονος του Βαλαωρίτη»[11], γράφει ο Αρίστος Καμπάνης. Ο Κ. Θ. Δημαράς, αν και κρίνει αρνητικά τις ρητορικές υπερβολές του Βαλαωρίτη, παρατηρεί ότι «η επιλογή του σωστού γλωσσικού μέσου και ο πλούτος του λεξιλογίου του» διαχωρίζει τον Βαλαωρίτη από τους Αθηναίους Ρομαντικούς ποιητές, των οποίων οι πένθιμες εκφράσεις και η λεξοθηρική στάση είχε εκφυλίσει την τέχνη τους μετατρέποντάς τη σε τάση του συρμού[12]. Ο Βαλαωρίτης είχε μια πιο υγιή προσέγγιση, αντλώντας το γλωσσικό ιδίωμα της ποίησής του από τη λαϊκή λαλιά, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να τη μάθει από πρώτο χέρι. Είναι παροιμιώδεις οι μεγάλες εξορμήσεις του στην ύπαιθρο για να

μελετήσει τα έθιμα των ντόπιων, να επισκεφτεί βοσκούς στις καλύβες τους, να ακούσει μοιρολόγια και τραγούδια, κρατώντας επιμελώς σημειώσεις και συντάσσοντας μακροσκελή γλωσσάρια, τα οποία προσαρτούσε στα ποιήματά του[13]. Τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα οι διάλεκτοι της Ηπείρου, της Στερεάς Ελλάδας και της Ακαρνανίας και φυσικά γνώριζε διεξοδικά τη ντοπιολαλιά των χωρικών της Λευκάδας, η οποία είναι πιο πλούσια, αλλά κάπως λιγότερο εύηχη και «εκλεπτυσμένη» σε σύγκριση με εκείνες των άλλων Επτανήσων λόγω της εγγύτητας της Λευκάδας στην ηπειρωτική χώρα. Ο Βαλαωρίτης μελετούσε συχνά τις σημειώσεις του και κάποιες παρατηρήσεις του πάνω σε αυτές γίνονταν πρόλογοι στα σπουδαιότερα ποιήματά του. Εκεί τόνιζε τη σημασία και επάρκεια της δημοτικής ως μέσο ποιητικής έκφρασης. Επίσης, μερικές από τις θεωρίες του τις βρίσκουμε στις πολυάριθμες επιστολές του. Σε μια από αυτές λέει τα ακόλουθα: «Η γλώσσα του λαού δεν είναι πτωχή, είναι πλαστικωτάτη και ποιητικωτάτη. Παρέχει αναριθμήτους ευκολίας εις τον ποιητήν, είναι ιδιότροπος και σπανίως μιμείται τας ξένας. Αλλά ταύτα προς ουδέν λογίζονται ενώπιον της ιδέας ότι αύτη είναι η μόνη έκφρασις της νέας Ελληνικής ποιήσεως. Αυτομάτως γεννηθείσα, δεν είναι έργον της τέχνης, ως η τώρα σκευαζομένη, είναι ο μόνος βλαστός εναπομείνας επί του γηραιού δένδρου της εθνικότητός μας.».[14]

Ένα άλλο επιχείρημα που χρησιμοποιούσε συχνά ο Βαλαωρίτης ήταν ότι η γλώσσα είναι αδιαχώριστη από την εθνική παράδοση και την ελληνική ιστορία. Η γλώσσα, η παράδοση και η ιστορία είναι παράγοντες που συμβάλλουν εξίσου στην οικοδόμηση μιας εθνικής λογοτεχνίας˙ κανένας από αυτούς τους παράγοντες δεν μπορεί να αποδώσει ξέχωρα από τους άλλους. Η ποίηση ενός έθνους, όπως υποστήριζε ο Βαλαωρίτης[15], ιδίως στα στάδια διαμόρφωσης, πρέπει να απορρέει από την εθνική παράδοση και τις ιστορικές πηγές της και οφείλει εξ ανάγκης να είναι επική ως προς τον χαρακτήρα της, προτού να στραφεί σε λυρικές μορφές. Συνεπής με αυτή την άποψη, ο Βαλαωρίτης επέλεξε ως υλικό για τα ποιήματά του τα πρόσφατα γεγονότα της Επανάστασης του ’21 και το λογοτεχνικό υπόβαθρό της. Οι αγώνες των αρματολών και των κλεφτών ενάντια στον Τούρκο κατακτητή θεωρούσε ότι αποτελούσαν την πεμπτουσία του νέου έπους της Ελλάδας, το φρέσκο αίμα της ελληνικής πηγής έμπνευσης, η ζώσα ελληνικότητα. Οι παλιότερες ιστορίες των Ελλήνων της κλασικής εποχής ζούσαν απλώς σαβανωμένες, επομένως ο ποιητής πρέπει να αντλήσει το υλικό για τη δουλειά του από όσα είναι κοντινά στη δική του εμπειρία, όχι από αυτά που έχουν ήδη γραφτεί σε άλλες λογοτεχνίες.[16][1]             Για μια απτή απόδειξη αυτής της πρακτικής, βλέπε Επιστολή στον Λασκαράτο, 12 Μαΐου 1859, Μαρασλής Α΄, σ. 514.

[2]             Επιστολή προς τον Αιμίλιο Τυπάλδο, την οποία χρησιμοποίησε ως «Πρόλογο» στα Μνημόσυνα, Μαρασλής Α΄, σ. 37.

[3]             Βλέπε «Πρόλογος στην Κυρά Φροσύνη», Μαρασλής Γ΄, σ. 7.

[4]             Πρόλογος στον Αθανάση Διάκο, Μαρασλής Γ΄, σ. 165-66.

[5]             Βλ. Επιστολή προς τον Ανδρέα Λασκαράτο, 3 Οκτωβρίου 1859, Μαρασλής Α΄, σ. 519.

[6]             Όπ. π. σ. 220.

[7]             Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπ. π. σ. 318.

[8]             Όπ. π. σ. 218.

[9]             Μετάφραση της «Λίμνης», Μαρασλής Α΄, σ. 234-37.

[10]            Μαρασλής Β΄, σ. 52-61.

[11]             Ιδιαίτερα στο ποίημα: «Στον αδριάντα του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄».

[12]            Δέκα ειδύλλια μεταφράστηκαν, μεταξύ αυτών «Οι Κύκλωπες», «Στον νεκρό Άδωνη» και «Θύρσις». Για ανάλυση και σχόλια πάνω στις μεταφράσεις, βλ. Αριστοτέλους Βαλαωρίτου, Ποιήματα ανέκδοτα, επιμέλεια Βασιλ. Δ. Πατριαρχέα, Κολλάρος, Αθήναι 1937, σ. 89-136.

[13]             Βλ. «Πρόλογος στην Κυρά Φροσύνη», στο βιβλίο Αριστοτέλους Βαλαωρίτου, βίος και έργα, τρίτομο, επιμέλεια Ιωάννου Βαλαωρίτου, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1908, τόμος Γ΄, σ. 16. Επίσης, «Πρόλογος στον Αθανάση Διάκο», όπ. π., τόμος Γ΄, σ. 165. Οι αναφορές στους παραπάνω τόμους θα δηλώνονται από εδώ και κάτω ως Μαρασλής Α΄, Β΄ ή Γ΄.

[14]             «Στίχοι γραφέντες κατά τας τελευταίας ημέρας της εις Ελβετίας αναχωρήσεώς μου», ένα ποίημα σε νεαρή ηλικία το οποίο έχει ως πρότυπο το Τσάιλντ Χάρολντ του Λόρδου Βύρωνα. Βλ. Αριστοτέλους Βαλαωρίτου, Ποιήματα ανέκδοτα, επιμέλεια Βασιλ. Δ. Πατριαρχέα, Κολλάρος, Αθήνα 1937, σ. 35.

[15]             Επιστολή στον Εμμανουήλ Ροΐδη, 3 Νοεμβρίου 1877. Μαρασλής Α΄, σ. 221.

[16]             Όπ. π. σ. 220.