«Στη θάλασσα» του Μιχάλη Μακρόπουλου

24 νέοι συγγραφείς έγραψαν για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, ο Μιχάλης Μακρόπουλος.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Ένα απριλιάτικο πρωινό του 2010 ο Μιχάλης έλαβε ένα μέιλ. Ήταν μεταφραστής λογοτεχνίας. Όταν κοιμήθηκαν τα παιδιά, είπε στην Αναστασία:

«Δεν έχω δουλειά μετά το βιβλίο που τελειώνω τώρα».
«Και το βιβλίο που σου ’χουν δώσει για μετά;»
«Δε θα το κάνω. Μου ’στειλαν ένα μέιλ. Η συνεργασία μας παύει».
«Και σ’ το ανακοίνωσαν με μέιλ;… Είστε συνεργάτες… πόσα χρόνια;»
«Εννιά».

Είχε άλλες δέκα ημέρες δουλειά μπροστά του, αλλά ξαφνικά βιαζόταν γιατί τώρα μπορούσε να μεταφράσει με το πάσο του, και σε δύο εβδομάδες και σε τρεις, το βιβλίο που ’χε στα τελειώματα, αναζητώντας για κάθε λέξη μια απόδοση όσο ήταν μπορετό πιο τέλεια και λεπτοδουλεύοντας το κείμενο ώστε να είναι κατά το δυνατόν κοντύτερα στο ύφος του πρωτοτύπου. Ο χρόνος, τώρα που με την ανεργία ανοιγόταν πλατύς κι άδειος μπρος του, του ’χε γίνει ξαφνικά βραχνάς. Κι είχε την παράλογη πεποίθηση πως, αν τέλειωνε νωρίτερα, την επομένη κιόλας θα είχε πάλι δουλειά.

Το μετέφρασε λοιπόν μια ώρα αρχύτερα και, εκείνη τη μέρα που ήταν πλέον επισήμως άνεργος, την ημέρα που ο χρόνος ανοιγόταν πια μπροστά του πλατύς κι άδειος σαν κενός θολός ορίζοντας, ένα δροσερό αεράκι φυσούσε κι ο ήλιος χάιδευε γλυκά το δέρμα, έτσι ο Μιχάλης πρότεινε στην Αναστασία:

«Πάμε στη θάλασσα; Να πάρουμε και φαγητό μαζί, να κάνουμε πικνίκ».
«Να φτιάξω τοστ;»
«Ναι».
«Θα πάρω και φρούτα. Έχουμε δυο μήλα, ένα αχλάδι, πέντε μανταρίνια… Θα τα πάρω όλα».
«Μην ξεχάσεις να πάρεις και μαχαίρι για να ξεφλουδίσουμε τα μήλα και το αχλάδι».

Μπήκαν στο αμάξι, η Αναστασία έδεσε τα παιδιά στα καρεκλάκια τους κι ο Μιχάλης έβαλε μουσική.

«Μπαμπά, θέλω τα “Τρία μυρμηγκάκια”», είπε η Αθηνά.

Τα «Τρία μυρμηγκάκια» της άρεσαν πολύ.

«Γιατί περνάνε το ποταμάκι χαρούμενοι κι οι τρεις;» ρώτησε ακούγοντας το τραγούδι.

Κάθε φορά το ρωτούσε.

«Γιατί είναι μαζί», της απάντησε ο Μιχάλης οδηγώντας.
«Και γιατί το μυρμηγκάκι δεν ξέρει να μετράει;»
«Γιατί ’ναι μικρό και γιατί ’ναι μυρμήγκι».
«Εγώ όμως ξέρω να μετράω: ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, οχτώ…»
«Εφτά, οχτώ… Εσύ δεν είσαι μυρμήγκι».
«Ναι, αλλά είμαι μικρή.
»Μπαμπά, θέλω τη “Συννεφούλα”», είπε ύστερα η Αθηνά.

Πάντα ζητούσε τη «Συννεφούλα» μετά τα «Τρία μυρμηγκάκια».

«Γιατί δεν αντέχει άλλο πια;» ρώτησε ακούγοντας το τραγούδι.
«Γιατί τον άφησε η Συννεφούλα».
«Η Συννεφούλα είναι σύννεφο;»

Ήξερε τι ήταν η Συννεφούλα, αλλά πάντοτε το ρωτούσε αυτό.

«Η Συννεφούλα είναι το κορίτσι του, που το αγαπά».
«Και γιατί τον άφησε;»
«Γιατί ταξιδεύει εδώ κι εκεί όπως τα σύννεφα. Γι’ αυτό τη λένε Συννεφούλα».

Ύστερα ζήτησε: «Μπαμπά, θέλω τον “Κηπουρό”». Ακούγοντάς τον ρώτησε: «Τι ’ναι το γυάλινο γοβάκι;»

«Ένα παπούτσι από γυαλί».
Και μετά: «Γιατί θέλει να τον φάνε οι μάγισσες;»

Ο Μιχάλης δεν είχε πρόχειρη απάντηση· ώσπου να σκαρώσει μία, η Αθηνά είπε: «Εγώ δε θα ’θελα να με φάει ποτέ καμία μάγισσα».

Πέρασαν τη Βάρκιζα και πια είχαν την Αθήνα πίσω τους. Μοιράστηκαν δυο μανταρίνια. Δίπλα τους ξετυλιγόταν η θάλασσα και μπροστά τους ο δρόμος κι ο χρόνος, πλατύς αλλά όχι πια άδειος ούτε θολός. Η παραλία της Φώκαιας ήταν έρημη. Δεν είχε καλοκαιριάσει ακόμα, για να κάνουν τέτοια ώρα μπάνιο τα παιδιά, οι μανάδες κι οι γέροι.

Άφησαν τ’ αμάξι κάτω από ένα αρμυρίκι και στην άμμο έβγαλαν κάλτσες και παπούτσια. Ο Χρίστος είχε αρχίσει να περπατάει αλλά ολοένα σκόνταφτε σ’ αόρατα εμπόδια. Η Αθηνά έγινε μικρή-μικρή και χώρεσε όλη μέσα σ’ ένα κοχύλι. Ρώτησε ένα πολυάσχολο μυρμήγκι: «Εσύ ξέρεις να μετράς;» μα το μυρμήγκι ήταν στ’ αλήθεια πολυάσχολο και δε στάθηκε να της απαντήσει. Ο Μιχάλης έκανε επίδειξη δεξιοτεχνίας ρίχνοντας πλατιά βότσαλα που αναπηδούσαν ξανά και ξανά στο νερό. Καθισμένη η Αναστασία, ανακάλυψε μια μικρή αλλά βαθιά αλήθεια στα γυμνά δάχτυλα των τεντωμένων της ποδιών, που τα κουνούσε μπρος-πίσω να πέσει από ανάμεσά τους η άμμος. Έφαγαν τοστ, που ήταν κρύα αλλά νόστιμα. Η Αθηνά, τρώγοντας το τοστ της, ψήλωσε αρκετά ώστε να βάλει το κεφάλι της σ’ ένα σύννεφο για να δει από τι ήταν φτιαγμένο μέσα. Ύστερα απέκτησε πάλι το κανονικό της ύψος για ν’ αρπάξει από το χέρι του Χρίστου το τοστ του. Ο Χρίστος έβαλε τα κλάματα, η Αναστασία έβαλε τις φωνές στην Αθηνά, και γύρω τους γραμμή τα μυρμήγκια κουβαλούσαν ό,τι ψίχουλα είχανε πέσει από τα τοστ. Ξεφλούδισαν τα δύο μήλα και τ’ αχλάδι, και τα ’φαγαν.

«Πάμε μια βόλτα», είπε ο Μιχάλης.

Περπάτησαν πλάι ακριβώς στο νερό, εκεί που υγρή η άμμος ρουφούσε τον ποδόγυρο της θάλασσας. Πίσω τους οι πατημασιές τους σβήστηκαν, οι μεγάλες του Μιχάλη και της Αναστασίας κι οι μικρές των παιδιών, αλλ’ ύστερα ξαναπέρασαν αφήνοντας πάλι τα ίχνη τους στην άμμο, που τα ’σβησε κι αυτά η θάλασσα, ώσπου να περάσουν πάλι και ν’ αφήσουν τις φευγαλέες τους πατημασιές στην άμμο γι’ άλλη μια φορά ― ξανά.

Info
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965 και σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έζησε εννέα χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Πλέον κατοικεί στη Λευκάδα. Εργάζεται ως μεταφραστής λογοτεχνίας από τα αγγλικά και τα γαλλικά. Κείμενα και κριτικές του δημοσιεύονται σε διάφορα περιοδικά ή ιστότοπους. Το τελευταίο του βιβλίο Τσωτσήγια & Ω’μ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.

Πηγή