Γιώργος Μπλάνας: ο ποιητής του υπερβατικού κίνησε για αλλού

Ο Γιώργος Μπλάνας, ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας και σπουδαίος μεταφραστής, έφυγε αυτή τη βδομάδα από τη ζωή σε ηλικία 64 ετών. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959 και σπούδασε βιβλιοθηκονομία και ηλεκτροτεχνία. Εξέδωσε δεκάδες ποιητικές συλλογές, ενώ βραβεύτηκε επανειλημμένα από το περιοδικό «Διαβάζω». Το 2003 ήταν υποψήφιος των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας.

Τρία ποιήματά του διαλέξαμε για το σημερινό μας αφιέρωμα σε αυτόν τον αγαπημένο, τον τόσο ευαίσθητο, ποιητή του υπερβατικού.

Αισχύλου: Ελλάς
Οπωσδήποτε, Άνδρες Αθηναίοι, των βαρβάρων
τα πτώματα, που κόσμησαν τους βάλτους
του Μαραθώνα -ιδίως όταν ο ήλιος
κάρπισε πορφύρα στα καλάμια-

ήταν σπουδαίος άθλος: ένα έργο
τέχνης, ισάξιο εκείνου του παιδός,
που φιλοτέχνησε ο Κριτίας –
εύρωστος, αρμονικός, προπάντων φυσικός,
δίχως το αφόρητο χαμόγελο
απ’ το οποίο λείπουν μόνο οι κυνόδοντες,
για να μην είναι ανθρώπινο…

Ναι, Άνδρες Αθηναίοι· αποδείξατε
πως κανείς δεν μπορεί να σας στερήσει
την ηλιόλουστη Ατθίδα ευδαιμονία.
Ωστόσο, να θυμάστε πως η αλαζονεία
δεν έχει ιθαγένεια, πατρίδα, πολιτεία:
τον μέσα Πέρση να φοβάστε.

Αγίου Γεωργίου τροπαιοφόρου
Καθώς ύψωσα το δόρυ,
για να χτυπήσω το θηρίο,
είδα ν’ απλώνεται στα μάτια του μια θλίψη καταπράσινη,
αθώα, βαθιά, σαν της βελόνας του πεύκου καταπάνω
στην θύελλα. Κι έτσι, ακούμπησα την αιχμή όσο τρέξει
λίγο αίμα από το σώμα του.
Ας μείνουμε έτσι για πάντα
στην εικόνα: εγώ, αυτό, η αιχμή και η σταγόνα το αίμα,
που θυμίζει κάποιο άλλο
σώμα, κάποιο άλλο
τρόπαιο στρατιώτη αλλαζόνα.

Τέλος
Επειδή άκουγα φωνές
μέσα στη νύχτα, από παιδί,
πιστεύω πως ο άνεμος
ξέρει πως θα τελειώσουμε
πάνω σ’ αυτήν την πέτρα.
Μα δε μιλάει σ’ αυτούς
που δεν ακούν φωνές
μέσα στη νύχτα
κι εγώ είμαι πια ένα γέρικο
πεύκο στην άκρη του γκρεμού:
ερείπιο της σιωπής
εκείνου του παιδιού
που άκουγε φωνές
μέσα στη νύχτα.

*Ερανιστής των ποιημάτων: Δημήτρης Βεργίνης