Τα χτίσματα της απουσίας

Όλα γκρεμίζονται και ξαναχτίζονται
Κι όσοι τα χτίζουν με χαρά τα χτίζουν (1)

W. B. Yeats

Παρατηρώ την κατεδάφιση του παλιού νεοκλασικού σπιτιού σ’ έναν κατηφορικό δρόμο, στις υπώρειες του Λυκαβηττού. Είναι ένα μικρό, μονώροφο χτίσμα, με λίγα σκαλάκια να σ’ ανεβάζουν από το πλάι σε μια περίτεχνη μεταλλική αυλόπορτα, το μοναδικό άνοιγμα στον δρόμο, ανάμεσα στο σπίτι και την πέτρινη μάντρα, απ’ όπου μπορούσες να κρυφοκοιτάξεις την υπερυψωμένη αυλή και τον εσωτερικό της κόσμο.

Δύο συμμετρικά, ψιλόλιγνα παράθυρα στην πρόσοψη, σφαλισμένα εδώ και χρόνια με γαλλικά παντζούρια, σε κοιτούν σαν δύο πελώρια μάτια πάνω στον ασβεστωμένο σοβά με την όμορφη ώχρα. Ψηλά, μια σειρά από ακροκέραμα ορίζουν το τέλος της όψης και μοιάζουν με τα ξέφτια μιας χοντροκόκκινης δαντέλας στο φόντο του ουρανού. Ενα από τα τελευταία λαϊκά σπίτια που ξεμείνανε στη γειτονιά κι έστεκε αταίριαστο ανάμεσα στις πολυώροφες πολυκατοικίες.

Μέσα σε λίγες μέρες, το σπίτι σωριάστηκε κάτω, σ’ ένα σωρό άμορφων μπάζων. Σήμερα, απομένουν μόνο λίγοι πέτρινοι τοίχοι, χώμα και σκόνη στο χρώμα της ώχρας, θαρρείς και βάφτηκαν κι αυτοί από το ίδιο χρώμα των σοβάδων, σαν ένα είδος μυστηριακού πέπλου που επικάθησε πάνω στα χαλάσματα. Το «οικόπεδο» είναι έτοιμο να υποδεχτεί τη νέα οικοδομή που θα χτιστεί στη θέση του παλιού σπιτιού, όπως έχει συμβεί, άλλωστε, τόσες και τόσες φορές στις γειτονιές της Αθήνας.

Αναφερόμαστε συχνά στα νεόδμητα χτίσματα, σ’ αυτά που μόλις ολοκληρώθηκε η κατασκευή τους και στέκουν ολοκαίνουργα, έτοιμα να υποδεχτούν τους νέους ενοίκους τους, ενώ σπανίως σ’ αυτά που κατεδαφίζονται, τα παλιότερα που χάνονται μια για πάντα. Αναφερόμαστε δηλαδή στην παρουσία και όχι στην απουσία. Στη ζωή κι όχι στον θάνατο. Θα ’λεγες πως το χτίσιμο μοιάζει με γέννα και την απαρχή μιας νέας ζωής, ενώ το γκρέμισμα παραπέμπει στο οριστικό τέλος, στον θάνατο. Οσο δύσκολο είναι όμως να χτίζεις, άλλο τόσο εύκολο είναι στις μέρες μας να γκρεμίζεις.

Στέκομαι στο στενό πεζοδρόμιο και κοιτάζω τις ελάχιστες πέτρες που απόμειναν από το παλιό νεοκλασικό και προσπαθώ να φανταστώ εκείνη την εποχή που οι μάστορες χτίζανε τους τοίχους του, πάνω στις ξύλινες σκαλωσιές, δουλεύοντας ο ένας απ’ έξω κι ο άλλος από μέσα. Παρατηρώ τα θεμέλια που στήριζαν με ασφάλεια για δεκαετίες το πέτρινο χτίσμα, να στέκουν τώρα εκεί δίχως σκοπό, ίσα ίσα για να υποδηλώνουν την ύπαρξή του και να θυμίζουν την παρουσία του στους περαστικούς. Εκεί χαμηλά που το σπίτι ακουμπούσε πάνω στη γη, μοιάζει τώρα με ερείπιο ή, όπως γράφει ο Αλμπέρ Καμί, «…τα ερείπια ξανάγιναν πέτρες και, χάνοντας τη γυαλάδα που τους επέβαλε ο άνθρωπος, ξαναγύρισαν στη φύση» (2). Προσπαθώ να διακρίνω ανάμεσα στις σκόνες τη μαστοριά των κτιστάδων, την αρμογή της μιας πέτρας με την άλλη, το σφιχτό πλέξιμο μεταξύ τους που τις κρατάει ακόμη όρθιες, σαν μια έσχατη αντίσταση στον πλήρη αφανισμό. Το χτίσιμο γίνεται αργά, με σύνεση και γνώση˙ θέλει απίστευτο κόπο, θέλει τον ιδρώτα των μαστόρων να ποτίσει κάθε σημείο του, εξωτερικό ή εσωτερικό, φανερό ή κρυφό. Καμιά αρχιτεκτονική δεν μπορεί να υπάρξει δίχως τον μόχθο και την τέχνη των μαστόρων!

Η μαστοριά ούτε διαφημίζεται ούτε επιδεικνύεται. Αν υπάρχει, υπάρχει κρυμμένη βαθιά μέσα στο σώμα του χτίσματος. Ανάμεσα στους αρμούς των υλικών, στη λάσπη που συνδέει τα τούβλα, στην πελεκημένη πλευρά των γωνιόλιθων, στις πλανισμένες επιφάνειες των ξύλινων δοκαριών, στις σφυρηλατημένες μεταλλικές διατομές. Τις περισσότερες φορές, δεν μπορείς να τη διακρίνεις, παρά μόνο να την αισθανθείς. Σαν να αφουγκράζεσαι έναν ανεπαίσθητο ψίθυρο μέσα στη σιωπή του χτίσματος. Η αρχιτεκτονική, αιώνες τώρα, μ’ αυτήν αναμετριέται, αυτή είναι ο αγώνας και η αγωνία του αρχιτέκτονα. Να βάλει σωστά και παστρικά τη μία πέτρα πάνω στην άλλη και να ορθώσει σιγά σιγά και με ασφάλεια το κτίριο στον χώρο και τον χρόνο.

Η κατεδάφιση του χτίσματος βρίσκεται στον αντίποδα της αρχιτεκτονικής. Η απουσία του από την πόλη οδηγεί αναπόφευκτα και στη λήθη όλων όσοι έζησαν εκεί στο παρελθόν. Δεν μένει τίποτε πια που να θυμίζει την παρουσία τους ή βυθίζονται για πάντα «στη λήθη που είναι η τελευταία λέξη της κοινής μας μοίρας» (3), όπως στοχαστικά το εκφράζει ο Τζόζεφ Κόνραντ. Τα χτίσματα της απουσίας μας μιλούν, κοντολογίς, για τη ζωή που κάποτε φώλιαζε μέσα στους χώρους τους και σήμερα δεν είναι πια εδώ. Μας εξιστορούν τις τραγικές απώλειες, μνημονεύοντας το πεπρωμένο της ανθρώπινης θνητότητας.

Πώς αλήθεια το νέο θα διηγηθεί την ιστορία του, αν δίπλα του δεν στέκει το παλιότερο; Γκρεμίζοντας τα παλιά αθηναϊκά σπίτια, σβήσαμε οριστικά από τη συλλογική μνήμη της πόλης και την παρουσία εκείνων των παλαιότερων γενεών που καθόρισαν την απαρχή της νεότερης ιστορίας της. Σήμερα, μια νέα, σύγχρονη μεγαλούπολη βρίσκεται χτισμένη πάνω στα χνάρια των παλιών σπιτιών. Σπίτια αφανισμένα που ενσωματώθηκαν κι αυτά με τη σειρά τους στο πυκνό υπέδαφος της Αθήνας που φυλάσσει, σαν σε υπόγεια μυστική κρύπτη, τα κατάλοιπα των ερειπίων συγκλονιστικών πολιτισμών του παρελθόντος. Ενα έδαφος που καλύπτει, την ίδια στιγμή, το νεκρό σώμα ανθρώπων και χτισμάτων.

«Χώμα στο χώμα γίνονται τα σώματα» (4), καθώς έλεγε ο Καρυωτάκης.

1. W.B.Yeats, Lapis Lazuli, μτφρ. Ζ. Λορεντζάτος, Ικαρος, Αθήνα 2014
2. Αλμπέρ Καμί, Γάμοι, Καστανιώτης, Αθήνα 2008
3. Τζόζεφ Κόνραντ, Η καρδιά του σκότους, Πατάκη, Αθήνα 2019
4. Κώστας Καρυωτάκης, Ηλύσια-Ελεγεία και Σάτιρες

*Αρχιτέκτων – ομότιμος καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

πηγή