Η Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού γράφει για τις Μικρές λευκαδίτικες ιστορίες του Πάνου Σκληρού

Κείμενο: Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού

Οι Μικρές λευκαδίτικες ιστορίες του Παναγιώτη Σκληρού, πρόσφατα κυκλοφόρησαν από τις καλαίσθητες εκδόσεις Fagotto books, σε μια καλλιτεχνικών προδιαγραφών χαμηλότονη-όπως το περιεχόμενό τους-αλλά αξιοπρόσεκτη έκδοση. Και ήρθαν, απρόσμενα ίσως, για να προσφέρουν ένα πνεύμα απλότητας κι ένα μέτρο ζωής από το παρελθόν της Λευκάδας μέσα στον ορυμαγδό του καλοκαιριού και τον αντιπνευματικό εξωτισμό της σύγχρονης ζωής γενικότερα. 

Τον Παναγιώτη Σκληρό γνωρίζουμε στη Λευκάδα από τα ώριμα εφηβικά χρόνια μας ακόμα, ως τολμηρό και πρωτοπόρο επιχειρηματία, που θα δημιουργήσει την πρώτη μπουτίκ παιδικής ένδυσης στην πόλη, μια «θεματική» εμπορική επιχείρηση, που φαίνεται να λειτουργεί εκσυγχρονιστικά στο αστικών απαιτήσεων κοινό της Λευκάδας. Και τι παράξενο! Μέσα σ’αυτόν τον χώρο, που στεγάστηκε αρχικά η παιδική μόδα, εκεί στεγαζόταν και το δημιουργικό «εργαστήρι» του, που δεν θα του επιτρέπει τον εφησυχασμό στην ηρεμία της επαρχιακής ζωής. Ο Παναγιώτης έφερε στη γενετική του ταυτότητα αυτό τον κόκκο καλλιτεχνικής «τρέλας», που θα την επενδύσει άτυπα σε ποικίλες δραστηριότητες. Αν θυμάμαι καλά είναι σαν να τον παρατηρώ -στο «πολυ-καλλιτεχνείον» Πάνθεον- να συντονίζει σκηνοθετικά μαθητική παράσταση, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο είχε η Όλγα, μαθήτρια τότε του εξατάξιου γυμνασίου Θηλέων Λευκάδας, με καλλιτεχνικές ευαισθησίες και η ίδια. Η «παράσταση» είχε αίσιον τέλος και κατέληξε, όπως στις προσφιλείς μας ελληνικές ταινίες, στο ευτυχές φινάλε του γάμου της Όλγας με τον Παναγιώτη. Και στη μόνιμη πια «αιχμαλωσία» της συντροφικής και ευδόκιμης συνοδοιπορίας τους.   

Στη συνέχεια-και συνέχεια- ο Παναγιώτης  εκδίπλωσε την κοινωνική-πολιτική διάσταση της δραστήριας παρουσίας του στη Λευκάδα, με κεντρικό προσανατολισμό της στοχοθεσίας του τον πολιτισμό, τον οποίο υπηρέτησε από πολλές θέσεις και ρόλους αλλά και θεσμικά κατά τη διάρκεια της δημαρχιακής του θητείας (2001-2005). Έτσι, οι Μικρές λευκαδίτικες ιστορίες του δεν είναι ακριβώς ένα ξάφνιασμα στον δύσβατο χώρο της γραφής. Θα το θεωρούσα περισσότερο ως έναν ακόμα σταθμό αυτού του δυναμικού πολιτισμικού continuum του δημιουργικού ανθρώπου και «πολίτη»  Παναγιώτη Σκληρού, που εντάσσεται στις διαχρονικές καλλιτεχνικές και γενικότερα δημιουργικές του ανησυχίες και δοκιμές.

Τι είναι αυτές οι 31 Μικρές λευκαδίτικες ιστορίες που συστεγάζονται στην πρώτη συγγραφική δοκιμή του Παναγιώτη Σκληρού, η καθεμιά με τη δική της θεματική, από το γοητευτικό πάντα πεδίο του τοπικού αγροτικού μας πολιτισμού; Δεν μπορεί να είναι μονολεκτική η απάντηση ή η ένταξη σε κάποια από τις κλασικές ειδολογικές κατηγορίες της φιλολογίας. Ο ίδιος στο εισαγωγικό σημείωμα που παραθέτει προσφέρει, με αξιοπρόσεκτη ακρίβεια, τόσο το κίνητρο όσο και τη μέθοδο που ακολουθεί στην παρουσίαση –αφήγηση των ιστοριών του: «Ό,τι γράφω είναι μνήμες που ρίζωσαν μέσα μου… Απαρτίζονται από μικρές ψηφίδες στάσεων στον χρόνο όπως τις έζησα κι όπως τις άκουσα, αναπολώντας βιώματα και δίνοντας το κλίμα και την ατμόσφαιρα της εποχής…» (σ. 13-14). Και η μέθοδός του: «Τα γράφω αυθόρμητα, πολλές φορές χωρίς διορθώσεις, όπως μιλάω κι ακούω τον εαυτό μου να τα λέει…» (σ. 13).

Είναι γεγονός ότι οι «αφηγήσεις» του Παναγιώτη Σκληρού έρχονται ως συνέχεια και αναγκαίο συμπλήρωμα μιας τοπικής βιβλιογραφίας που ανασκάπτει και αναφαίνει το παρελθόν του νησιού, κυρίως τις διάφορες πτυχές του αγροτικού χώρου και της ζωής των αγροτικών πληθυσμών. Από το πολυεπίπεδο λαογραφικό έργο του Πανταζή Κοντομίχη, και την επιστημονική μονογραφία του Σπύρου Βρεττού Οι λαϊκοί ποιητές της Λευκάδας 1900-1985 ως κοινωνικό φαινόμενο μέχρι και τα Ιστορικά και Λαογραφικά του Αγίου Πέτρου Λευκάδας του Γεράσιμου Δρακονταειδή, και τα λαογραφικά αφηγήματα του Ιωάννη Φλογαΐτη και πιο πρόσφατα τις εργασίες του Βασίλη Φίλιππα, του Θοδωρή Γεωργάκη, της Κατερίνας Λιβιτσάνου-Ντάνου, του Σπύρου Σκλαβενίτη, της Ελευθερίας Πολίτη- Μελά (Κοντάραινα Λευκάδας, άλλοτε και τώρα), του αείμνηστου καθηγητή μου Πολυχρόνη Σίδερη στα αφηγήματα Εξ Αθανίου κ.ά.…, που εξειδικεύονται θεματικά στην αγροτική λαογραφία και «ανθρωπολογία» της Νότιας Λευκάδας, έχουμε μια πληθώρα μελετών, διηγημάτων, μυθιστορημάτων, αφηγήσεων, ποιημάτων- του λαϊκού και έντεχνου λόγου-, που αναπαριστούν, με διάφορες «γλώσσες» και τόνους, την αγροτική ζωή και τον λαϊκό πολιτισμό της υπαίθρου. 

Τίποτε ωστόσο δεν περισσεύει, τίποτα δεν συνιστά επανάληψη. Όσοι οι άνθρωποι, άλλες τόσες οι εκφράσεις της ζωής και οι γλώσσες των αναπαραστάσεών της. «Κάθε ερευνητική διαδικασία που μπορεί κάτι να μας πει για τον υποκειμενικό προσανατολισμό των ανθρώπων που δρουν, αξίζει την επιστημονική προσοχή», είχε πει ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Ηerbert Βlumer (1979). Εδώ, αντιστρέφοντας τη διαπίστωση του Βlumer, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οποιαδήποτε υποκειμενική κατάθεση για το παρελθόν θα μπορούσε να είναι πολύ σημαντική για την επιστημονική έρευνα. Αλλά και την ενσυναισθητική προσέγγιση της ζωής στον παρελθόντα χρόνο.

Ο Παναγιώτης επιχειρεί την υποκειμενική του εκδοχή για ένα βιωμένο από τον ίδιο παρελθόν, στο οποίο θα «επιστρέψει» με σκοπό να μεταγγίσει στο παρόν του-στο παρόν μας- ό,τι η μνήμη επιλεκτικά διασώζει, ότι το βίωμα υπαγορεύει, ό,τι η ατομικότητα έχει εναποταμιεύσει ως εμπειρία ζωής άξιας να ειπωθεί. Με αυτό τον τρόπο, οι Μικρές λευκαδίτικες ιστορίες θα  συναντηθούν στη διασταύρωση λαογραφίας και λογοτεχνίας, σε κείμενα αφηγηματικά, όπου ο συγγραφέας τους θα αναλάβει και την «ευθύνη» διεκπεραίωσης της αφηγηματικής πράξης. Καθώς τα αφηγούμενα αναφέρονται σε πραγματικές καταστάσεις και αναγνωρίσιμα στο περιβάλλον τους πρόσωπα και εικόνες ζωής, ο αφηγητής στην πρωτοπρόσωπη αφήγησή του, ταυτίζεται με το πρόσωπο που παράγει και εκπέμπει τον αφηγηματικό λόγο.

Έχουμε λοιπόν, μια μορφή τεκμηρίων ζωής, που εν μέρει συγγενεύουν με τη φιλολογική βιογραφία και αυτοβιογραφία, αλλά απλώνονται, όπως η ίδια η κίνηση της ζωής, σε πολλά και συγγενή μεταξύ τους πεδία. Ο λαογράφος θα αναγνώσει λαογραφία, ο εθνογράφος πολιτισμικά φαινόμενα και συστήματα νοημάτων,ο κοινωνιολόγος κοινωνικά φαινόμενα, ο ψυχολόγος ανθρώπινες ψυχικές αντιδράσεις, ο ανθρωπολόγος μοτίβα συμπεριφορών και πολιτισμικά νοήματα που αναβλύζουν από κανόνες και αξίες. Αλλά τα πιο πολλά και τα γνησιότερα θα τα ξαναζήσει και θα τα νιώσει ο εντοπισμένος στον χώρο άνθρωπος καθώς θα παρακολουθεί ολόκληρα συμπλέγματα ανθρώπων-των ανθρώπων του- να ξεφυτρώνουν και να διασπείρονται μέσα στις πλούσιες εμπειρίες της ομάδας ή τις εξατομικευμένες άλλων ιστορίες.

Έτσι, ο συγγραφέας-αφηγητής, μέσα από τη βιωμένη εμπειρία του κυρίως, κινηματογραφεί την ανέλιξη της αγροτικής ζωής της Νότιας προπάντων Λευκάδας: η περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών του γεωγραφικού χώρου και της παράδοσής του, οι ποικίλες διεργασίες της οικονομικής ζωής και της περιπέτειας επιβίωσης των κατοίκων, η ησιόδεια τεχνολογία και η σταδιακή εισαγωγή της εκμηχάνισης, η παράδοση των επαγγελμάτων και η παραδοσιακή ενάσκησή τους από τους χωρικούς, οι εμπειρίες της θάλασσας-ναυτικών και ψαράδων-, τα πανηγύρια και τα έθιμα, το πείραμα των Ελβετών, το νοικοκυριό, η αισθητική των σπιτιών και της γυναικείας φορεσιάς,  το αστείο και το χιούμορ ενταγμένα σε αληθινές ιστορίες, το ποδόσφαιρο και η ψυχαγωγία, αυτοβιογραφικές μνήμες και ευγνώμονες οφειλές  σε πρόσωπα από το οικογενειακό εικονοστάσι-Η μάνα, η μάνα μου.

Μάλλον, δεν τα λέω καλά. Γιατί όλα τα παραπάνω συνιστούν μεν την πραγματολογία λαογραφικών θεμάτων, αλλά αφ’ εαυτών δεν ζουν, δεν μιλούν, δεν αισθάνονται, δεν προσωποποιούνται, δεν αναγνωρίζονται. Να, λοιπόν ποιο είναι το ξεχωριστό που προσφέρουν οι «χλωρές» Ιστορίες του Παναγιώτη. Τα πάντα ζουν, κινούνται, πορεύονται μέσα στους χρόνους τους, αισθάνονται, μιλούν, αναγνωρίζονται, έχουν ταυτότητα: δουλειά, ηλικία, χαρακτήρα, οικογένεια, εκπέμπουν συναισθήματα. Και το πιο σπαρταριστό, έχουν όνομα, επίθετο, παρατσούκλι: Το πιο ευρηματικό, χιουμοριστικό, πυκνό οικογενειακό χαρακτηρολόγιο που έρχεται από γενιά σε γενιά να ξεχωρίσει σόγια και φύτρες και που η καταγωγική έρευνά  του μπορεί να αναστήσει τις πλέον διασκεδαστικές και δημιουργικές-σατιρικές ελλάμψεις του λαϊκού ανθρώπου. Αναφέρω ενδεικτικά: Κώστας Βρεττός ή Δικηγόρος, Αποστόλης Θερμός-Τσολιάς, Νίκος Γαζής-Τσίρος, Κοσμάς Θερμός-Μπακαλάος, Bασίλης Τσιγόνιας, Γεράσιμος Μπουργανάς, Γιώργος Βαρελάς, Μήτσος Μουμούλης, Στέφανος Γερούλης-Κοσκινάς, Γιώργος Μπομπόνας, Παπαλίνας…

Ο Παναγιώτης λοιπόν δίνει κεντρική θέση στους συγκεκριμένους «επώνυμους» ανθρώπους που δημιούργησαν και βίωσαν τις ιστορίες τους- την εν τόπω και χρόνω «ιστορία». Ένα επιπλέον στοιχείο ιδιαιτερότητας είναι η επιμέρους περιοχή της Νότιας Λευκάδας, την οποία ιχνηλατεί βιωματικά και η ιδιαίτερης σημασίας χρονική περίοδος: οι δεκαετίες 1950, 1960 μέχρι τις αρχές του 1970, η μεταβατική μεταπολεμική-μετεμφυλιακή περίοδος για την Ελλάδα και το νησί, καθώς περνάμε στην εποχή της δημογραφικής αποψίλωσης των χωριών, εξαιτίας της μαζικής μετανάστευσης, σε κοινωνικούς μετασχηματισμούς και τεχνολογικές μεταβολές, που θα επηρεάσουν τη ζωή και τα ήθη των ανθρώπων της υπαίθρου, αυτών που η κοινωνική ιστορία αποκαλεί αφανείς, και που έρχονται στο προσκήνιο προσφέροντας «μια πιο ρεαλιστική και δίκαιη ανασύνθεση του παρελθόντος» (P.Thompson, Φωνές από το παρελθόν-Προφορική Ιστορία, Πλέθρον, Αθήνα 2008, σ. 35).

Πώς πετυχαίνει ο επιδέξιος αφηγητής Παναγιώτης Σκληρός αυτή τη δική του αφηγηματική και περιγραφική ανασύνθεση του παρελθόντος; Ποιες δυνατότητες και ποιους μηχανισμούς επιστρατεύει και διασυνδέει διαπλέκοντας και αλληλοσυμπληρώνοντας τα δεδομένα του; Μνήμη και βίωμα –η αυθόρμητη και εμπρόθετη ανάκληση σπαραγμάτων ζωής που βιώθηκε στην παιδική του ηλικία και επανέρχεται σε ένα λαϊκότροπο, δροσερό, ανόθευτο “storytelling revival” . (Κλασική θεραπευτική μέθοδος η αφηγηματική ανάκληση της μνήμης… Όσο πιο εμμονική, εναργής, νωπή η ανάκληση, τόσο πιο θεραπευτική», θα γράψει προσφυώς στον Πρόλογο της έκδοσης ο αγαπημένος της Λευκάδας λόγιος και στοχαστικός άνθρωπος,  Νίκος Κ. Κατηφόρης). Αλλά και έρευνα σε άλλες πηγές ακόμα και διαδικτυακές θα πραγματοποιεί ταυτόχρονα ο Παναγιώτης, όπου τα γραφόμενά του υπείκουν σε γενικότερες πολιτισμικές εμπειρίες. Αλλά, και προκειμένου να πετύχει την ακρίβεια των δεδομένων που παραθέτει και να διασώσει γνωστές ή και άγνωστες πτυχές ανθρώπων και πραγμάτων, τις προσωπικές του, ελλιπείς μνήμες θα συμπληρώσει από τις μνημονικές –βιωματικές καταθέσεις πληροφορητών του μέσω της προφορικής μαρτυρίας τους, την οποία σε κάποιες περιπτώσεις μεταφέρει αυτούσια.

Το ταλέντο του διακρίνεται στη μορφή της αφήγησης. Στο πώς «λέει» τις ιστορίες του. Χρησιμοποιώ όχι χωρίς νόημα το ρήμα «λέει» και όχι το φαινομενικά ορθότερο «γράφει», εφόσον πλέον απολαμβάνουμε τη φρεσκάδα της ανάγνωσης ενός γραπτού, τυπωμένου κειμένου-του κειμένου του. Αλλά, και καθώς οι ιστορίες του Παναγιώτη είναι οι συγχρονικές αφηγήσεις ενός προφορικού πολιτισμού, συνιστά στοιχείο αυθεντικότητας η μέθοδος που ο ίδιος επιλέγει για να τις αφηγηθεί. Κάθε παρέμβαση ή «διόρθωση» «ακαδημαϊκή» ή λόγια δεν θα είχε να προσφέρει παρά τη νόθευση μιας καθαρής, διαυγούς, γνήσιας «προφορικής ιστορίας», που δεν λειτουργεί με τη συνειδητή μέθοδο του επιστήμονα, αλλά με την αυθορμησία και τη μαεστρία του λαϊκότροπου καλλιτέχνη. Ίσως ο P.Thompson, όταν έγραφε τον συγκεντρωτικό για την Προφορική Ιστορία τόμο: Τhe Voice of the Past, θα έβρισκε απαντήσεις σε κάποιες από τις απορίες του, μέσα στις Μικρές λευκαδίτικες ιστορίες του Παναγιώτη: «Ήθελα να μάθω πώς ήταν να είναι κανείς παιδί ή γονέας εκείνη την εποχή, πώς γνωρίζονταν οι άνθρωποι και φλέρταραν μεταξύ τους, πώς συμβίωναν, πώς έβρισκαν και άλλαζαν δουλειές…πώς έβλεπαν τους εργοδότες τους…» Κι αυτό γιατί ο Παναγιώτης δεν διαχωρίζει τη θέση του από τους τόπους, τους ανθρώπους, τους χρόνους και τις λειτουργίες τους-από τη ζωή τους. Βλασταίνει από τα εσώψυχα της γης τους, ανασαίνει τον αέρα τους, μιλάει τη γλώσσα τους-πόσο άνετα και φυσικά ενσπείρει τις λέξεις της ντοπιολαλιάς στα κείμενά του-, είναι βαθιά ποτισμένος από το ήθος του πολιτισμού τους. Ο λόγος της γραφής του είναι ο «εξ αίματος»  λόγος τους. Και η πραγματική τους αξία. «Ό,τι κι αν κάνουμε οφείλουμε να ζούμε τη ζωή μας σαν υπεύθυνοι κληρονόμοι της», είχε γράψει ο K.J. Weintraub.

Ο Παναγιώτης, λοιπόν, έπραξε πολλά. Και πράττει συνεχώς, δοκιμάζοντας και δοκιμαζόμενος. Γι’ αυτό μπορούμε να τον δούμε σαν τον άξιο κληρονόμο εκείνης της ζωής. Που απομνημειώνεται διεκδικητική στη γραφή του. Τον ευχαριστούμε για λογαριασμό όσων δεν μπορούν πια να το ζήσουν αυτό, να το πράξουν…