Πευκοδάσος Φρυνίου-Φανερωμένης: πέρα απ’ την Παναγιά το προστατεύει κανείς άλλος;

Κείμενο/φωτογραφία: Δημήτρης Βεργίνης

Τελευταίες τάξεις δημοτικού, πρώτες γυμνασίου, σχεδόν 35 χρόνια πίσω. Ο μηνιαίος «περίπατός» μας γινόταν στο δασάκι του Φρυνίου πριν τη Φανερωμένη. Ήταν τότε που από ό,τι θυμάμαι για πρώτη φορά είχε καθαριστεί, είχαν ανοιχτεί μονοπάτια, είχαν τοποθετηθεί παγκάκια.

Οι δάσκαλοι/καθηγητές φοβόταν κάπως όταν πλησίαζε το καλοκαίρι, αγχώνονταν κυρίως για τα φίδια. Μας έλεγαν να μένουμε κοντά στον δρόμο και να περπατάμε μόνο όπου ήταν εντελώς καθαρό. Δεν ξέρω πόσο τους ακούγαμε, η μνήμη μου δεν τα πάει τέλεια με τις λεπτομέρειες. Τα πάει πολύ καλά όμως με τις αισθήσεις που αυτές της αφήνουν. Κι η αίσθηση εκείνων των περιπάτων είναι γεμάτη απ’ τη μυρωδιά του πεύκου, γεμάτη απ’ την αφή των πευκοβελόνων και των κουκουναριών που μαζεύαμε. Είναι γεμάτη απ’ τη βεβαιότητα ότι ως παιδιά υπήρχαμε σε έναν τόπο όμορφο, σε ένα μικρό δάσος, στην καρδιά της φύσης της Λευκάδας.

Το δασάκι ευτυχώς είναι ακόμη εκεί. Η Λευκάδα δεν ανήκει στα νησιά που έχουν καεί, το πράσινο κυριαρχεί -κι αυτό μαζί με τις παραλίες μας είναι που μας διαφημίζει στον πλανήτη. Αυτά είναι που μας κάνουν να αντέχουμε και να προσπαθούμε για αυτόν τον τόπο κόντρα στον υπερ-τουρισμό και την δίχως όρια δόμηση.

Θα παραμείνει όμως το δασάκι εκεί; Για πόσο; Τι κάνουμε για να το προστατεύσουμε πέρα απ’ το σταυρό μας στην Παναγία και την πίστη μας στους πυροσβέστες; Όπως απαντήθηκε μέσα στο χειμώνα, σε ερώτηση προς τις αρχές του τόπου: «δεν υπάρχουν χρήματα για να καθαριστεί».

Και άρα; Άρα το δασάκι έχει την εικόνα που βλέπουμε περνώντας από εκεί. Ακαθάριστο, με τους θάμνους να έχουν γίνει μάζα συμπαγής, να έχουν ψηλώσει αγγίζοντας τα χαμηλότερα κλαδιά των δέντρων, τα μονοπάτια εξαφανισμένα, τα παλιά κλαδιά των πεύκων πεσμένα, τα παγκάκια και τα κιόσκια σάπια και γκρεμισμένα. Γνωρίζουμε την καυστική δύναμη του πεύκου, γνωρίζουμε σε πόσο χρόνο όλα θα εξαφανιστούν αν γίνει η στραβή, γνωρίζουμε και τι θα συμβεί στο Μοναστήρι ή στο Φρύνι ανάλογα προς τα πού θα φυσάει εκείνη τη μέρα, έτσι; Έτσι.

Το αφήνουμε όμως. Χωρίς να ψάχνουμε δεύτερες λύσεις πέρα από την κεντρική χρηματοδότηση (που ούτως ή άλλως είναι πανελλήνια πετσοκομμένη με βάση τις ανάγκες) και την ανάθεση καθαρισμού σε κάποια εταιρεία. Το αφήνουμε και μετά θα μιλάμε για την κλιματική αλλαγή ή θα ψάχνουμε για εμπρηστές. Ναι, υπάρχει η κλιματική αλλαγή αλλά δεν μπορεί η επίκλησή της να είναι το χάπι που γιατρεύει όλες τις παραλήψεις μας. Κάθε άλλο, επειδή είναι εδώ, επειδή είναι ραγδαία, θα πρέπει κι εμείς εκεί που επενδύαμε ένα στην πρόληψη, πια να επενδύουμε δέκα, εκατό, χίλια! Όχι μόνο σε χρήμα αλλά και σε κόπο και σε ιδέες.

Ό,τι αφήνουμε το βρίσκουμε μπροστά μας. Ας είναι να το ξαναπιάσουμε πριν να κλαίμε πάνω από στάχτες.