Κείμενο/φωτογραφία: Δημήτρης Βεργίνης
Η σκουριά έχει ερωτική σχέση με την αρμύρα. Στο άγγιγμά της, στο σκέπασμά της, εμφανίζεται. Είναι εκεί ως απόδειξη της επαφής της με το σίδερο. Ήξερε ο Καββαδίας που την αποκαλούσε “αγία”*. Κι όπως κάθε άγιος θέλει την αφοσίωση για να δείχνει κι αυτός την ανταπόδοση. Αν αφήσεις το σίδερο έρμαιο, αν δεν το ξύσεις, δεν το ασταρώσεις, δεν το βάψεις η αρμύρα θα κάνει τη δουλειά της. Η σκουριά θα εμφανιστεί, θα διαβρώσει, εν τέλει θα κυριαρχήσει.
Το παλιό Πέραμα, πλάι στη γέφυρα, αφημένο στο χρόνο και το αλάτι, παραδομένο στο ωχρό της σκουριάς. Εκεί, να θυμίζει στους παλιούς τη χρήση του, να απορούν οι νεότεροι για τα “παλιοσίδερα”. Άλλοτε με 6-8 αυτοκίνητα μέσα, άλλοτε μόνο με ένα να κάνει τη διαδρομή του κι οι αλυσίδες να σκούζουν. Να ακούγονται ως την πόλη, να λες “κάποιος έφυγε, κάποιος πάει ταξίδι” ή “τι ώρα είναι; Ήρθε το λεωφορείο; Κάποιος μπήκε πάλι”.
Η εγκατάλειψη προκαλεί πάντα θλίψη. Ό,τι κι αν εγκαταλείπουμε. Αντιγυρίζει ως προσωπικός φόβος. Τη θέση της παίρνουν φαντάσματα. Εν προκειμένω: σκουριασμένα φαντάσματα.
*«Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.»
(Νίκος Καββαδίας, Fata Morgana, από την ποιητική συλλογή «Τραβέρσο»)