Λευκαδίτικα έθιμα των γιορτών

Πλησιάζοντας οι μέρες των γιορτών όλοι μπαίνουμε σε μια διάθεση πιο ήρεμη, πιο κατανυκτική. Τα έθιμα των ημερών βοηθούν σε αυτό. Στη Λευκάδα, ανάμεσα σε άλλα που υπάρχουν σε ολόκληρη την Ελλάδα, έχουμε και τα δικά μας που μερικά τα συντηρούμε και μερικά σιγά-σιγά, με την πάροδο του χρόνου ξεθωριάζουν και μένουν πίσω.
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο του Ηλία Γεωργάκη «Η δική μου Λευκάδα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Fagottobooks, βρίσκουμε τα παρακάτω έθιμα για τις μέρες των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων:

«Οι κουτσούνες: Κουτσούνες λέγονται οι αγριοκρεμμύδες. Θεωρούνται σύμβολα τύχης. Παιδιά –και όχι μόνο– ξεριζώνουν κουτσούνες απ’ τις εξοχές της Χώρας και των χωριών και τις πηγαίνουν στα σπίτια τους ή τις πουλάνε. Στα χωριά τις έβαζαν στο κατώι, πάνω σε μια καπάσα ή ένα βαένι με λάδι ή τις κρεμούσαν σ’ ένα πατωμάτερο. Στη Χώρα τις τοποθετούσαν στην κουζίνα.

Η βασιλόπιτα: Το καθιερωμένο γλύκισμα των ημερών και το παραδοσιακό λευκαδίτικο γλυκό, το ταιριαστό σε κάθε περίσταση: η λαδόπιτα ή κουσμερή, που την Πρωτοχρονιά λέγεται «βασιλόπιτα». Οι λαδόπιτες ήταν μελόπιτες (με μέλι), ζαχαρόπιτες (με ζάχαρη) ή πετιμεζόπιτες (με πετιμέζι, δηλ. σιρόπι βρασμένου μούστου). Την έκοβε ο αρχηγός της οικογένειας το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Έκοβε πρώτα ένα κομμάτι για τον Χριστό, ύστερα της Παναγίας, του Αγίου Βασιλείου και για κάθε μέλος της οικογένειας. Όποιος πετύχει στο κομμάτι του το κρυμμένο φλουρί, θα ’ναι ο καλότυχος της χρονιάς.

Τα κάλαντα: Το πρωί της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα κάλαντα. Οι νοικοκυρές τους έδιναν, για το καλό, χρήματα, πίτα κ.ά. φιλέματα. Στη χώρα έβγαιναν την παραμονή, μα όχι μόνο παιδιά. Γύριζαν και οι μεγάλοι. Έτσι, οι ψαράδες των παραλιακών συνοικιών έφκιαναν μια μικρή βάρκα, τη φώτιζαν, την στόλιζαν όμορφα και κρατώντας την στα χέρια, έψαλαν τα κάλαντα. Μπροστά πήγαινε ο αρχηγός των καλαντάρηδων μ’ ένα πορτοκάλι στα χέρια, που συνήθως το τοποθετούσαν μέσα σε πιατέλο στρωμένο με κεντητό πετσετάκι. Μαζί τους είχαν κι ένα φωνόγραφο «για να τα λέει μελωδικά!». Χτυπούσαν τις πόρτες κι έλεγαν:

«Να τα πούμε;»
«Πέστε τα, ψυχούλα μου», ακουόταν η απάντηση από μέσα.

Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
Βαστάει πένα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί ομίλει:
«Βασίλη μ’, πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;».
«Από το σπίτι μ’ έρχομαι και στο σκολειό πηγαίνω.».
«Βασίλη, αν ξέρεις γράμματα, πες μας την Άλφα-Βήτα
Και στο ραβδί του ακούμπησε να πει την Άλφα-Βήτα.
Μα το ραβδί του ήταν ξερό και εβλάστησε κλωνάρια
Και στα κλωνάρια εκάθονταν πουλιά και κελαηδούσαν
Και τα εβλόγαε ο Χριστός, Χριστός και Παναγιά.
Και του χρόνου να ’σαστε όλοι καλά!»

Η Διάνα: Η Διάνα είναι πρωτοχρονιάτικο έθιμο της χώρας. Πρόκειται μάλλον για κατάλοιπο της Ενετοκρατίας. Ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς, γύρω στις 4 π.μ., έβγαινε η μπάντα της «Φιλαρμονικής» και γύριζε μέσα στην πόλη παίζοντας το «εωθινό» και τα κάλαντα μέχρι να ξημερώσει. Τα παλιότερα χρόνια τη «Διάνα» ακολούθαγαν σχεδόν όλοι οι Λευκαδίτες, με πρωταγωνιστές τους ντορατζήδες, που με τις εύθυμες φάρσες τους προκαλούσαν μεγάλο φαρομανητό. Ο Παν. Ματαφιάς εικάζει ότι το όνομα της «Διάνας» προέρχεται απ’ την ιταλική λέξη Diana, που σημαίνει Αυγερινός και εγερτήριο, το χρονικό διάστημα μεταξύ 4 και 8 π.μ., μια και οι ώρες αυτές συμπίπτουν με τις ώρες που τελείται η πρωτοχρονιάτικη Διάνα. Να σημειωθεί εδώ ότι ενώ η «Φιλαρμονική» σήμερα βγαίνει αργότερα, διάφορες παρέες αναβιώνουν τη «Διάνα», προκαλούν στο πέρασμά τους βιβλική καταστροφή, ακόμη και σε περίπτερα και άλλα καταστήματα του Παζαριού. Νομίζω πάντως ότι ανάμεσα στις καλοστημένες φάρσες και τους βανδαλισμούς υπάρχει μεγάλη διαφορά.

Το αμίλητο νερό: Την ώρα που γινόταν η Διάνα, οι νοικοκυρές έπρεπε να σηκωθούν και να πάρουν απ’ τις διάφορες βρύσες της Χώρας το «αμίλητο νερό». Αυτή που θα το ’παιρνε, έπρεπε να μη μιλήσει καθόλου από τη στιγμή που θα ’βγαινε απ’ το σπίτι ώσπου να επιστρέψει. Με το νερό αυτό οι νοικοκυρές γέμιζαν το ανανεωμένο καντήλι στο εικονοστάσι, ραντίζοντας τις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, ψιθυρίζοντας ευχές για να τους πάει καλά ο καινούριος χρόνος. Για να τις πειράξουν οι «κονσόλοι», πολλές φορές έσπαγαν τα αγγειά των γυναικών για να τις προκαλέσουν να μιλήσουν. Όσες άντεχαν στον πειρασμό, γύριζαν αμίλητες στο σπίτι για να πάρουν καινούριο δοχείο. Με τη λειτουργία, γίνονται επισκέψεις στα συγγενικά σπίτια ή στους αναδεχτούς και οι νοικοκυραίοι κάνουν τη στρούνα (μπουναμά) για το καλό. Παλιότερα πρόσεχαν πολύ το ποδαρικό, δηλ. ποιος θα μπει πρώτος στο σπίτι τους. Πολλές φορές καλούν παιδιά ή όποιους θεωρούν καλοΐσκιωτους για να τους κάνουν ποδαρικό, με το σχετικό φιλοδώρημα. Εννοείται ότι αποφεύγουν αυτούς που θεωρούν γρουσούζηδες. Τέλος, χαρακτηριστικό των ημερών είναι το χαρτοπαίγνιο, για το καλό κι αυτό (!!!), που μπορεί να αφορά μικροποσά, μπορεί όμως να πρόκειται και για αρκετά χρήματα.

Θεοφάνεια: το έθιμο με τα πορτοκάλια
Στην πόλη της Λευκάδας την ημέρα των Θεοφανείων, ο αγιασμός των υδάτων γίνεται με μεγαλοπρέπεια. Αφού ολοκληρωθεί στους ναούς η ιερή τελετουργία της ημέρας, ο Μητροπολίτης ξεκινά από τον Ναό της Ευαγγελίστριας, τη Μητρόπολη –συνοδεία της «Φιλαρμονικής»– και τον ακολουθούν οι πιστοί και όλη η ιερή πομπή με τα εξαπτέρυγα, τους φανούς, τις σκόλες και βέβαια την ιερή εικόνα της Βαπτίσεως και φτάνει στο λιμάνι, όπου ρίχνει τον σταυρό στη θάλασσα. Κάποιοι ευλαβείς βουτούν για να τον βγάλουν και οι υπόλοιποι κρατούν πορτοκάλια, που το κλαδάκι τους είναι δεμένο με έναν σπάγκο, τα οποία βουτούν τρεις φορές στη θάλασσα, την ίδια στιγμή που ο Μητροπολίτης ρίχνει τον σταυρό. Αυτά τα πορτοκάλια στη συνέχεια τα κρεμούν στα εικονίσματα.
Και αυτό το έθιμο θεωρείται κατάλοιπο της Ενετοκρατίας. Τότε η τελετή της κατάδυσης γινόταν στο παλιό υδραγωγείο της πόλης. Σ’ αυτή την περιοχή υπήρχαν τα κτήματα των γαιοκτημόνων της εποχής εκείνης γεμάτα εσπεριδοειδή και κυρίως πορτοκαλιές. Οι ευγενείς λοιπόν, προφανώς για να ευλογηθεί η παραγωγή τους, συνήθιζαν να ρίχνουν τα πορτοκάλια μέσα στο καθαγιασμένο νερό και κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε το έθιμο αυτό.»