Εθνική Πινακοθήκη: Η ιδανική Ελλάδα του Κωνσταντίνου Παρθένη

O κοσμοπολίτης, ο δάσκαλος, ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος που μέσα στα έργα του συνοψίζεται η ιστορία της τέχνης της Ελλάδας και του Βυζαντίου, ο Κωνσταντίνος Παρθένης τιμάται από την Εθνική Πινακοθήκη με την πρώτη μεγάλη περιοδική έκθεση από την έναρξη της λειτουργίας της στο ανακαινισμένο κτίριο, με μια έκθεση που προετοίμασε μέχρι τέλους και με κάθε λεπτομέρεια η εκλιπούσα διευθύντρια της πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, στην οποία αφιερώνεται και η έκθεση. Έναρξη της λειτουργίας για το κοινό θα γίνει στις 6 Ιουλίου και η διάρκειά της θα είναι μέχρι τις 28 Νοεμβρίου 2022.

Στην έκθεση περιλαμβάνονται τα έργα που ανήκουν στην Εθνική Πινακοθήκη και άλλα που προέρχονται από ιδιωτικές συλλογές, πολλά από τα οποία εκτίθενται για πρώτη φορά.

Ανάμεσα στα δέντρα που μοιάζουν σαν φλόγες που υψώνονται στον ουρανό, τις σβησμένες χωρίς όρια συνθέσεις, τα λευκόχρωμα πορτρέτα των αστών και τις σκούρες όψεις των ελληνικών νησιών, θρησκευτικές εικόνες με κάλλος και επιρροή από την ευρωπαϊκή ζωγραφική, λάμπει η πάλλευκη ομορφιά της γυναίκας του Σοφίας σε ένα γυμνό εξιδανικευμένης ομορφιάς και αγνότητας.

Διαμάντι της έκθεσης το σημειωματάρο του, γραμμένο στα γαλλικά –ο Παρθένης μιλούσε στα γαλλικά και τα ιταλικά με την οικογένειά του– και τα 70 σχέδια, τεκμήρια της πυρετικής δημιουργικής ζωής του, διπλα στα εκατό και πλέον έργα του.

Στην ανατολή του 20ού αιώνα, με καταγωγή από την Αλεξάνδρεια της ευμάρειας και της πολυπολιτισμικής ατμόσφαιρας και με σπουδές στην ελληνική γλώσσα και τη μουσική και στα τρία κέντρα της Ευρώπης Ρώμη, Βιέννη, Παρίσι, που διαμόρφωσαν τόσο τον καλλιτεχνικό προσανατολισμό όσο και την αινιγματική, μοναχική και πολύτροπη προσωπικότητά του, ο Παρθένης ήταν αυτός που αναμόρφωσε την επαρχιακή καλλιτεχνική σκηνή της Ελλάδας.

Ο συμβολισμός της πρώτης αυτής αναδρομικής έκθεσης, που αφιερώνεται σε Έλληνα καλλιτέχνη στη νέα Εθνική Πινακοθήκη, δεν είναι τυχαίος, ο Παρθένης ξεκινά από τα κέντρα της Ευρώπης και καταλήγει να κοιτάζει την Ακρόπολη από το σπίτι του απέναντι από τους πρόποδές της.

Ο συμβολισμός της πρώτης αυτής αναδρομικής έκθεσης που αφιερώνεται σε Έλληνα καλλιτέχνη στη νέα Εθνική Πινακοθήκη δεν είναι τυχαίος. Ο Παρθένης ξεκινά από τα κέντρα της Ευρώπης και καταλήγει να κοιτάζει την Ακρόπολη από το σπίτι του απέναντι από τους πρόποδές της.

Η ζωγραφική του βρίσκεται σε διαρκή δημιουργικό διάλογο, πάντα με προσωπικό ύφος, με τα εικαστικά ρεύματα του μοντερνισμού, ενώ οι εικονογραφικές αναφορές στην αρχαιότητα και στη βυζαντινή τέχνη διαμορφώνουν ένα προσωπικό ζωγραφικό ιδίωμα που εξελίσσεται σταθερά μέχρι το τέλος της ζωής του μέσα από μια πληθώρα έργων.

«Η καλλιτεχνική δημιουργία του Παρθένη χαρακτηρίζεται από συνεχείς πρωτεϊκές μεταμορφώσεις. Μόνο ο ομήλικός του Picasso (1881-1973) μπορεί να παραβληθεί μαζί του σε αυτό τον τομέα.

Άλλωστε, ο Έλληνας μοιράζεται με τον Ισπανό ομότεχνό του και ένα άλλο σπάνιο προνόμιο: ότι και οι δυο καλλιτέχνες καταφέρνουν να διατηρούν μια στιλιστική σταθερά, έναν ευανάγνωστο γενετικό κώδικα, ένα άμεσα αναγνωρίσιμο ύφος που διαπερνά και ενοποιεί τις πολύτροπες αναζητήσεις τους.

Αυτό που χαρίζει στο έργο του Παρθένη τη μοναδική ατομικότητά του είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζει την καλλιτεχνική δημιουργία, ως καθαρά πνευματική υπόθεση, ως cosa mentale, όπως την όρισε ο Leonardo da Vinci (1459-1519).

Ο τελικός προορισμός της είναι η καθαρή ποίηση, αλλά ο δρόμος που οδηγεί σε αυτή την κορυφή είναι η έρευνα, η γνώση, η σοφία: “Η τέχνη όμως πρέπει να έχει και την επιστήμη της… Και την επιστήμη μπορεί καθένας να τη διδαχτεί. Η τέχνη είναι ουσιαστικά ατομική, προσωπική”.

Το καταλυτικό στοιχείο της τελικής αλχημικής κράσης, που συναιρεί και συγχωνεύει τον ιδιότυπο εκλεκτισμό του Αλεξανδρινού καλλιτέχνη, και που συνιστά εν τέλει την πεμπτουσία του ύφους του, είναι μια ιδανική άνω πατρίδα του μύθου, της ιστορίας και της τέχνης, όπως τη θεάται ένας μορφωμένος Έλληνας της διασποράς από προοπτική απόσταση.

Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που είδε και μετουσίωσε στην ποίησή του ο Καβάφης την ιστορία και τον μύθο μιας φιλτάτης ιδεατής και διαχρονικής Ελλάδας με νοσταλγία, εκ του μακρόθεν. Γιατί στην πραγματικότητα ο Παρθένης παρέμεινε για πάντα εθελοντικά αυτοεξόριστος και ανένταχτος, πολίτης της δικής του ουτοπικής Ελλάδας» γράφει η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα.

Ο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878–1967) και ο σκύλος του Ρούμπενς. Φωτο: Wikipedia

Ο Παρθένης έρχεται από έναν άλλο κόσμο, κομίζει έναν άλλο αέρα και έχει συνείδηση της διαφοράς του από τους ομοτέχνους του στη φτωχή καλλιτεχνικά χώρα μας των αρχών του αιώνα.

Η υπερήφανη, αν όχι υπεροπτική, στάση του, αν αληθεύει αυτή η υπόθεση εργασίας, ανακαλεί στη μνήμη έναν άλλο Έλληνα καλλιτέχνη της διασποράς, τον οποίο ο Παρθένης θαύμαζε: τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο.

Ήταν 25 ετών όταν έφτασε στην Ελλάδα και κάνει αισθητή την παρουσία του συμμετέχοντας στην έκθεση του Ζαππείου και το 1903, αλλά μη σταματώντας εκεί θα ταξιδέψει στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη, στο Πόρο και το Κάιρο ζωγραφίζοντας τοπία και επιχειρώντας να συνθέσει τη βυζαντινή παράδοση με τη δυτική τέχνη.

Αργότερα θα βρεθεί στο Παρίσι και τη Βιέννη και θα δεχθεί τις επιρροές  του συμβολισμού, ενώ πιστεύει ότι «ο καλλιτέχνης είχε ως προορισμό «να σμίγει εις τον συνηθισμένο κόσμο έναν κόσμο υπερφυσικό».

Μελετά τον Σεζάν για να αναπτύξει την αναλυτική διδακτική μέθοδο, που θα εφαρμόσει αργότερα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.

Όπως επισημαίνει ο Ευγένιος Ματθιόπουλος στην εξαίρετη μονογραφία που του αφιέρωσε, ο Παρθένης είχε την ευκαιρία να γνωρίσει στο Παρίσι, όχι μόνο το έργο του πρωτεργάτη του Κυβισμού Pablo Picasso (1881-1973) στην έκθεση της γκαλερί Notre-Dame-des-Champs (1910), αλλά και τους άλλους εκπροσώπους του κινήματος που είχαν παρουσιαστεί ομαδικά στο Salon des Indépendants το 1911.

Από τα έργα που είδε στο Παρίσι και δεν λησμόνησε ο Αλεξανδρινός ήταν οι δυο μνημειακές συνθέσεις του Matisse (1869-1954) «Χορός και Μουσική», που παρουσιάστηκαν στο Salon του 1910. Την απήχησή τους θα τη συναντήσουμε σε πολλά έργα της ωριμότητας του ζωγράφου.

Τοπίο, 1912-1917, Λάδι σε ύφασμα, Κληροδοσία αντί Φόρου Κληρονομίας Νικολάου Παρθένη. Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, αρ. έργου 9986

Από το φθινόπωρο του 1917, μετά από λίγα χρόνια παραμονής στην Κέρκυρα, η οικογένεια του Παρθένη μετοικεί και εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα. Τότε μόνο ο ζωγράφος αποκτά και την ελληνική ιθαγένεια, γεγονός που μεταφράζει την απόφασή του να εγκατασταθεί πλέον οριστικά στην Ελλάδα.

Η ανάρρηση την ίδια χρονιά στην εξουσία του Βενιζέλου και του κόμματος των Φιλελευθέρων είναι μια ευτυχής συγκυρία, καθώς το προοδευτικό και ανανεωτικό πρόγραμμα του κόμματος αγκαλιάζει και εμψυχώνει ολόκληρη την πνευματική ζωή.

Ο Παρθένης, που έμελλε να παραμείνει σε όλη του τη ζωή ανένταχτος, μοναχικός και αποσυνάγωγος, αισθάνεται για πρώτη και ίσως για μοναδική φορά ότι ανήκει σε μια κοινότητα που τον αποδέχεται, τον θαυμάζει και τον υποστηρίζει.

Η επίσημη καθιέρωσή του επισφραγίζεται από τη μεγάλη αναδρομική έκθεση, που οργανώνεται στο Ζάππειο το 1920, με 123 ελαιογραφίες και 113 σχέδια, και τη βράβευσή του με το Εθνικό Αριστείο Ζωγραφικής.

Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου, πριν από το 1933, Λάδι, μολυβοκάρβουνο και μολύβι σε καμβά 371 x 380 εκ., Δωρεά Σοφίας Παρθένη. Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, αρ. έργου 6506

Μόνο αυτή την περίοδο ο ζωγράφος συμπλέει με τους ομοτέχνους του της «Ομάδας Τέχνη», που φιλοτεχνούν τις δυο πρώτες δεκαετίες του αιώνα έργα αμιγώς υπαιθριστικά, ανταποκρινόμενοι στο αίτημα της δημιουργίας ενός ελληνικού μοντερνισμού.

Αμέσως μετά εμφανίζονται και επιβάλλονται στο έργο του οι ισχυρές σχηματοποιήσεις, ενώ ένας ποιητικός άνεμος μεταμορφώνει τα ύπαιθρά του σε υπερβατικά οράματα των «Ηλυσίων πεδίων».

Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, οι σχηματοποιήσεις αυτές αποκαλύπτουν τη λανθάνουσα ποιότητα του αττικού φωτός, που κάνει τους όγκους να διαγράφονται με καθαρότητα και συσπειρώνει τα σχήματα, δίνοντας το πρωτείο στη γραμμή έναντι του χρώματος.

Είναι το στοιχείο εκείνο που ο διορατικός Τσαρούχης θα αποκαλέσει «αττικισμό» στη ζωγραφική του δασκάλου του: «ο Παρθένης ανακαλύπτει ένα καινούργιο πράγμα: την αττική λιτότητα. Είτε κάνει ένα κανατάκι, είτε τον Αθανάσιο Διάκο, είτε κάνει οτιδήποτε, έχει αγγίξει αυτή την αιχμηρότητα του μαρμάρου μέσα στο πολύτιμο ελληνικό φως».

Προσωπογραφία Ιουλίας Παρθένη, 1909-1911. Λάδι σε καμβά, 185 x 97 εκ.. Δωρεά Σοφίας Παρθένη. Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου αρ. έργου 6486

«Ο θαυμασμός για το έργο του και η φιλία του με ισχυρούς παράγοντες της πολιτικής και της καλλιτεχνικής ζωής, όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, θα του εξασφαλίσουν αργότερα (1929) τον διορισμό του στην Σχολή Καλών Τεχνών.

Δυστυχώς, από την πρώτη στιγμή ο άτυπος τρόπος διορισμού του, οι καινοτομίες στη διδασκαλία του, που περιγράφονται με διορατικό και διεισδυτικό τρόπο από τον μαθητή του Γιάννη Τσαρούχη, αλλά και η ενδιάθετη υπεροψία του, που απέρρεε από το λανθάνον αίσθημα υπεροχής που περιγράψαμε, οδήγησαν γρήγορα σε ένα κλίμα καχυποψίας που δεν άργησε να μεταστραφεί σε εχθρότητα εξωθώντας τον μεγάλο δάσκαλο στην εσωστρέφεια, στην απομόνωση και τελικά στην παραίτησή του το 1947.

Η υψηλή πνευματικότητα και ο ιδεαλισμός του Παρθένη επέτειναν το αίσθημα της μοναξιάς του. Το 1930, μιλώντας στην εφημερίδα Πρωία (27/1) επισημαίνει την καθυστέρηση της Ελλάδας στον τομέα των Τεχνών: “οι καλλιτέχναι θα πεισθούν ότι πρέπει να εργάζονται με τον νουν και την ψυχήν και όχι μόνον με τον χρωστήρα και την σμίλην”» γράφει στον κατάλογο η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα.

Η δεκαετία του ’20 θα δει τον Παρθένη να αποσύρεται βαθμιαία από τα εγκόσμια και να βυθίζεται στον οραματικό κόσμο της ώριμης ζωγραφικής του, που ενοικείται από αλληγορικές και συμβολικές παραστάσεις. Οι μορφές του, καμπυλόγραμμες, κυματοειδείς, χορευτικές, εντάσσονται αρμονικά στον χώρο δημιουργώντας μελωδικές ρίμες με τα περιβάλλοντα συνθετικά στοιχεία, δέντρα, βουνά, λόφους. Το χρώμα θα αρχίσει να υποχωρεί δίνοντας τη θέση του σε πιο εγκεφαλικά σχήματα, που παραπέμπουν στην αναλυτική φάση του κυβισμού.

Λουόμενες, πριν το 1919, Λάδι σε καμβά, Δωρεά Σοφίας Παρθένη

Η γραφή του Παρθένη γίνεται ολοένα και πιο γεωμετρική, η καμπύλη και η ευθεία εναλλάσσονται, συχνά χαραγμένες με τον χάρακα και τον διαβήτη, ενώ η ζωγραφική ύλη ελαφρώνει, γίνεται πνευματικός αιθέρας.

Μόνο στο φως το λευκό αποκτά υλική υπόσταση. Ο καμβάς, γυμνός, μεταμορφώνεται σε οθόνη, όπου προβάλλονται οι υπερβατικές εικόνες των μεγάλων οραματικών συνθέσεων, που απασχολούν σχεδόν αποκλειστικά την έμπνευση του καλλιτέχνη τη δεκαετία του ’30.

Η πλούσια συγκομιδή των έργων του θα παρουσιαστεί το 1938 στην Biennale της Βενετίας –μαζί με τα έργα του γλύπτη Μιχάλη Τόμπρου και του χαράκτη Άγγελου Θεοδωρόπουλου– και θα γνωρίσει θετική υποδοχή.

Το καταλυτικό στοιχείο της τελικής αλχημικής κράσης, που συναιρεί και συγχωνεύει τον ιδιότυπο εκλεκτισμό του Αλεξανδρινού καλλιτέχνη και που συνιστά εν τέλει την πεμπτουσία του ύφους του, είναι μια ιδανική άνω πατρίδα του μύθου, της ιστορίας και της τέχνης, όπως τη θεάται ένας μορφωμένος Έλληνας της διασποράς από προοπτική απόσταση. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που είδε και μετουσίωσε στην ποίησή του ο Καβάφης την ιστορία και τον μύθο μιας φιλτάτης ιδεατής και διαχρονικής Ελλάδας με νοσταλγία, εκ του μακρόθεν.

Γιατί στην πραγματικότητα ο Παρθένης παρέμεινε για πάντα εθελοντικά αυτοεξόριστος και ανένταχτος, πολίτης της δικής του ουτοπικής Ελλάδας. «Η ζωγραφική είναι η τέλεια τέχνη. Βεβαιώνει τη δόξα του κόσμου πιο φανερά και περίλαμπρα και συνοψίζει όλες τις άλλες τέχνες» έλεγε ο Κ. Παρθένης.

Κωνσταντίνος Παρθένης. Η ιδανική Ελλάδα της ζωγραφικής του
Νέα Εθνική Πινακοθήκη
Διάρκεια: 6/7 – 28/11

Μάχη του Ηρακλή με τις Αμαζόνες, 1921-1927, Λάδι σε καμβά, Δωρεά Σοφίας Παρθένη. Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, αρ. έργου 6503

Η αποθέωση του Αθανασίου Διάκου, πριν το 1927. Λάδι σε καμβά, 117,5 x 117 εκ.. Ιδιωτική συλλογή

Ο Χριστός-Ανθρωπότης, 1898–1900, Λάδι σε καμβά, 200 x 200 εκ. Δωρεά Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας. Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, αρ. έργου 522

Θρήνος, Αποκαθήλωση, 1917, Λάδι σε καμβά, 115 x 130 εκ. Ιδιωτική συλλογή

Κείμενο: Αργυρώ Μποζώνη

πηγή