Λιμνοθάλασσα Λευκάδας – Ξαναγράφοντας το τοπίο

Του Δ. Σπ. Τσερέ

ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΛΕΥΚΑΔΑΣ
Διαχρονικές κατόψεις του τοπίου ( 7ος αι. π.χ. έως σήμερα)*

Εισαγωγικά

Πρώτον: Αναλαμβάνοντας να μιλήσω σ’ αυτή την ημερίδα, βρέθηκα μπροστά στο πολλαπλό «δίλημμα»: Τι να επιλέξω από την απέραντη γνωστική ύλη, που έχει σωρευτεί επί του προς εισήγηση θέματος; Και τι προλαβαίνει να αναπτύξει κανείς σε μια εισήγηση 20 λεπτών; Το πολλαπλό δίλημμα κατέληξε τελικά σε κανονικό δίλημμα: Να συλλέξω και να παρουσιάσω τις μαρτυρίες, που αφορούν αποκλειστικά τα της εκμετάλλευσης του ιχθυοτροφείου, αφότου έχουμε μαρτυρίες περί αυτού (ήτοι από τα χρόνια της Βενετοκρατίας[1]) ως σήμερα ή να περιγράψω σε αδρές γραμμές τις όψεις του τοπίου της λευκαδικής λιμνοθάλασσας στις διαχρονικές του μεταβολές  από τον 7αι. ως τη σύγχρονη εποχή; Επέλεξα το δεύτερο, γνωρίζοντας αφενός ότι το πρώτο, ή τουλάχιστον κάποιες πτυχές του, θα απασχολήσει και τους συνεισηγητές μου και δεύτερον – και κυρίως – ότι αυτό θα συνέβαλε περισσότερο στην επιτυχία της σημερινής εκδήλωσης.

Δεύτερον: Αυτά που θα σας πω δεν είναι αποτέλεσμα δικής μου πρωτότυπης έρευνας. Εγώ απλώς μελέτησα και συγκέντρωσα αυτά που έγραψαν οι προηγούμενοι, κυρίως ο Δαίλπεφρδ με τους συνεργάτες του και ο Παναγιώτης Ροντογιάννης (μέσα στις εργασίες των οποίων περιέχεται και η σχετική βιβλιογραφία) και δευτερευόντως ο Κωνσταντίνος Μαχαιράς και ο Σπυρίδων Βλαντής – από τους επιζώντες δε ο Νίκος Βαγενάς. Είμαι τρόπον τινά ένας διαμεσολαβητής μεταξύ υμών και των προηγούμενων και σαν ευσυνείδητος δάσκαλος προσπαθώ να σας μεταφέρω τη γνώση που αυτοί παρήγαγαν. Και ακριβώς επειδή αυτός είναι ο ρόλος μου, επέλεξα να απλοποιήσω τα λεγόμενά μου, ώστε οι εικόνες, που θα σας παρουσιάσω, να είναι εύληπτες. Όποιος θέλει πιο πολλά, μπορεί να καταφύγει στην πλούσια επί του θέματος βιβλιογραφία.

Ας αρχίσουμε λοιπόν το ταξίδι. Ας φανταστούμε ότι μπαίνουμε σε ένα ελικόπτερο και πετάμε πάνω και πέριξ από τη σημερινή πόλη της Λευκάδας. Μαζί μας έχουμε και την περιβόητη «μηχανή του χρόνου». Τη ρυθμίζουμε να αρχίσει να λειτουργεί εκεί γύρω στην τελευταία εικοσιπενταετία του 7ου π.χ. αιώνα (625-600 π.χ.).

Α. Τι από το σημερινό τοπίο δεν βλέπουμε:

Αρχίζουμε την παρατήρησή μας από τον Βορρά. Δεν βλέπουμε να υπάρχει το Κάστρο της Αγίας Μαύρας, οι δρόμοι από το Κάστρο προς την Ακαρνανία και προς την πόλη, η σημερινή πόλη με το λιμάνι της και τους δύο μόλους της, το συγκρότημα της «Μαρίνας», το κτίριο του Διοκητηρίου (Δημαρχείο και Περιφέρεια), και όλα τα υπόλοιπα κτίρια της περιοχής (το μεγάλο κτιριακό σχολικό συγκρότημα, το κλειστό Γυμναστήριο, το ΚΤΕΟ, η Πυροσβεστική, το ΚΤΕΛ), ο σκουπιδότοπος, ο βιολογικός καθαρισμός, η χερσόνησος με τις Αλυκές Αλεξάνδρου, οι «σωροί» στην ανατολική πλευρά του σημερινού Δίαυλου. Στον βορρά μόλις έχει σχηματισθεί η Πλάκα.

Β. Τι βλέπουμε:

Πάνω στον λόφο του Κούλμου έχει αναδυθεί η νεαρή πόλη της Λευκάδας, που την έχτισαν οι νέοι αποικιστές του νησιού, οι Κορίνθιοι[2]. Ανατολικά της, στα πόδια της σχεδόν, μπροστά στον σημερινό οικισμό του Καλλιγωνίου, απλώνεται ο μεγάλος λιμένας της νεαρής πόλης, που επιτρέπει την επικοινωνία της με τους θαλάσσιους δρόμους της εποχής. Στα νότια της νεόκτιστης πόλης βλέπουμε τον επίσης νεοκατασκευασμένο «μώλο των Κορινθίων» ανάμεσα από τον λόφο του Αγίου Γεωργίου της Ακαρνανίας (η αρχή του μώλου από την πλευρά της ακαρνανικής ακτής βρίσκεται δίπλα στο τελευταίο, στα νότια, φανάρι του Διαύλου) και της έναντι ακτής της Λυγιάς, ο οποίος έκλεινε από τον νότο το λιμάνι της πόλης και σήμερα βρίσκεται βυθισμένος μέσα στη θάλασσα σε βάθος 2,5 περίπου μέτρων[3]. Μπροστά και ελάχιστα βορειότερα από την τότε πόλη της Λευκάδας βλέπουμε ένα μικρό ισθμό (περί τα 178 μέτρα το πλάτος του), που ενώνει το νησί με Ακαρνανία. Μόλις τον έχουν κόψει οι Κορίνθιοι[4], για να υπάρξει δυνατότητα πλου από το λιμάνι της Λευκάδας και προς Βορρά, δημιουργώντας έτσι μια διώρυγα, η οποία ονομάζεται από την αρχαιότητα Διόρυκτος και η οποία φτάνει κάπου κοντά στη θέση του σημερινού Κάστρου[5]. Εκεί συναντάει νέον μεγάλο ισθμό, την Πλάκα. Πάλι εδώ οι Κορίνθιοι κάνουν μια νέα τομή, και διά της τομής αυτής επιτυγχάνεται η έξοδος των πλεούμενων στο βόρειο Ιόνιο[6]. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως γι’ αυτή την έξοδο είναι να μην την επιχώνει η άμμος, που σωρεύεται από το ανοιχτό πέλαγος – κάτι όμως που γίνεται πολύ συχνά από τον 5ο αιώνα ήδη, όπως μας είναι μαρτυρημένο με απόλυτη σαφήνεια από τον Θουκυδίδη, που μας αφηγείται δύο περιπτώσεις που οι Πελοπονήσιοι έσυραν τα πλοία τους πάνω τον ισθμό της Λευκάδας, για να αποφύγουν ανεπιθύμητα συναπαναπαντήματα με τον αθηναϊκό στόλο, που κινούναν δυτικά του νησιού στο ανοιχτό Ιόνιο. Προφανώς, στις περιπτώσεις αυτές το πέρασμα των πλοίων στο βόρειο Ιόνιο γίνεται με τη διόλκυσή τους πάνω από το σημείο, όπου βρίσκεται η χωμένη από την άμμο τομή[7].

Ποια φαίνεται λοιπόν η λιμνοθάλασσα της Λευκάδας μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη εικόνα; Είναι μια μεγάλη ενιαία λιμνοθάλασσα, που ξεκινάει από τα Stretti kanali (δηλαδή, το τμήμα της μπροστά στο ερημοκκλήσι του Αγίου Αντωνίου επί της ακαρνανικής ακτής), περιλαμβάνει προς Ανατολάς και Νότο όλο τον σημερινό Αυλαίμονα, απλώνεται εκεί που είναι τώρα η «Μαρίνα», το Διοικητήριο, τα σχολεία και τα υπόλοιπα μεγάλα κτίρια και φτάνει κάπου ως τον σημερινό βιολογικό καθαρισμό, δηλαδή στη νότια είσοδο του Διόρυκτου, μπροστά στο λιμάνι της αρχαίας Λευκάδας. Δυτικά απλώνεται στη σημερινή laguna, από την οποία τότε δεν τη χώριζε τίποτα. Για να εντυπώσουμε και να αφομοιώσουμε καθαρά την εικόνα, πρέπει, όπως ήδη είπαμε, να υπενθυμίσουμε ότι τότε δεν υπήρχε η σημερινή πόλη, το σημερινό λιμάνι, οι δύο μόλοι, ο δρόμος Πόντε-Κάστρου και ο δρόμος του οθωμανικού υδραγωγείου.

Αυτή η εικόνα σε γενικές γραμμές διατηρείται ως τους νεότερους χρόνους. Μπορεί ο Διόρυκτος να χώνεται ανά καιρούς και να χρειάζεται εκβάθυνση. Μπορεί η άμμος, όπως ήδη αναφέραμε, από τον 5ο αιώνα π.χ. να απόφραζε κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα την τομή της Πλάκας, δηλαδή την έξοδο προς το βόρειο Ιόνιο. Αλλά η γενική εικόνα, η κάτοψη, σε γενικές γραμμές δεν αλλάζει

Γ. Ας κατεβούμε σταδιακά στον χρόνο:

Είκοσι αιώνες σχεδόν μετά. Αρχές 14ου αιώνα. Στην εικόνα, που έχουμε αποτυπώσει ως τώρα, προστίθεται η πρώτη μορφή του Κάστρου της Αγίας Μαύρας (από το 1310), το γνωστό επιτείχισμα του Ορσίνι, το οποίο τους επόμενους χρόνους επεκτείνεται, αναδιαμορφώνεται και επιδιορθώνεται (επί των Τόκκων, των Οθωμανών και των  εν συνεχεία Δυτικών κυριάρχων μέχρι την Ένωση με την Ελλάδα, έως ότου καταλήξει στη μορφή που εμείς σήμερα γνωρίζουμε) – όλα αυτά τα έχει γράψει ο Νίκος Βαγενάς στο «Κάστρο της Αγίας Μαύρας»[8]. Η πόλη πάνω στον λόφο του Κούλμου έχει πια παρακμάσει οριστικά και έχει εγκαταλειφθεί[9]. Τα επόμενα χρόνια η πρωτεύουσα του νησιού μεταφέρεται εντός του Κάστρου και ονομάζεται Αγία Μαύρα[10].

Φτάνουμε στον 15ο αιώνα. Ως το 1479 η κυριαρχία του νησιού βρίσκεται στα χέρια των Τόκκων. Το Κάστρο της Αγίας Μαύρας επεκτείνεται και δυναμώνει. Νέες αλλαγές συμβαίνουν στην εικόνα της λιμνοθάλασσας: Κατασκευάζονται οι αλυκές της Πόλης, οι λεγόμενες «Κάτω αλυκές», που βρίσκονται τώρα κάτω από τα θεμέλια της Μαρίνας και των ομόρων της μεγάλων οικιστικών συγκροτημάτων[11].

Για δύο αιώνες περίπου, από το 1479 έως το 1684 η Λευκάδα βρίσκεται υπό οθωμανική κυριαρχία. Το Κάστρο, όπως είπαμε, συνεχίζει να προσαρμόζεται στις νέες ανάγκες της οχυρωματικής τέχνης. Αλλά τη μεγάλη αλλαγή του τοπίου, για την οποία έχουμε σίγουρες πληροφορίες ότι έχει ήδη συντελεστεί αυτή την εποχή, τη σηματοδοτεί η τετρακωμία της Αγίας Μαύρας: Μέσα στο Κάστρο η πόλη της Αγίας Μαύρας, ανατολικά και δυτικά του Κάστρου οι συνοικισμοί της «Άλλης Μεριάς» και της «Χώρας» αντίστοιχα και εδώ, στον τόπο της σημερινής πόλης ο οικισμός της «Αμαξικής», που αποτελείται από δυο ψαράδικους μικροσυνοικισμούς, της «Αγίας Κάρας» και του «Πουλιού»[12]. Και η ακόμα πιο ενδιαφέρουσα για το σημερινό μας θέμα κατασκευή του Οθωμανικού Υδραγωγείου το 1564[13], που χώρισε την ως τώρα ενιαία λιμνοθάλασσα σε δύο: Στον Αυλαίμονα ανατολικά της σημερινής πόλης και τη Laguna βορειοδυτικά, που αποτελούν ιχθυοτροφεία, για τα οποία όμως δεν γνωρίζουμε πως λειτουργούσαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας[14].

Κατά το τέλος του 17ου αιώνα και συγκεκριμένα το 1684 αρχίζει στο νησί η περίοδος της Βενετοκρατίας, η οποία θα διαρκέσει ως τα 1797. Οι μεταβολές στην εικόνα του τοπίου συνεχίζονται: Η πόλη μεταφέρεται από το Κάστρο στη σημερινή της θέση[15]. Το Κάστρο αναπροσαρμόζεται για μια ακόμα φορά στις σύγχρονες ανάγκες της οχυρωματικής. Οι συνοικισμοί της «Χώρας» και της  «Άλλης Μεριάς» εξαφανίζονται, γιατί οι Βενετοί υποχρεώνουν τους κατοίκους τους να μετεγκατασταθούν στην περιοχή της σημερινής πόλης. Στα νότια της λιμνοθάλασσας κατασκευάζονται οι Αλυκές του Αλεξάνδρου, στη θέση που τις ξέρουμε και σήμερα[16]. Τώρα έχουμε απόλυτα έγκυρες πληροφορίες για την ύπαρξη των δύο ιχθυοτροφείων της πάλαι ποτέ ενιαίας λιμνοθάλασσας, του Αυλαίμονα και της Laguna, τα οποία, σύμφωνα με τα συμφραζόμενα των ως άνω πληροφοριών, προϋπήρχαν της περιόδου αυτής. Στις προκηρύξεις εκμίσθωσής τους κατά τα χρόνια της Βενετοκρατίας, τις οποίες έχει δημοσιεύσει ο Κωνσταντίνος Μαχαιράς, φαίνεται αυτός ο διαχωρισμός: «Σήμερον κατακυρούται η μίσθωσις των Αλυκών Λευκάδος, ως και των Ιχθυοτροφείων Βουλκαριάς, Σάλτενης και Τράπανου μέχρι του φρουρίου, συμπεριλαμβανομένων και των υδάτων της λίμνης, ένθα η Γέφυρα…»[17]. Ο δρόμος του οθωμανικού υδραγωγείου μέσα στη λιμνοθάλασσα σταδιακά εγκαταλείπεται, αφού μετά τη μεταφορά της πόλης εντός του Κάστρου παραμένουν μόνο οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές των Βενετών, που δεν υδρεύονται πλέον από αυτό. Η επικοινωνία των Βενετών με την πόλη γίνεται με μικρές λέμβους. Ως εκ τούτου, οι ζημιές του (κυρίως από τους καταστρεπτικούς σεισμούς) δεν επισκευάζονται και μοιραία το σπουδαίο αυτό έργο λίγο λίγο βυθίζεται μέσα στον βούρκο της λιμνοθάλασσας[18]. Ο δρόμος των πεζών από την Ακαρνανία στο Κάστρο ξεκινούσε από την «ελληνική γέφυρα» (η αρχή της φαίνεται και σήμερα δίπλα από την εθνική οδό Λευκάδας-Βόνιτσας, κάτω από το εξωκκλήσι του Αγίου Αντωνίου), περνούσε από τη «γέφυρα των ψαμμαθώνων», της οποίας σώζονται μόνο κάποιοι πάσσαλοι, που στήριζαν το κατάστρωμά της (τους βλέπουμε στα δεξιά μας καθώς κινούμαστε από τον Τεκέ προς το Κάστρο) και κατέληγε στην ανατολική είσοδο του Κάστρου[19].

Η λιμνοθάλασσα την εποχή αυτή κατακλύζει πολλά από τα μέρη της σημερινής πόλης: Σκεπάζει τη συνοικία του Αγίου Αντωνίου, περνάει από τη θέση του σημερινού ΟΤΕ, συνεχίζει στη σημερινή οδό Άγγελου Σικελιανού, φτάνει στην Κάτω Βρύση, και συνεχίζει στη σημερινή πλατεία λιμένος, στη σημερινή «Πλατεία Ποιητών» (πάλαι ποτέ «Μποσκέττο»). Και η μορφή της σημερινής οδού Γολέμη πόρω απέχει να μοιάζει με τη σημερινή. Οι παρεμβάσεις, που εικάζεται ότι έγιναν από τους Βενετούς στη θέση των δύο σημερινών μόλων, περιγράφονται από τον Νίκο Βαγενά στο βιβλίο του Πάτρια ίχνη[20].

Τον 19ο αι. (κυρίως επί της Αγγλικής Προστασίας) γίνονται νέες παρεμβάσεις, που προκαλούν νέες αλλαγές στην εικόνα του τοπίου.

Μπροστά στη βόρεια πλευρά του Κάστρου, κάτω ακριβώς από τον φάρο του, κατασκευάζεται ο λεγόμενος «εξωτερικός λιμένας» της πόλης, δηλαδή το λιμάνι της Λευκάδας, πριν κατασκευαστεί το σημερινό[21]. Απέναντί του κατασκευάζεται ο σωζόμενος ακόμα προστατευτικός λιμενοβραχίονας με το κλιμακωτό έρεισμα[22]. Ανοίγεται επίσης τομή στο σημείο, που βρίσκεται σήμερα το τουριστικό περίπτερο, η οποία επιτρέπει την επικοινωνία των νερών του εξωτερικού λιμένα και της λιμνοθάλασσας γενικώς με το ανοιχτό Ιόνιο. Ανοίγεται επίσης ένας αύλακας παράλληλος σχεδόν με τον δρόμο Κάστρου-πόλης, που επιτρέπει την επικοινωνία εξωτερικού λιμένα και πόλης με βάρκες. Οι Άγγλοι άνοιξαν επίσης και τον λεγόμενο «αγγλικό αύλακα» μέσα στον Αυλαίμονα, εντός του οποίου να πλέουν προς νότο τα πλοία που έμπαιναν στη λιμνοθάλασσα από τα «Διαβασίδια», δηλαδή το άνοιγμα της Πλάκας, που βρίσκεται κοντά και βορειονατολικά από το νησάκι του Αγίου Νικολάου[23].

Η μεγάλη παρέμβαση γίνεται σε όλο σχεδόν το παραλιακό μέτωπο της πόλης.  Ας θυμηθούμε λίγο την εικόνα της λιμνοθάλασσας στην αρχή του 19ου αι., που έρχονται στη Λευκάδα οι Άγγλοι, αρχίζοντας από δυτικά:  Σκέπαζε τη συνοικία του Αγίου Αντωνίου, πέρναγε μπροστά από το σημερινό κτήριο του ΟΤΕ, συνέχιζε εκεί που βρίσκεται η σημερινή οδός Άγγελου Σικελιανού (και πιο μέσα), πέρναγε εκεί που είναι σήμερα το ξενοδοχείο Santa Maura και από εκεί έφτανε στο σημερινό μεγάλο κτήριο του ΤΑΟΛ επί της οδού Δημ. Γολέμη.

Με τις διαδοχικές παρεμβάσεις τους (που άρχισαν το 1810 και συνεχίστηκαν μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1825) οι Άγγλοι επεδίωξαν με μεγάλες επιχώσεις (οι οποίες άρχισαν κατά το 1836) κατά μήκος των υπαρχόντων μόλων να κατασκευάσουν έναν ενιαίο παραλιακό χώρο, που άρχιζε από το σημερινό Πνευματικό Κέντρο και έφτανε περιμετρικά στην Αγία Κάρα, ο οποίος παράλληλα θα επείχε και θέση προκυμαίας για τις ψαρόβαρκες. Συγχρόνως σε μια καθορισμένη απόσταση από τα ακραία σπίτια, κατασκευάστηκαν μέσα στη λιμνοθάλασσα δύο κρηπιδώματα, ένα από την περιοχή της Αγίας Κάρας ίσαμε με το σημερινό κτήριο του ΤΑΟΛ και ένα από τη συνοικία του Πουλιού μέχρι την σημερινή παραλιακή είσοδο του παζαριού, δηλαδή την αρχή της οδού Δαίλπφερδ. Πριν τη θεμελίωση όμως του κάθε κρηπιδώματος διανοίχτηκαν φαρδιές αυλακώσεις στον πυθμένα της λιμνοθάλασσας, δημιουργώντας ένα κανάλι παράλληλο με τον κάθε μόλο, ώστε μετά τη σχεδιαζόμενη επέκταση της πόλης, τα λασπερά υλικά, που θα μετέφεραν τα αυλάκια των καντουνιών, να διαλύονται, από το θαλάσσιο ρεύμα, που θα προκαλούσε η κίνηση των νερών μέσα στις αυλακώσεις αυτές[24].

Η Κυβέρνηση, για να μη επιβαρυνθεί το Δημόσιο Ταμείο, αποφάσισε, εκείνος που θα επίχωνε την επιφάνεια της λιμνοθάλασσας μέχρι το κρηπίδωμα, να αποκτήσει την κυριότητα του νεοδημιουργηθέντος οικοπέδου, υπό την προϋπόθεση ότι θα τηρούσε το πλάτος του υπό προέκταση καντουνιού και ότι, μετά την επίχωση μέχρι το κρηπίδωμα, θα παραχωρούσε τέσσερα μέτρα μέχρις εκείνο, ώστε να δημιουργηθεί ένας παραλιακός δρόμος πλάτους τεσσάρων περίπου μέτρων. Αναμενόμενο ήταν ότι μόνο η οικονομική και κοινωνική ελίτ είχε τη δυνατότητα αυτή και έτσι στην παραλία χτίστηκαν μεγάλα αρχοντικά – στην οδό Πέτρου Φίλιππα-Πανάγου μερικά ονόματά τους διασώθηκαν ως τα σήμερα[25]. Άγνωστος παραμένει ο χρόνος, κατά τον οποίο στο μεσαίο τμήμα της αγγλικής προκυμαίας του 1810 κατασκευάστηκε το Boschetto[26].

Οι διαστάσεις του τοπίου της νεοδημιουργημένης παραλιακής πλατείας και των δύο μόλων αντιστοιχούν με τις αντίστοιχες σημερινές, με κάποιες μικροδιαφορές. Μια τέτοια διαφορά εντοπιζόταν στην ανατολική μεριά, όπου η θάλασσα έφθανε μέχρι το κτήριο, που φιλοξενούσε παλιότερα το Λιμεναρχείο Λευκάδας και το ερειπωμένο σπίτι του ζωγράφου Θόδωρου Στάμου[27].

Ανατολικά του Μποσκέττου, ανατολικά και δίπλα στο σημερινό ξενοδοχείο Ionion Star, εκεί που βρίσκεται σήμερα το σπίτι της οικογένειας Καράμπαλη, υπήρχε μια καθολική εκκλησία, δεδομένου ότι τότε στην πόλη της Λευκάδας διέμεναν και κάποιες οικογένειες καθολικών, ιταλικής κυρίως καταγωγής[28].

Φτάνουμε στον 20ό αιώνα. Τότε αποφασίζεται η κατασκευή του σημερινού λιμένα της πόλης  και η διάνοιξη και εκβάθυνση της διώρυγας (που αρχίζει από το Κάστρο βόρεια και φτάνει νότια ως τον Παλιοχαλιά της ακαρνανικής ακτής) ώστε να είναι δυνατή η ευχερής κίνηση σύγχρονων πλοίων από βορά προς νότο και αντίστροφα και συγχρόνως η δυνατότητα ελλιμενισμού τους στην προκυμαία της πόλης[29]. Το έργο της διάνοιξης, οι εργασίες του οποίου άρχισαν το 1902, το ανέλαβε και το υλοποίησε γαλλική εταιρία. Η διώρυγα, η αποκαλούμενη από τους ντόπιους «Αυλάκι», εκβαθύνθηκε αργότερα και από τους Ιταλούς κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η στενή λωρίδα, που χωρίζει τη διώρυγα, από τον Αυλαίμονα, οι λεγόμενοι «σωροί», σχηματίστηκε από την εναπόθεση στο σημείο αυτό της ιλύος από την εκβάθυνση της διώρυγας. Η επικοινωνία των δύο ακτών μπροστά στο Κάστρο της Αγίας Μαύρας γίνεται από τούδε με μια σιδερένια πλωτή σχεδία, η οποία κινούνταν με χειροκίνητο βίντσι, δηλαδή τη γνωστή μας «Περαταριά».

Οι εκβαθύνσεις στην κεντρική προκυμαία, όπου κατασκευάστηκε το σημερινό λιμάνι, επεκτάθηκαν και στους δυο μόλους, που είχαν παραμείνει, όπως είχαν διαμορφωθεί επί των Άγγλων. Μάλιστα, για να περάσει η βυθοκόρος στον Molo grande, στον δυτικό μόλο δηλαδή, καταστράφηκε ο αρχικός ξύλινος «Πόντες», ο οποίος  μετά το πέρας της εκβάθυνσης, αντικαταστάθηκε με έναν ομοίως ξύλινο – σήμερα είναι από μπετόν[30]. Την ίδια περίπου χρονική περίοδο μαζεύτηκαν οι πέτρες, με τις οποίες ήταν στρωμένος ο δρόμος του Οθωμανικού Υδραγωγείου, που είχε πλέον ερειπωθεί και με τις πέτρες αυτές πιθανόν κατασκευάστηκε το πλαϊνό του νεοδιανοιγμένου δυτικού καναλιού, η γνωστή «λιθιά», που σήμερα είναι θαμμένη κάτω από (τον παράλληλο και βόρεια της οδού Άγγελου Σικελιανού) τσιμεντοστρωμένο δρόμο περιπάτου. Έργο της «λιθιάς» ήταν πρώτον να κλείσει από την πλευρά εκείνη το ιβάρι, για να μη φεύγουν τα ψάρια, και δεύτερον να διαλύοντα τα βορβορώδη των αποχετεύσεων από το ρεύμα που θα δημιουργούνταν από την κίνηση των νερών μέσα το αυλάκι και να απομακρύνονται μέσω του Πόντε[31]. Στον μόλο της Αγίας Κάρας έως το 1970 περίπου άραζαν οι βενζίνες, που έκαναν τη συγκοινωνία με Νυδρί, Βλυχό, Μεγανήσι, Πλαγιά, Πάλαιρο, Μύτικα[32].

Επί δικτατορίας καταστράφηκε το Μποσκέττο και στη θέση του κατασκευάστηκε η «Πλατεία ποιητών».

Από τη δεκαετία του 1980 και μετά έγιναν οι μεγάλες παρεμβάσεις στους δύο μόλους, που οδήγησαν στην αναδιαμόρφωσή τους και στη μεγάλη διαπλάτυνσή τους, ιδίως του μόλου της Αγίας Κάρας. Οι αλυκές της πόλης, οι «Kάτω αλυκές», εξαφανίστηκαν και στη θέση τους έχει χτιστεί μια νέα «πόλη»: Η «Μαρίνα», το ΚΤΕΛ, η Πυροσβεστική, το ΚΤΕΟ, τα Σχολεία, το Διοικητήριο, τα πάρκινκ. Η διώρυγα εκβαθύνθηκε  για μια ακόμα φορά κατά τη δεκαετία αυτή (και εντελώς πρόσφατα την τελευταία φορά).

Εδώ η κλεψύδρα τελειώνει: Από ένα ευρύτατο πεδίο γνώσεων και στοιχείων επέλεξα εκείνα, που μου επέτρεψαν να δώσω μερικές διαχρονικές κατόψεις της λιμνοθάλασσας, οι οποίες να γίνονται εύκολα αντιληπτές και από τον μη μυημένο στο θέμα. Όποιος επιθυμεί περισσότερα, μπορεί να καταφύγει στην πλούσια επί του θέματος βιβλιογραφία.

Θα κλείσω με μια καίρια επισήμανση – σημαντικότερη από αυτά τα ιστορικά που σας είπα εγώ: Τα ιβάρια της λευκαδικής λιμνοθάλασσας παρήγαγαν πλούτο, από τότε που έχουμε ιστορικές μαρτυρίες. Μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες γινόταν το ίδιο. Προλάβαμε και είδαμε επί των ημερών μας οικογένειες, που μίσθωναν τα ιβάρια και  εξ αιτίας αυτού ευημέρησαν οικονομικά και ανέβηκαν κοινωνικά και παράλληλα οι κάτοικοι του νησιού έτρωγαν ψάρι. Τη δεκαετία του 1960 ακόμα τα ιβάρια παρήγαγαν πλούτο. Αυτή τη δεκαετία λοιπόν σημειώθηκε μια δικαστική διαμάχη μεταξύ αυτών, που μίσθωναν τα ιβάρια, και των λεμβούχων, που έκαναν τη συγκοινωνία με την Περατιά διά μέσου του Αυλαίμονα, τους «μονοξυλιάρηδες». Η με αριθμό 44/1966 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λευκάδας εξέβαλε τους φτωχούς μονοξυλιάρηδες από τη χρήση της λιμνοθάλασσας. Δεν μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης. Απομονώνω μόνο από την απόφαση αυτή το ακόλουθο απόσπασμα, που αποτελεί βασικό στοιχείο του σκεπτικού της αποβολής που προαναφέραμε:…εις τρόπον ώστε οι αιτούντες εκ της ασκήσεως του επαγγέλματός των να αποκερδαίνωσι τοσούτον ελάχιστα  εισοδήματα, ώστε να αποβαίνει πλέον ασύμφορος δι’ αυτούς  η συνέχισις του επαγγέλματός των του, αφ’ ετέρου δε ότι το εκ της λιμνοθαλάσσης δημιουργηθέν ιχθυοτροφείον Αυλαίμων κατέστη κτήμα σημαντικωτάτης οικονομικής αξίας πολλών εκατομυρίων δραχμών, αποφέρον ετήσια εισοδήματα εις τους ιδιοκτήτας Δήμον και Κοινότητας Λευκάδας, υπερβαίνοντα κατά πολύ το εκατομύριον δραχμών, ανεξαρτήτως της προσποριζόμενης ωφελίας εις την κα’ όλον εθνικής οικονομίαν εκ της αλιείας των ιχθύων[33].

Εδώ η ιστορία μάς προκαλεί – και δεν μπορούμε να κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε. Μας προκαλεί να δοκιμάσουμε τις δυνάμεις και τις ικανότητές μας: μπορούμε να ξανακάνουμε τα ιβάρια παραγωγικά και κερδοφόρα; Για να το πω αναλυτικότερα και ακριβέστερα: Στη φράση «παραγωγικά και κερδοφόρα» μην ακούτε μόνο μια γνωστή τυποποιημένη φράση αλλά ακούστε και τη δυνατότητα να τρέφεται με ψάρια και ο πληθυσμός του νησιού, κάτι για το οποίο είχε ληφθεί πρόνοια ακόμα και επί Βενετοκρατίας[34]. Αυτό είναι το τελικό ζητούμενο: Ιβάρια παραγωγικά και κερδοφόρα με μια διαχείριση που αυτονοήτως θα διασφαλίζει την αειφορία τους. Και η σημασία της απάντησής μας – τη βαριά κουβέντα που θα ακούσετε, τη λέω μετά λόγου γνώσεως- ξεπερνάει κατά πολύ τα στενά τοπικά μας όρια. Αγγίζει τον πυρήνα του προβληματισμού που σχετίζεται κυριολεκτικά με την επιβίωση και το αύριο της χώρας μας: Πού μπορεί να πάει αυτή χώρα αν δεν μπορεί να διαχειριστεί επαρκώς τέτοια «ευπρόσδεκτα» προβήματα; Σήμερα η αποδοτικότητα των ιβαριών, από όσα ξέρω, βρίσκεται στο σύνορο της ανυπαρξίας. Υπό το πρίσμα αυτών η σημερινή μας συνάντηση θα έχει νόημα αν συντελέσει σε αυτή την επιστροφή.

*Η πρώτη μορφή του κειμένου διαβάστηκε στην ημερίδα «Η λιμνοθάλασσα της Λευκάδας:Παρελθόν-παρόν-μέλλον», που συνδιοργάνωσαν η Περιφερειακή Ενότητα Λευκάδας, το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Λευκάδας και η Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών στην αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου Λευκάδας την 5η Μαϊου 2018.

[1] Κωνστ. Γ. Μαχαιρά, Η Λευκάς επί Βενετοκρατίας 1684-1797, Αθήνα 1971, Φωτοτυπική ανατύπωση με τη στήριξη του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Λευκάδας με προσθήκη βιο-εργογραφία του Κ.Γ.Μαχαιρά από τον Τριαντάφυλλο Ε. Σκλαβενίτη,  εκδ. Πορεία, Αθήνα 2008, σ. 160-172.
[2] Για τον αποικισμό της νήσου από τους Κορίνθιους και την ίδρυση της πόλης «Λευκάς»: 1) Πάνος Γ. Ροντογιάννης, Ιστορία της Νήσου Λευκάδος, τ. Α΄, Αθήνα, 22005, σ. 132-137, 2) Πάνος Γ. Ροντογιάννης «Οι πρωτεύουσες της Λευκάδας», Επετηρίς Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, τ. Ζ΄ (1988), Αθήνα 1988, σ.  43-57, 3) Λευκάς, «Η ομηρική Ιθάκη [Η θεωρία του W. Dörpfeld], Απόδοσις του έργου “Alt Ithaka” και σχόλια υπό Βασ. Ε. Φραγκούλη»,  Επετηρίς Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, τ. Β΄ (1972), Αθήνα 1973 (Εφεξής: Dörpfeld), σ. 283-288 και 4) Ιωάννα Ανδρέου, «Νήρικος – Λευκάς – Κάστρο- Αγία Μαύρα – Αμαξική – Λευκάδα», Πρακτικά Συνεδρίου Νήρικος – Λευκάς – Κάστρο, η μακροβιότερη πρωτεύουσα της Λευκάδας, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδος, Γιορτές Λόγου και Τέχνης, Αύγουστος 2010, Επιμέλεια Χαράς Παπαδάτου-Γιαννοπούλου, Λευκάδα 2016, σ. 26-30.
[3] Για τον μόλο των Κορινθίων: 1) Πάνος Γ. Ροντογιάννης, Ιστορία…, ό. π.,  σ. 136, 2) Dörpfeld, ό.π. στον χάρτη μεταξύ των σ. 48-49, στις σ. 229, 283 και passim, 3)Ανδρέου, ό.π, σ. 46 [εικ. 4] και 4) Manuel Fiedler Marcus και Heinrich Hermanns «Η ελληνιστική γέφυρα πάνω από το στενό της Λευκάδας (Ακαρνανίας). Η μεγαλύτερη σε μήκος πέτρινη γέφυρα της Αρχαίας Ελλάδας»,  Πρακτικά Συνεδρίου Νήρικος…ό.π. σ. 302-303. Συνοπτική και εκλαϊκευτική παρουσίαση των πληροφοριών περί του μόλου των Κορινθίων [με σημερινές υποβρύχιες φωτογραφίες του βυθισμένου μόλου]: Δημήτρης Σπ. Τσερές, «Ο μώλος των Κορινθίων (Μικρό σκαρίφημα)», στον διαδικτυακό τόπο www. aromalefkadas.gr (27.9.2017).
[4] Η πληροφορία ανάγεται στον Στράβωνα (Χ, 452): …καὶ τὴν χερσόνησον διορύξαντες ἐποίησαν νῆσον τὴν Λευκάδα. Για την τομή του εν λόγω ισθμού: Πάνος Γ. Ροντογιάννης, Ιστορία, ό. π.,  σ. 135. Ο Dörpfeld (ό.π. σ. 230) δεν αποδέχεται ότι έγινε η τομή αυτή.
[5] Για τον Διόρυκτο: 1) Πάνος Γ. Ροντογιάννης, Ιστορία…, ό. π.,  σ. 65, 135, 209, 256 2) Ιωάννα Ανδρέου, ό.π, σ. 28 και Manuel Fiedler Marcus και Heinrich Hermanns «Η ελληνιστική γέφυρα…», ό.π., σ. 301-302.
[6] Για την τομή της Πλάκας: 1) Ροντογιάννης, Ιστορία... ό.π, σ.135, 2)  Dörpfeld]…»,  ό.π., σ. 283 και 3)  Ανδρέου, ό.π, σ.  28.
[7] Θουκυδίδη Γ, 81: οἱ μὲν οὖν Πελοποννήσιοι τῆς νυκτὸς εὐθὺς κατὰ τάχος ἐκομίζοντο ἐπ᾿ οἴκου παρὰ τὴν γῆν· καὶ ὑπερενεγκόντες τὸν Λευκαδίων ἰσθμὸν τὰς ναῦς, ὅπως μὴ περιπλέοντες ὀφθῶσιν, ἀποκομίζονται  (= Αμέσως λοιπόν την ίδια νύχτα οι Λακεδαιμόνιοι πήραν εσπευσμένα τον δρόμο της επιστροφής [από την Κέρκυρα προς την Πελοπόννησο] πλέοντας κοντά στην ακτή. Και αφού έσυραν τα πλοία πάνω από τον ισθμό της Λευκάδας, για να μην κάνουν τον γύρο του νησιού και γίνουν αντιληπτοί [από τους Αθηναίους, που έπλεαν προς την Κέρκυρα από το ανοιχτό Ιόνιο δυτικά της Λευκάδας] φθάνουν στην Πελοπόννησο). Και Θουκυδίδη Δ, 8: περιήγγελλον δὲ καὶ κατὰ τὴν Πελοπόννησον βοηθεῖν ὅτι τάχιστα ἐπὶ Πύλον καὶ ἐπὶ τὰς ἐν τῇ Κερκύρᾳ ναῦς σφῶν τὰς ἑξήκοντα ἔπεμψαν, αἳ ὑπερενεχθεῖσαι τὸν Λευκαδίων ἰσθμὸν καὶ λαθοῦσαι τὰς ἐν Ζακύνθῳ Ἀττικὰς ναῦς ἀφικνοῦνται ἐπὶ Πύλον (=Και ειδοποίησαν [οι Σπαρτιάτες] σε όλη την Πελοπόννησο να στείλουν βοήθεια στην Πύλο όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Την ίδια ειδοποίηση έστειλαν και στα δικά τους εξήντα πλοία στην Κέρκυρα, τα οποία, αφού τα έσυραν πάνω από τον ισθμό της Λευκάδας και έτσι δεν έγιναν αντιληπτά από τα πλοία των Αθηναίων, που ήταν στη Ζάκυνθο, φθάνουν στην Πύλο).
[8] Νίκος Βαγενάς, Το κάστρο της Αγίας Μαύρας 1300-1977, Δημόσια Βιβλιοθήκη Λευκάδας, Αθήνα 2001.
[9] Ροντογιάννης, «Οι πρωτεύουσες της Λευκάδας», ό.π., σ. 111-113 και 129.
[10] Ροντογιάννης, «Οι πρωτεύουσες της Λευκάδας», ό.π., σ. 129 κ.ε. και Ανδρέου, ό.π, σ. 30-32.
[11] Για τις «Κάτω αλυκές»: Μαχαιράς, ό.π., σ. 171 κ.ε. και Ροντογιάννης, Ιστορία…, τ. Β΄ (22006), ό.π., σ. 602.
[12] Ευτυχία Δ. Λιάτα «Η “τετρακωμία” της Αγίας Μαύρας. Σχόλιο σ’ ένα σχέδιο του 1684», Επετηρίς Εταιρείας   Λευκαδικών Μελετών, τ. Θ΄, Αθήνα 2004, σ.13-34.
[13] Για το οθωμανικό υδραγωγείο βλ. αναλυτικά: Δημήτρης Σπ. Τσερές, Το οθωμανικό υδραγωγείο της Αγίας Μαύρας, fagottobooks, Αθήνα 2017.
[14] Μαχαιράς, ό.π., σ. 160.
[15] Για τη μεταφορά αυτή: 1) Μαχαιράς, ό.π. σ.33-34, 2) Ροντογιάννης, «Οι πρωτεύουσες της Λευκάδας», ό.π., σ. 189-193 και Ιστορία…, ό.π. σ. 518-519 και 3)  Ανδρέου, ό.π, σ.  37-38.
[16] Μαχαιράς,  ό.π.,  σ. 173.
[17] Μαχαιράς, ό.π., σ. 161.
[18] Τσερές, ό.π., σ. 50-54 και Νίκος Βαγενάς, Πάτρια ίχνη, Ψηφίδες από τη Λευκάδα του χθες, Επιμέλεια-Επιλεγόμενα Δημήτρης Σπ. Τσερές, fagottobooks, Αθήνα 2014, σ.16.
[19] Βαγενάς, «Περιπλάνησις εις το γνωστό-άγνωστον», Πάτρια ίχνη…, ό.π. σ..39.
[20] Βαγενάς, «Οι μόλοι της Χώρας», Πάτρια ίχνη…, ό.π., σ. 69-72.
[21] Ροντογιάννης, «Οι πρωτεύουσες…», ό.π., σ. 205 και Βαγενάς, «Ο εξωτερικός λιμήν της πόλεως», Πάτρια ίχνη…, ό.π , σ. 43-62.
[22] Βαγενάς, «Ο εξωτερικός λιμήν της πόλεως», ό.π., σ. 47-50.
[23] Ροντογιάννης, «Οι πρωτεύουσες…», ό.π., σ. 205  και Βαγενάς, «Περιπλάνησις  εις το γνωστό-άγνωστον», ό.π.  σ. 31.
[24] Για τις παρεμβάσεις αυτές: Ροντογιάννης, «Οι πρωτεύουσες…», ό.π., σ. 204-205 και Βαγενάς, «Οι μόλοι της Χώρας, ό.π , σ. 73-81.
[25]  Ροντογιάννης, «Οι πρωτεύουσες…», ό.π., σ. 204: …Στο μέσα μέρος, ανάμεσα στο κρηπίδωμα αυτό και στα τελευταία σπίτια του ανατολικού μέρους της τότε πόλεως έμεινε χώρος για λιμνάζοντα νερά.  Γι’ αυτό η Επαρχιακή Επιτροπή ώρισε ότι όσοι ντόπιοι είχαν τις δυνάμεις μπορούσαν να επιχώσουν όσο τμήμα ήθελαν ανάμεσα στο κρηπίδωμα και στα τελευταία σπίτια και να τους μείνη ο χώρος, που επίχωσαν,  ιδιοκτησία.  Έτσι χτίστηκαν αργότερα τα μεγάλα για την εποχή τους σπίτια, που είναι στο δυτικό πεζοδρόμιο του δρόμου που πλαισιώνει σπό σνατολικά την πλατεία λιμένος: του Γ[εράσιμου] Γράψα (πρώην Μαχαιρά), Καλκάνη, Φιλ. Μελά, πιθανώς του Κατσικογιάννη (πρώην Βαφέα) – το μεγάλο σπίτι του Βαφέα κατεδαφίστηκε το 1974 – και του Γιαμαλάκη (γωνία κάτω του παζαριού και της οδού Αγ. Σικελιανού), που κατεδαφίστηκε το 1980. Λέγεται πως τώρα έγιναν και τα πρώην Βαλαωρίτικα σπίτια, που είναι ανατολικά του κρηπιδώματος, άλλων τώρα ιδιοκτησία: Κ. Σερεπίσιου, Δημ. Φατούρου, Ανδρ. Ροντογιάννη, Δημ. Τζεβελέκη, Θεοδώρου Στάμου (Σταματέλου, του ζωγράφου). Και Βαγενάς, «Οι μόλοι της Χώρας», ό. π. σ 74-75: …Διακήρυξαν [οι Άγγλοι] ότι όποιος θα επίχωνε επιφάνεια της θάλασσας μέχρι το κρηπίδωμα το…οικόπεδο θα του ανήκε υπό την προϋπόθεση ότι θα τηρούσε το πλάτος του υπό προέκταση καντουνιού και ότι, μετά την επίχωση μέχρι το κρηπίδωμα, θα παραχωρούσε τέσσερα μέτρα μέχρις εκείνο, ώστε, αφού πράξουν όλοι το ίδιο, να δημιουργηθεί ένας παραλιακός δρόμος πλάτους τεσσάρων περίπου μέτρων.
[26] Βαγενάς, «Οι μόλοι της Χώρας», ό.π., σ. 75: Άγνωστος παραμένει ο χρόνος, κατά τον οποίο το μεσαίο τμήμα της αγγλικής προκυμαίας του 1810, εξωραΐστηκε με τη δημιουργία του δημοτικού αλσυλίου ή δασυλίου, το οποίο έμελλε να παραμείνει μέχρι τις ημέρες μας γνωστό ως Boschetto. Η επίσημη ονομασία Boschetto και η επεξηγηματική Giardino Publico μας παραπέμπει στην προ της Ένωσης εποχή ή, το αργότερο, σε ένα διάστημα 10-20 χρόνων το πολύ μετά την Ένωση, όταν η Ιταλική, που ήταν η κυρίαρχη γλώσσα της Διοίκησης έως τότε, δεν είχε λησμονηθεί εντελώς. Σύμφωνα με ζωγραφικές απεικονίσεις αλλά και φωτογραφίες των αρχών του 20ού αι., το Boschetto ήταν περιφραγμένο με ξύλινο φράχτη. Αρχικά αποτελούνταν από μία τυπική και άκομψη περιμετρική πασσαλοφραγή, ενώ, μετά τη διαμόρφωση της σημερινής παραλιακής πλατείας, το περίφραγμα αντικαταστάθηκε με ένα άλλο, ομοίως ξύλινο αλλά αντάξιο του αστικού χαρακτήρα της πόλης...
[27] Βαγενάς, «Οι μόλοι της Χώρας», ό.π., σ. 78.
[28] Βαγενάς, «Οι μόλοι της Χώρας», ό.π., σ. 80.
[29] Βαγενάς, «Ο εξωτερικός λιμήν της πόλεως», ό.π, σ. 51 κ.ε.
[30] Βαγενάς, «Οι μόλοι της Χώρας», ό.π., σ. 76: ….ο οποίος στο μέσο του και κατά μήκος, έφερε δυο λιθόκτιστες βάσεις. Μάλιστα χαμηλά στη θάλασσα, οι βάσεις αυτές έφεραν τις σιδερένιες «κουβαρίστρες» στις οποίες περιελίσσονταν τα σχοινιά κάθε φορά που το βίντσι ανασήκωνε τα κινητά καταστρώματα, για να περνούν οι ιστιοφόρες βάρκες ο οποίος στο μέσο του και κατά μήκος, έφερε δυο λιθόκτιστες βάσεις. Μάλιστα χαμηλά στη θάλασσα, οι βάσεις αυτές έφεραν τις σιδερένιες «κουβαρίστρες» στις οποίες περιελίσσονταν τα σχοινιά κάθε φορά που το βίντσι ανασήκωνε τα κινητά καταστρώματα, για να περνούν οι ιστιοφόρες βάρκες
[31] Βαγενάς, «Οι μόλοι της Χώρας», ό.π, .σ. 76 και Τσερές, ό.π., σ. 53-54.
[32] Βαγενάς, Οι μόλοι της Χώρας», ό.π., σ. 81-82.
[33] Για την ιστορία: οι «μονοξυλιάρηδες» της Περατιάς 1) Δημοσθένης Βλάχος του Μάρκου 2) Θεόδωρος Βρακατσέλης του Γεωργίου 3) Ευστράτιος Τσάκος του Ευαγγέλου και 4) Ιωάννης Σταύρακας του Επαμεινώνδα άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λευκάδας αίτηση κατά του Δήμου Λευκάδας (Δήμαρχος Απόστολος Φατούρος) και Δημητρίου Γαρυφάλου (μισθωτή του ιχθυοτροφείου), με την οποία ζητούσαν να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα να συνεχίσουν να  εκτελούν με τα πριάρια τους τη συγκοινωνία μεταξύ Περατιάς και Λευκάδας μέσω του Αυλαίμονα και, συνεπώς, να καταστραφούν οι λιθιές, που κατασκεύασαν ο Δήμος Λευκάδας και ο μισθωτής του ιχθυοτροφείου «εις τας δύο προς το δυτικόν μέρος της λιμνοθαλάσσης και προς Λευκάδα εξόδους της εν λόγω λιμνοθαλάσσης» και οι οποίες εμπόδιζαν το έργο τους. Ο Ειρηνοδίκης Λευκάδας Στέφανος Γουλής με την με αριθμό 44/1966 απόφασή του δέχτηκε ότι μπορούν οι αιτούντες να περνάνε μέσα από τον Αυλαίμονα μόνο από αρχές Μαϊου έως και 10 Ιουλίου, δηλαδή μόνο για δύο μήνες και κάτι, στην ουσία δηλαδή την απέρριψε!  Το βασικό απόσπασμα του σκεπτικού της απόφασης το παραθέσαμε ανωτέρω.
[34] Στην πρώτη επί Βενετοκρατίας μίσθωση των ιχθυοτροφείων (Διάταγμα της 14ης Ιανουαρίου 1685 του ανώτερου προνοητή της Λευκάδας Λαυρέντιου Βενιέρ)  τίθεται ρητός όρος στους εκμισθωτές να πωλούν σε ορισμένη χαμηλή τιμή τα ψάρια της λιμνοθάλασας, δηλαδή επιβάλλεται καθεστώς διατίμησης: …υπό τον όρον όπως οι μεν ιχθύες και εγχέλεις πωλούναι αντί 3 Γαζεττών κατά λίτραν από του Απριλίου μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου και αντί 4 Γαζζετών κατά λίτραν από από του μηνός Οκτωβρίου  μέχρι τέλους Μαρτίου εκάστου έτους…(Μαχαιράς, ό.π., σ. 160).