Λευκαδίτες ποιητές στην Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης

Κείμενο/επιλογή ποιημάτων: Δημήτρης Βεργίνης

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, παρουσιάζουμε σήμερα αγαπημένα ποιήματα Λευκαδιτών ποιητών, σύγχρονων αλλά και παλαιότερων. Γιατί ετούτο το νησί έχει πάντα ανθρώπους που το πιάνουν απ’ το χέρι και προσπαθούν να το περάσουν απ’ την όχθη της αυτοκαταστροφικής πραγματικότητας στην απέναντι, αυτήν του ζείδωρου πολιτισμού.

ΦΟΒΟΙ
Νύχτωσε.
Κάτι σαλεύει ανεπαίσθητα στον απέναντι τοίχο
Κάποιος κλαίει στην άκρη του ονείρου
Είναι η ζωή που φεύγει σε δόσεις ύπνου
Τράβα την κουρτίνα
Δεν αντέχω τις σκιές των δέντρων.
Κοίτα μόνο, μην ξεχαστείς μες στο σκοτάδι
Κι αφήσεις το χέρι μου.

(Νόνη Σταματέλου, Λόγω βροχής)

ΑΚΑΛΥΠΤΟΣ
Τα καλοκαίρια
ζωντανεύουν
οι ακάλυπτοι
στις πολυκατοικίες
κι αρχίζουν να μιλούν
διαδίδοντας
τα μυστικά
κάθε ορόφου.
Τα μεσημέρια μαθαίνεις
ποιοι μισούν τη ζωή τους
και σαν νυχτώσει
ποιοι είν’ ακόμη
ζωντανοί!

(Βαγγέλης Πάλμος, Παλιά καλοκαίρια)

ΔΥΟ ΓΛΥΠΤΑ ΠΟΥ ΖΗΛΕΥΟΝΤΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ (μιλάνε στον γλύπτη που τα έφτιαξε) [απόσπασμα]
Και μην ξεχνάς ότι τη νύχτα αυτή με τέλειωσες.
Και μην ξεχνάς ότι τα μάτια σου
κουράστηκαν από το φως
που όλη τη νύχτα άφηναν
στο πρόσωπό μου.
Όλη τη νύχτα μάθαινες, μην το ξεχνάς,
το χέρι σου να σέρνεται,
να ψηλαφεί κάτω απ’ το φως
που άφηνες παντού σε μένα.
Όλη τη νύχτα μάθαινες
να σκύβεις προς το πρόσωπο
που είναι το δικό μου.
Το βλέμμα σου λοιπόν να μην το κάνεις φως
όπου κι αν τύχει.

(Σπύρος Λ. Βρεττός, Διαπραγματεύσεις)

ΑΝΕΠΙΔΟΤΗ ΑΝΟΙΞΗ

Χέρια κομμένα
Από τους ώμους
Σύρριζα
Πώς την κοπέλα
Ν’αγκαλιάσει
Την άνοιξη
Πώς;

(Βιβή Κοψιδά-Βρεττού, Κεραίες βραχείας εκπομπής)

ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΗ

Στὸ ρόδινα μάκαριο φῶς, νά με, ἀνεβαίνω τῆς αὐγῆς,
μὲ σηκωμένα χέρια,
ἡ θεία γαλήνη μὲ καλεῖ τοῦ πέλαου, ἔτσι γιὰ νὰ βγῶ
πρὸς τὰ γαλάζια αἰθέρια·

μὰ ὢ ἄξαφνες πνοὲς τῆς γῆς ποὺ μὲς στὰ στήθια μου χυμᾶν
κι ἀκέρια με κλονίζουν!
Ὦ Δία, τὸ πέλαγο εἶν᾿ βαρὺ καὶ τὰ λυτά μου τὰ μαλλιὰ
σὰ πέτρες μὲ βυθίζουν!

Αὖρες τρεχάτε -ὦ Κυμοθόη, ὦ Γλαύκη,- ἐλᾶτε πιάστε μου
τὰ χέρια ἀπ᾿ τὴ μασκάλη.
Δὲ πρόσμενα ἔτσι μονομιᾶς παραδομένη νὰ βρεθῶ
μὲς στοῦ Ἥλιου τὴν ἀγκάλη…

(Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος τ. Β’)

ΦΩΤΕΙΝΟΣ [απόσπασμα]

Περίδρομος, κεφάλα,
μη βλαστημήσω το βυζί που σὄδωκε το γάλα.
Δε νιώθεις πώς τους σχαίνομαι! Όλην αυτήν την ψώρα
οπὄρχεται κάθε φορά και μας δαγκάει τη χώρα
—όπως είν’ ένας ο Θεός κι εγώ ’μαι Λευκαδίτης—
την έπαιρνα όλη επάνω μου κι επνίγομουν μαζί της.

Κι εσύ του γέρου Φωτεινού μονάκριβο βλαστάρι,
του λύκου τ’ ανυπόταχτου, αγγόνι του Θιοχάρη,
π’ άλλη τροφή δεν έλαβες να φας και να χορτάσεις,
για να σου βάψει την καρδιά και να ριζοδοντιάσεις,
παρά την έχτρα την παλιά, που ’ναι θεμελιωμένη,
σκληρή, πατροπαράδοτη, άφθαρτη, στοιχειωμένη,
για κάθε ξένην αφεντιά βαθιά μες στη γενιά μας—
εσύ, θελέσι, στέκεσαι και βλέπεις τη σπορά μας
να την πατούν οι αλλόφυλοι και χάσκεις σα λουρίτης…
Ου, να χαθείς! Μ’ εντρόπιασες, δεν είσαι Λευκαδίτης.

(Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Φωτεινός)