Κείμενο/φωτογραφία: Δημήτρης Βεργίνης
Στα Καμίνια τ’ απογεύματα οι μύστες ξέρουν. Στα Καμίνια τ’ απογεύματα ο μαΐστρος έχει άχαστο ραντεβού. Έρχεται με όλη την πραμάτεια του, κυματάκι, άφρισμα στα βαθιά, δροσιά και ετοιμάζει θάλασσα και ακτή για τη μαγεία του σούρουπου. Τότε που θα αποχωρήσει και θα αφήσει τη θάλασσα ακύμαντη και τους επισκέπτες με ένα χαμόγελο ευτυχίας, με μια αγαλλίαση ότι βρίσκονται στο σωστό μέρος τη σωστή ώρα.
Στα Καμίνια, κάτω από τους Τσουκαλάδες, τα απογεύματα μαζεύονται ακόμη λίγοι άνθρωποι, οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού, αυτοί που δεν αποζητούν τη φασαρία, που έχουν φέρει μαζί τους δροσερό νερό, που σκέφτονται ότι “ευτυχώς που ο δρόμος έχει τόσες στροφές, γιατί οι στροφές εν τέλει είναι η ανάσχεση του πλήθους”.