Πολλοί, που δεν μπορούσαν, για διάφορους λόγους, να καλλιεργήσουν οι ίδιοι τα κτήματά τους, τα μίσθωναν σε άλλους. Αυτοί ήταν, συνήθως, αρχόντοι με τεράστιες περιουσίες, εμπροκτηματίες της Χώρας, γεωργοί που λείπανε από τις εστίες τους, γεωργοί που δεν επαρκούσαν να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους, και τέλος ορφανεμένες οικογένειες με αρκετή περιουσία, αλλά χωρίς ανθρωποδύναμη. Εκείνοι πάλι που αναλάμβαναν την καλλιέργεια ξένων κτημάτων ήταν ή φτωχοί καλλιεργητές ή πολυδύναμες φαμελιές, πολλά αδέρφια κλπ, που ήθελαν να καλυτερέψουν τα οικονομικά τους. Η συνεργασία αυτή λεγόταν σεμπριά και τα ενδιαφερόμενα άτομα σέμπροι. Η σεμπριά έκλεινε ή προφορικά, με λόγο, ή γραπτά με ιδιωτικό ή συμβολαιογραφικό συμφωνητικό. Τα χωράφια για σπάρσιμο τα ‘διναν για ορισμένο χρόνο που ανανεωνόταν, εφ’ όσον το ήθελαν και τα δύο μέρη. Τα μίσθωναν δε ή μισακά, μισό ο νοικοκύρης μισό ο σέμπρος του, ή τριτάρικα δηλ. 2 μέρη ο μισθωτής 1 ο νοικοκύρης, ή και αναπεντάρικα, που θα πει 3 μέρη ο μισθωτής και δύο ο νοικοκύρης. Ο ιδιοκτήτης του χωραφιού, τις πιο πολλές φορές, έβανε και το σπόρο.
Όλες τις δουλειές από κει και ύστερα τις έκανε ο σέμπρος. Η μοιρασιά γινόταν στο αλώνι. Σώριαζαν τον καρπό, αφαιρούσαν το σπόρο που έβαλε ο νοικοκύρης, έβγαναν δραγατιάτικο, την αμοιβή δηλ. του αγροφύλακα, και σε παλιότερες εποχές το φόρο της δεκάτης, και το υπόλοιπο το μοιράζονταν κατά τη συμφωνία. Καμιά φορά όμως, επειδή γινόταν και καταστρατήγηση της συμφωνίας, ο νοικοκύρης ζητούσε ένα ποσόν, σε χρήμα ή καρπό, που όριζαν από πριν. Κι έλεγαν: «εμένα θα μου δώσεις τόσο, κι όσο κάμεις έκαμες». Ούτε θεομηνίες πιάνονταν τότε, ούτε ξηρασίες ούτε τίποτα. Σημειώνομε πως απαράβατος όρος σ’ αυτού του είδους τις σεμπριές ήταν να μην φυτέψει δέντρα ο σέμπρος και κυρίως να μην κεντρώσει αγριλίδες. Γιατί τότε, λένε, «δεν τον έβγανες άλλο από μέσα, σου το ‘παιρνε το κτήμα χωρίς να το καταλάβεις».
Σεμπρικά έπαιρναν και αμπέλια με τους ίδιους πάνω κάτω όρους. Μόνο που εδώ ο νοικοκύρης έβανε και τα μισά φάρμακα, αν το συμφωνούσαν. Πάντως γενικά οι Λευκαδίτες γεωργοί δεν είχαν και σε μεγάλη υπόληψη τις σεμπριές. Πάντα κάτι δε θα πήγαινε καλά. Το λέει και η παροιμία: «Σεμπρικό γαϊδούρι ή του λύκου ή του ψόφου». Οι λέξεις όμως σεμπριά και σέμπρος έχουν κι άλλη σημασία. Σεμπριά π.χ. έκαναν κι εκείνοι που έσμιγαν τα ζώα τους, βόδια ή άλογα (ένα ο ένας κι ένα ο άλλος), και δούλευαν συντροφικά τα χωράφια τους, ή πήγαιναν αγωγιάτες μαζί στ’ αλώνια. Κι αυτοί σέμπροι λέγονταν.
*Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Πανταζή Κοντομίχη “Τα γεωργικά της Λευκάδας” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γρηγόρη. Μπορείτε να το προμηθευτείτε στη Λευκάδα από το βιβλιοπωλείο Fagotto books στη Ζακύνθου 7.