Τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια μιας Ισημερίας

Η ισημερία είναι το αστρονομικό φαινόμενο κατά το οποίο η νύχτα και η ημέρα έχουν σχεδόν την ίδια διάρκεια.

Το επίσημο ξεκίνημα της άνοιξης στην Ελλάδα και στο βόρειο ημισφαίριο γενικότερα στο οποίο ανήκει η χώρα μας, σηματοδοτεί η εαρινή ισημερία. Η ισημερία είναι το αστρονομικό φαινόμενο κατά το οποίο η νύχτα και η ημέρα έχουν σχεδόν την ίδια διάρκεια. Το όνομα αυτού του φαινομένου προέρχεται από τις λατινικές λέξεις «aequus» (ίσος) και «nox» (νύχτα).

Η Γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο, με κλίση περίπου 23,5 μοιρών. Αυτό σημαίνει ότι διαφορετικά μέρη του πλανήτη μας λαμβάνουν περισσότερο ή λιγότερο από την ακτινοβολία του ήλιου σε διάφορες περιόδους του έτους, ανάλογα με τη θέση του πλανήτη μας στην τροχιά του. Σε όλες τις χώρες του πλανήτη, ο ήλιος ανατέλλει στην ανατολή και δύει στη δύση. Ωστόσο, ο ήλιος φαίνεται επίσης να κινείται βόρεια το μισό έτος και νότια το άλλο μισό, ανάλογα με το πού βρίσκεστε. Γύρω στον Ιούλιο, το βόρειο ημισφαίριο βιώνει μεγαλύτερες περιόδους φωτός και το νότιο ημισφαίριο μικρότερες περιόδους. Τον Δεκέμβριο συμβαίνει το αντίθετο, με περισσότερες ώρες φωτός στο νότιο ημισφαίριο και λιγότερες στο βόρειο ημισφαίριο.

Οι ισημερίες δεν συμβαίνουν απαραίτητα την ίδια ακριβώς ημέρα κάθε χρόνο. Συμβαίνουν γύρω ή στις 20 Μαρτίου και στις 23 Σεπτεμβρίου. Οι μεταβαλλόμενες ημερομηνίες οφείλονται στο γεγονός ότι ένα γήινο έτος δεν είναι ακριβώς 365 ημέρες. Υπάρχει ένα επιπλέον τέταρτο της ημέρας (6 ώρες) που συσσωρεύεται κάθε χρόνο, με αποτέλεσμα να μετατοπίζεται η ημερομηνία της ισημερίας. Ο προσανατολισμός του πλανήτη προς τον ήλιο μετατοπίζεται επίσης συνεχώς, αλλάζοντας το χρόνο της ισημερίας.

Οι ισημερίες σηματοδοτούν αστρονομικά την αρχή της άνοιξης ή του φθινοπώρου, ανάλογα με το ημισφαίριο. Σύμφωνα όμως με τους μετεωρολόγους, η αρχή της άνοιξης και του φθινοπώρου είναι η 1η Μαρτίου και η 1η Σεπτεμβρίου αντίστοιχα. Στο βόρειο ημισφαίριο, η ισημερία του Μαρτίου προαναγγέλλει την έναρξη της άνοιξης και αναφέρεται ως εαρινή ισημερία. Την ίδια στιγμή, το νότιο ημισφαίριο περνάει στο φθινόπωρο. Το αντίστροφο συμβαίνει τον Σεπτέμβριο, όταν το βόρειο μισό του πλανήτη εισέρχεται στους ψυχρότερους μήνες του φθινοπώρου και το νότιο μισό στην άνοιξη.

Η Γη δεν είναι η μόνη που βιώνει ισημερίες. Κάθε πλανήτης στο ηλιακό σύστημα βιώνει ισημερίες όταν η τροχιά και η κλίση του σε σχέση με τον ήλιο, έχουν ως αποτέλεσμα τα δύο ημισφαίρια να δέχονται περίπου ίσες ποσότητες φωτός.

Οι άνθρωποι παρακολουθούν τις κινήσεις του ήλιου εδώ και χιλιάδες χρόνια, ενσωματώνοντας συχνά τις ισημερίες στις πολιτιστικές και θρησκευτικές παραδόσεις. Για πολλούς αρχαίους πολιτισμούς αυτές οι ηλιακές αλλαγές δεν υπαγόρευαν μόνο την έναρξη των εποχών αλλά και το πότε έπρεπε να φυτευτούν και να συγκομιστούν οι σοδειές. Στην Ιαπωνία, και οι δύο ισημερίες είναι δημόσιες αργίες που παραδοσιακά αναγνωρίζονται ως ημέρα μνήμης και λατρείας των προγόνων και των αγαπημένων προσώπων που έχουν πεθάνει, σύμφωνα με την Ιαπωνική Ακαδημία Coto.

Υπάρχουν επίσης πολλά αρχαία μνημεία που είναι πλήρως προσανατολισμένα και ευθυγραμμισμένα με τον ήλιο, έτσι ώστε την αυγή της Εαρινής Ισημερίας το φως του να ξεχύνεται και να φωτίζει και τα πιο σκοτεινά σημεία τους. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια μιας ισημερίας στο ινδουιστικό συγκρότημα Angkor Wat στην Καμπότζη, ο ήλιος ανατέλλει ακριβώς πάνω από τον κεντρικό ναό του. Το συγκρότημα, που χτίστηκε μεταξύ του 1113 και του 1150 μ.Χ., είναι το μεγαλύτερο θρησκευτικό μνημείο στον κόσμο. Το 1976, οι επιστήμονες δημοσίευσαν στο περιοδικό «Science» μια μελέτη για την αστρονομική σύνδεση μεταξύ της αρχιτεκτονικής του και των ουράνιων γεγονότων.

Επιπλέον, ο ναός των Μάγια στο Chichén Itzá στο Μεξικό, γνωστός ως Ναός του Kukulcan (El Castillo), είναι αφιερωμένος σε έναν θεό φίδι. Κατά τη διάρκεια της ισημερίας, ένα τέχνασμα του φωτός κάνει να φαίνεται σαν ένα φίδι να κατεβαίνει από την πλευρά του ναού, ταξιδεύοντας στον κάτω κόσμο. Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο «Journal of Archaeological Science» το 2018, ο ναός χτίστηκε μεταξύ του 8ου και του 12ου αιώνα.

Κείμενο: Εύη Τσιριγωτάκη

πηγή