Της σιωπής, της θλίψης, της οργής

Κείμενο: Δημήτρης Βεργίνης

Ετούτη η άνοιξη μπήκε με κόντρα ρόλο. Δίχως χρώμα, δίχως φως, δίχως άρωμα. Μπήκε ανοίγοντας ένα τραύμα στην ψυχή ολόκληρης της χώρας. Κι είναι τα συλλογικά τραύματα που κλείνουν δυσκολότερα από όλα τα υπόλοιπα. Είναι αυτά που χαίνουν τον πόνο των κοντινών ανθρώπων αυτών που χάθηκαν και τη θλίψη τους και την οργή τους. Μα ταυτόχρονα είναι αυτά που χαίνουν τον πόνο, τη θλίψη και την οργή του καθενός από εμάς που μπήκαμε στα παπούτσια τους, στα ρούχα τους, στους αναστεναγμούς τους από την πρώτη στιγμή που ακούσαμε την είδηση. Είναι πληγές ανοιχτές που θα χρειαστούν χρόνο και τρόπο για να επουλωθούν κι ετούτη τη στιγμή οι τρόποι φαίνονται ανύπαρκτοι κι ο χρόνος μακρινός.

Ετούτη η άνοιξη όχι μόνο δεν επέστρεψε την Περσεφόνη αλλά πήρε και δεκάδες άλλες στα χώματά της. Το “ποτέ πια” των κεριών δεν είναι μια αόριστη ευχή, δεν είναι δυο αφελείς λέξεις για να πάμε παρακάτω. Είναι απαίτηση και προειδοποίηση -κυρίως των νέων παιδιών σε όλη τη χώρα, που όπως κι εδώ στην πλατεία απόψε, έτσι παντού τρεις μέρες τώρα ποτίζουν τον τόπο με τα δάκρυά τους. Απαίτηση και προειδοποίηση ότι θα είμαστε εδώ και θα φροντίσουμε ώστε να γίνουν όσα έπρεπε χρόνια να έχουν γίνει, για να μην φτάναμε ποτέ σε ετούτον τον Μάρτη.