Γιάννης Ρίτσος: ο ποιητής της κάθε σκέψης μας

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την 1η Μάη 1909 στη Μονεμβασιά και πέθανε στις 11 Νοέμβρη 1990 στην Αθήνα. Πολυγραφότατος (έγραφε συνέχεια, όπου έβρισκε), βραβευμένος με διακρίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ανήκει στη λεγόμενη «Γενιά του ‘30», εμφανιζόμενος στα ελληνικά γράμματα με τη συλλογή του «Τρακτέρ». Εξορίστηκε κατ’ επανάληψιν για τις ιδέες και την πολιτική του δράση. Το έργο του μελοποιήθηκε εμβληματικά από τον Μίκη Θεοδωράκη -αλλά όχι μόνο. Η μελοποίηση της Ρωμιοσύνης και του Επιταφίου ανήκουν στις κορυφαίες στιγμές που η μουσική σύνθεση στην Ελλάδα συναντήθηκε με την ποίηση.

Από τον απίστευτα μεγάλο όγκο των ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου σήμερα δε θα πρωτοτυπήσουμε και θα σταθούμε σε ένα απόσπασμα από την πολυαγαπημένη και πολυδιαβασμένη Σονάτα του Σεληνόφωτος. Δημοσιεύτηκε το 1956 και απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Όπως έγραψε για αυτή ο Luis Aragones: «το έργο μου έδωσε το τράνταγμα της μεγαλοφυΐας».

Το ποίημα βρίσκεται στην ανθολογία «Γιάννης Ρίτσος» σε επιλογή της Χρύσας Προκοπάκη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος και την οποία μπορείτε να προμηθευτείτε στη Λευκάδα από το βιβλιοπωλείο Fagottobooks στη Ζακύνθου 7.

Σονάτα του σεληνόφωτος (απόσπασμα)

(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη
γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ’ έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει
φως. Απ’ τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο.
Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δύο-τρεις
ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η
Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο):

Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, – δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με να’ ρθω μαζί σου.

Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ’ ακούσω. Σώπα.

Άφησε με να’ ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις
πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.
Άφησε με να’ ρθω μαζί σου.

Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω τον θόρυβο
του φουστανιού μου
σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου).
Άφησε με να’ ρθω μαζί σου

Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να’ ρθω μαζί σου. […]

*Κείμενο/Ερανιστής του ποιήματος: Δημήτρης Βεργίνης