Και του χρόνου! Έθιμα της Πρωτοχρονιάς στη Λευκάδα. (Μέρος 2ο)

Συνεχίζοντας την ανάγνωση από το βιβλίο του Νίκου Βαγενά “Πάτρια Ίχνη” των εκδόσεων Fagottobooks, φτάνουμε στο… αμφιλεγόμενο έθιμο της Διάνας. Διαβάζουμε σχετικά:

“Το μέγιστο όμως έθιμο της επτανησιακής κουλτούρας ήταν το, έως σήμερα διατηρούμενο βενετσιάνικο έθιμο της Διάνας. Σε ιταλο-ελληνικό λεξικό των αρχών του 20ού αι. διαβάζομε: Diana=εωθινόν εγερτήριον. Πρόκειται για το μαρς καλωσορίσματος του νέου χρόνου, το οποίο απαιτούσε την πρωϊνή έγερση για την υποδοχή του. Το μαρς αυτό εκτελούνταν από την περιφερόμενη Φιλαρμονική, χαράματα πρωτοχρονιάς, πριν ακόμα βγει καλά καλά ο ήλιος.

Πριν όμως «κατεβεί» η Φιλαρμονική για την καθιερωμένη εκδήλωση, είχαν ήδη αρχίσει τα προεόρτια (πρωτοστατούσης της γνωστής…μουλαρίας), λίγο μετά τα μεσάνυχτα, από τους εξερχόμενους σοβαρούς ανθρώπους, οι οποίοι, έστω και για μια φορά το χρόνο, έβγαιναν να φαρομανήσουν και να ξεδώσουν, συμμετέχοντας στην ομαδική ευθυμία που έφθανε μέχρις ακροτήτων.

Τα πολυποίκιλα καμώματα των πρωταγωνιστών κορυφώνονταν λίγο πριν την έξοδο της Φιλαρμονικής και καθόλη την διάρκεια της διαδρομής. Επειδή, κατά βάθος, το έθιμο αυτό νομιμοποιούσε τους βανδαλισμούς, άπαντες, καταστηματάρχες και νοικοκυραίοι, φρόντιζαν ήδη από «βραδύθενες» να συμμαζέψουν οτιδήποτε άφηναν έξω όλο το χρόνο, αφού ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι δεν θα το ξανάβλεπαν! Έτσι λοιπόν οι μανάβηδες μάζευαν τα άδεια ξύλινα καφάσια, οι κουρείς τα τραπεζάκια, που είχαν στο πεζοδρόμιο για τα μαντολατοπάστελα, οι άστεγοι καταστηματάρχες τους πεζοδρομιακούς πάγκους τους, οι μικροχαμαλαραίοι τα καροτσίνια τους, οι νοικοκυρές τις γλάστρες τους και γενικά οτιδήποτε ήταν δυνατόν να μεταφερθεί μακράν της θέσεώς του.

Βεβαίως, υπήρχαν και οι μικροεκδικήσεις κάποιων καταστηματαρχών για τις φθορές και τα πειράγματα, που δέχονταν ολοχρονίς από τους μούλους. Έτσι, ο Μήτσος Σκιαδάς, που είχε τα κεριά απέναντι από το βιβλιοπωλείο του Πανοθώμου, φρόντισε εκείνη τη βραδιά να «ξεχάσει» τα ομοιώματα κάποιων κεριών και λαμπάδων, τα οποία κρεμούσε από τη σκεπαστή λότζα του μαγαζιού του. Η αλήθεια είναι ότι ένας ένας που περνούσε κάτω από κρεμασμένα ομοιώματα των κεριών, σήκωνε το χέρι κι έδινε ένα δυνατό χαστούκι σε όσα μπορούσε να φθάσει, κάνοντάς τα να αιωρούνται πέρα-δώθε σαν τρελλά εκκρεμή. Στηριζόμενος, λοιπόν, στο γνωστό απόφθεγμα ότι η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, αποφάσισε να δράσει στην κατάλληλη στιγμή, που δεν ήταν άλλη παρά εκείνη της Διάνας. Έντυσε με λευκό χαρτί του μέτρου δυο-τρία ομοιώματα κεριών, στολίζοντάς τα παράλληλα με μπλέ χάρτινες λωρίδες (από κείνο το χαρτί, με το οποίο «έντυναν» τα τετράδια οι μαθητές μια φορά κι έναν καιρό) και, στη συνέχεια, τα κρέμασε στα γνωστά σημεία της λότζας, αφήνοντάς τα, ξεμάτοχα, σαν ξεχασμένα. Πριν τα κρεμάσει όμως, φρόντισε, πριν το τύλιγμα, να διατρυπήσει το κάτω μέρος, το οποίο δεχόταν τις παπαλιές, με καρφοβέλονους προς συνετισμό των μούλων, αφού μες το σκοτάδι δεν θα ήταν ορατή η αγκαθωτή επιφάνειά τους. Τη συνέχεια είναι εύκολο να τη φαντασθεί κανείς!

Η μουλαρία, χωρισμένη σε ομάδες, επιδιδόταν σε ακρότητες. Για παράδειγμα, όλοι μαζί να προσπαθούν, πότε επιτυχώς και πότε ημιεπιτυχώς, να σηκώσουν ολόκληρο περίπτερο, να σύρουν τα μονόξυλα, από τον πίσω μόλο μέχρι τον Άγιο Μηνά και το ξανοιγμένο «χάραμα τσ᾽ μερός» να βρίσκει τα καροτσίνια των χαμαλάρηδων να παίρνουν το μπάνιο τους μπροστά από το καφενείο του Κερατόκωλου. Αλλοίμονο στις γειτονιές όπου δεν υπήρχαν αυλές και η νοικοκυρά είχε ξεχάσει να βάλει μέσα κάνα-δυο γλάστρες που είχε ζερβόδεξα στη μπασά ή αν ο νοικοκύρης είχε ξεχάσει το ποδήλατο έξω. Οι μεν γλάστρες θα ξημέρωναν «μπουκούνια» στο καντούνι το δε ποδήλατο σκαλωμένο σε κάποιο δένδρο ή στα κεραμίδια κάποιου χαμηλού σπιτιού.

Κανείς των συμμετεχόντων δεν φορούσε τα καλά του, αφού ο πόλεμος της κουτσούνας και «τσ᾽ λεμονιάς» (στυμμένη λεμονόκουπα) πήγαινε σύννεφο. Οτιδήποτε προξενούσε κρότο, θόρυβο ή οξείς ήχους, εκσφενδονιζόταν, ώστε να πέσει με πάταγο ή συρόταν κατά μήκος του παζαριού, εν μέσω ιαχών της μουλαρίας. Οι σημερινές κροτίδες και τα βεγγαλικά, παραδόξως, δεν χρησιμοποιούνταν, αφήνοντας την τιμητική τους για την Ανάσταση. Όμως, πέραν των βανδαλισμών, υπήρχαν και οι…λεπτές παρεμβάσεις επί των επιγραφών καταστημάτων ή γραφείων.

Έτσι, το ξύλινο καρτελάκι του Καμινάρη, εκτός από την προμήθεια φερέτρων, γνωστοποιούσε στο κοινό ότι ο Καμινάρης αναλάμβανε και την επισκευή ή κατασκευή ραφιών. Εδώ παρενέβη ο καλλιγράφος…διανιστής και μπροστά από τη λέξη «ράφια» πρόσθεσε, με ίδιο χρώμα, τη συλλαβή: -χω- παραποιώντας την καμινάρειο παροχή υπηρεσίας σε: «επισκευάζω χωράφια»! Την ίδια μεταχείρηση είχαν τα διάφορα γραφεία, τα οποία με ανάλογες τροποποιήσεις μετατρέπονταν σε βαφεία ή ραφεία!

Μόνιμο θύμα αυτής της τροποποίησης υπήρξε ο Γιώργος Βαλβίδας, του οποίου το εμποροραφείο ξημέρωνε ως «εμπορογραφείο» ή «εμποροβαφείο». Τα σε βάρος του «διανικά» συνεχίσθησαν και αρκετά χρόνια αργότερα, όταν η μουλαρία σήκωνε στα χέρια το μικρό «φιατάκι» του Γιώργου και το τοποθετούσε κόντρα στο καντούνι με αποτέλεσμα να μη μπορεί να κάνει ούτε μπρος ούτε πίσω. Κάτι ανάλογο υφίστατο και η υπαίθρια ψησταριά του Φαγογένη.

Όταν πλέον πλησίαζε η στιγμή, κατά την οποία θα κατέβαινε η Φιλαρμονική, πλήθος ξενύχτηδων περίμενε στην πλατεία, αφού από εκεί θα ξεκινούσε η μπάντα για την καθιερωμένη διαδρομή της, παιανίζοντας το εωθινό. Κατά τη διαδρομή δεν έλλειπαν τα πειράγματα και όσοι βανδαλισμοί είχαν μείνει στη μέση. Οι μικροφάρσες στους μουζ᾽κάνους ήσαν κάτι το καθιερωμένο για το «καλό του χρόνου». Μάλιστα, ο Θανάσης Λαυράνος, κατά κόσμον Κ᾽φάκιας, που είχε το πατσατζίδικο απέναντι από το χρυσοχοείο του Χρύσανθου Χατζηγεωργίου, ήταν το πλέον πρόσφορο θύμα, αφού έπαιζε τη μεγάλη τούμπα με αποτέλεσμα όλες οι κουτσούνες νάχουν στόχο το στόμιό της. Μια φορά δε μία κουτσούνα είχε μπει για τα καλά στο στόμιο και εις μάτην ο Θανάσης προσπαθούσε να βγάλει φθόγγο!

Η περιφορά της μπάντας έκλεινε στην πλατεία και, αφού αποσύρονταν για λίγο, οι μουζ᾽κάνοι χωρίζονταν σε μικρές ομάδες, προκειμένου να παίξουν πρωτοχρονιάτικα κάλαντα και κομμάτια στις γειτονιές της Χώρας. Το προχωρημένο ξημέρωμα έβρισκε τη Χώρα να έχει εικόνα ύστερα από βομβαρδισμό! Κουτσούνες, λεμονιές, μπρόκολα, λάτες, μαστέλλοι, σίσκλοι, πριάρια, καροτσίνια αναποδογυρισμένα (όσα δεν ρίχτηκαν στη θάλασσα), σπασμένες γλάστρες και μέσα σ᾽ όλα αυτά και τ᾽ άλλα που ακολουθούσαν, γαυγίσματα από αγριεμένους σκύλους και τρομοκρατημένες γάτες που κάποιοι ξαμολούσαν στο πλήθος μέσα από σακκιά κατά την περιφορά της Διάνας.

Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ποια ήταν η αφετηρία, από την οποία ξεκίνησαν μερικοί για να καταλήξουν, με την πάροδο του χρόνου…πρυτάνεις της φάρσας! Βεβαίως, δεν υπάρχει εικόνα ούτε έχει καταγραφεί πώς διεξαγόταν το έθιμο στην προ Φιλαρμονικής εποχή. Το γεγονός ήταν από παλιά γνωστό στα Επτάνησα και η καθαρά ιταλική ονομασία του παραπέμπει στην εποχή της Ενετοκρατίας: τόσο η πολυετής επίδραση της Βενετίας στο γλωσσικό ιδίωμα όσο και σε διάφορα δρώμενα δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Ενδεχομένως να μην ήταν διανθισμένο με τόσες ακρότητες ή να αποτελούσε μια πιο ήπια εκδήλωση, η οποία όμως με την πάροδο του χρόνου και τον ευτράπελο χαρακτήρα του μπουρανέλλου πήρε τη σύγχρονη μορφή.

Η πρωϊνή πρωτοχρονιάτικη ατμόσφαιρα έκλεινε με το «αμίλητο νερό» και αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο και την τελετή λήξης των ευτράπελων της Διάνας. Υπήρχε από παλιά η συνήθεια το πρωί της πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά να πηγαίνει στις δημοτικές βρύσες να πάρει νερό μέσα σε πήλινα υδροδοχεία, τα λεγόμενα λαήνες και μπότηδες, για το καλό του χρόνου. Κατά την επιστροφή στο σπίτι δεν έπρεπε να μιλήσει σε κανέναν ούτε να διαμαρτυρηθεί, εάν κάτι πήγαινε στραβά, γιατί η όποια ομιλία ή κατάρα θεωρούνταν γρουσουζιά. Αυτή την ιδιαιτερότητα, που επέβαλλε η παράδοση, εκμεταλλεύονταν οι…μούλοι και καραδοκούσαν να σπάσουν τις στάμνες των νοικοκυρών, που επέστρεφαν με το νερό!

Πράγματι, κι αυτό γινόταν και οι δύστυχες δεν τολμούσαν να βγάλουν κιχ! Αργότερα, όταν εξέλιπαν τα πήλινα σκεύη και η μεταφορά του νερού γινόταν με μεταλλικά σκεύη, δηλαδή με τζετζερέδια και κατσαρόλες, τότε η μουλαρία, για να ολοκληρώσει τον κύκλο της Διάνας, ελλείψει εύθραυστων δοχείων, προέβαινε στο «μαγάρισμα» του νερού. Δηλαδή, όπως η νοικοκυρά προπορευόταν με ανοιχτό το μεταλλικό δοχείο γεμάτο νερό, έτρεχε ο αλητάκος ξωπίσω ακροποδητί και την κατάλληλη στιγμή έριχνε μέσα καμμιά λεμονόκουπα, κάνα ψαροκέφαλο ή άλλα παρόμοια, με σκοπό να την υποχρεώσει να ξαναπάει πάλι στη βρύση!

Τα χρόνια πέρασαν και αρκετά από τα παραπάνω εγκαταλείφθησαν. Μόνο το έθιμο της Διάνας διατηρήθηκε, κατά πολύ αλλοιωμένο όμως και επενδυμένο με κακογουστιά, φθορές ανεπίτρεπτες και, επί πλέον, με προκλητικές συμπεριφορές σε βαθμό που η μπάντα να μην πραγματοποιεί πλέον απρόσκοπτα το γύρο της Χώρας και το τσούρμο των σύγχρονων ανάγωγων «μούλων» να συνοδεύεται (άκουσον-άκουσον) από περιπολικό, πράγμα αδιανόητο σε παλιότερες εποχές.

«Μα, οι φθορές δεν γίνονταν και παλιότερα;», θ᾽ αναρωτηθεί ο καλοπροαίρετος αναγνώστης. Εδώ έγκειται η φιλοσοφία του εθίμου! Όλοι ήθελαν τις φθορές, ακόμη και οι παθόντες, οι οποίοι σκόπιμα άφηναν εγκαταλελειμμένα αντικείμενα αποβραδίς της πρωτοχρονιάς ώστε ο παλιός χρόνος φεύγοντας να εξαφανίσει ό,τι παλιό, ό,τι άχρηστο, ό,τι άσχημο, με σκοπό την ανατολή να γίνει μια νέα αρχή, ένα νέο ξεκίνημα!”