Δικτατορία… το μπαγλαμαδάκι μένει ορφανό*

«Καημένη Ελλάδα», μονολογούσε ο μπαρμπα-Γιάννης. «Καήκαμε πάλι!»

Ο Στέλιος είχε καταλάβει ότι κάτι γινόταν στη χώρα, αλλά δεν ήξερε τι. Ήταν Απρίλης του 1967. Την προηγούμενη νύχτα άκουσε φορτηγά, τανκς και στρατιωτικά τζιπ να κυκλοφορούν στους δρόμους. Και σήμερα όλοι οι δρόμοι ήταν άδειοι, κανείς δεν κυκλοφορούσε.

«Κάτι τρέχει, μπαρμπα-Γιάννη», είπε ο Στέλιος. Άνοιξαν το ραδιόφωνο και έμαθαν ότι είχε γίνει πραξικόπημα. Πρώτη φορά άκουγε αυτή τη λέξη, όπως και τις λέξεις «χούντα» και «δικτατορία». Ο μπαρμπα-Γιάννης, που είχε κάνει χρόνια στην εξορία, ήταν σε δύσκολη θέση. Εξήγησε στον Στέλιο ότι οι άνθρωποι σαν κι αυτόν, που είχαν κάνει χρόνια φυλακή και εξορία, ήταν πάλι σε κίνδυνο. Έπρεπε κάπου να κρυφτεί. Είχε μια εξαδέλφη στην Αίγινα που ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό. Αποφάσισε, λοιπόν, να φύγει το βράδυ με το βαπόρι ενός φίλου του και να μείνει στην εξαδέλφη του στο νησί μέχρι να περάσει η κρίση.

«Και τι θα κάνουμε εμείς, εγώ και το μπαγλαμαδάκι;» ρώτησε ο Στέλιος.
«Τώρα ξέρεις τη δουλειά του μαραγκού. Θα μείνεις εδώ και, αν με ψάξουν, θα πεις ότι εξαφανίστηκα και δεν ξέρεις πού έχω πάει. Μάλλον δε θα κρατήσει πολύ αυτή η δικτατορία. Θα γυρίσω σύντομα. Μη φοβάσαι».

Εκείνη τη νύχτα ο μπαρμπα-Γιάννης έφυγε αθόρυβα, χωρίς να πουν ούτε ένα τραγούδι. Το μπαγλαμαδάκι μαράζωσε. Τώρα κατάλαβε ότι θα έμενε πάλι ορφανό. Ευτυχώς έμεινε ο Στέλιος.

Η δικτατορία συνεχιζόταν. Κανένας δεν πίστευε ότι θα κρατήσει τόσο. Περνούσαν οι μήνες και ο μπαρμπα-Γιάννης δεν επέστρεφε… Ο Στέλιος είχε γίνει καλός μαραγκός και τα κατάφερνε καλά με τις παραγγελίες του μαγαζιού. Αλλά αισθανόταν μεγάλη μοναξιά, κι αυτός και το οργανάκι. Κάθε τόσο έπαιζε τα βράδια στην αυλή, αλλά χωρίς παρέα δεν είχε καθόλου κέφι.

Ένα βράδυ έπαιζε το τραγούδι του Θεοδωράκη που πρωτάκουσε από τον μπαρμπα-Γιάννη, τη «Δραπετσώνα». Ένας γείτονας χτύπησε την πόρτα τρομαγμένος και του φώναξε: «Σσστ! Δεν επιτρέπεται να παίζεις τέτοια! Δεν ξέρεις ότι απαγορεύεται όλη η μουσική του Θεοδωράκη; Τον πιάσανε και τώρα είναι κι αυτός στη φυλακή».

Ο Στέλιος το είχε ακούσει, αλλά δεν το πήρε στα σοβαρά. Πώς ήταν δυνατόν να απαγορευτεί ένα τραγούδι; Υπήρχε και μία δυσπιστία στον κόσμο, δεν ήξερε κανείς ποιον μπορεί να εμπιστευτεί.

Τώρα που έλειπε το αφεντικό του, ο Στέλιος άρχισε τα βράδια να βγαίνει στους δρόμους με το μπαγλαμαδάκι παραμάσχαλα, να μιλάει με μουσικούς, να γνωρίζεται με φοιτητές και νέους ανθρώπους της ηλικίας του στην Αθήνα και στον Πειραιά. Έτσι έμαθε πολλά πράγματα και άρχισε να καταλαβαίνει πόσο επικίνδυνη ήταν η κατάσταση. Έμαθε για τις φυλακές, για τα βασανιστήρια, για τη λογοκρισία. Έμαθε, όμως, και κάτι θετικό. Φαίνεται ότι τα παλιά ρεμπέτικα είχαν γίνει μόδα για τους φοιτητές. Αφού η μουσική του Θεοδωράκη απαγορεύτηκε και οι μουσικοί φοβόντουσαν να γράψουν τραγούδια λόγω της δικτατορίας, η νεολαία ανακάλυψε τα ρεμπέτικα. Οι νέοι κατάλαβαν ότι οι παλιοί ρεμπέτες σαν τον Μάρκο και τον Μπάτη ήταν ρέμπελοι, ήταν μάγκες. Είχαν περηφάνια που τους έδινε τη δύναμη να αντισταθούν στο σύστημα. Γύριζαν την πλάτη στην εξουσία, στη μόδα και στα καθωσπρέπει της ζωής. Γι’ αυτό τους κυνηγούσε η αστυνομία και η κάθε κυβέρνηση. Κι εκείνοι δε νοιάζονταν ούτε να γίνουν πλούσιοι, ούτε να γίνουν διάσημοι, ούτε να χαϊδεύουν τα αυτιά των πλουσίων βγάζοντας όμορφα τραγούδια. Ίσως τα νέα παιδιά να ταυτίστηκαν μαζί τους σε αυτή την εποχή της ανελευθερίας. Μοιάζανε με τους χίπηδες της Αμερικής που αναζητούσαν ν’ αλλάξουν την κοινωνία.

Στην Αθήνα οι νέοι μαθαίναν να παίζουν μπουζούκι και να τραγουδάνε τα παλιά ρεμπέτικα τραγούδια. Στις μπουάτ της Πλάκας καλέσανε κάτι παλιούς ρεμπέτες που είχαν εξαφανιστεί. Έτσι ξαναεμφανίστηκε ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, ο Κώστας Ρούκουνας, ο Γιώργης Μουφλουζέλης και άλλοι μουσικοί, που είχαν εξαφανιστεί από τα λαϊκά μαγαζιά και έμειναν πιστοί στο παλιό ρεμπέτικο ύφος. Οι νέοι τους θαύμαζαν και οι ίδιοι οι μουσικοί, χωρίς να το ξέρουν, έγιναν σύμβολα κατά της δικτατορίας.

*Το κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο “Ένα ταξίδι στο Ρεμπέτικο για μικρούς και μεγάλους” των Γκαίηλ Χολστ-Γουάρχαφτ και της Ζωής Διονυσίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Fagotto books. Μπορείτε να το προμηθευτείτε στη Λευκάδα από το βιβλιοπωλείο Fagottobooks στη Ζακύνθου 7.