Μόνοι εναντίον ψηφιακών γιγάντων

Επενδύουμε πολλά στην ψηφιακή επανάσταση, και πολύ καλά κάνουμε. Η επιτάχυνση όμως των αλλαγών ίσως να μη μας προσφέρει την πολυτέλεια της περισυλλογής και της πιο ενδελεχούς εξέτασης των πραγμάτων. Οταν τρέχεις και καινοτομείς, δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς όλες τις επιπτώσεις των ενεργειών σου, γι’ αυτό χρειάζεσαι και αυτούς που έχουν το θάρρος να αμφισβητούν μεγέθη και κατεστημένα. Στο ξεκίνημα κάθε επανάστασης παρεισφρέουν αριβίστες, τυχάρπαστοι, οπορτουνιστές, αλλά και ιδεολόγοι, οι οποίοι θέλουν ανεξαρτήτως κόστους να προχωρήσουν τα πράγματα μπροστά. Στη συνέχεια, κι αφού κατακαθίσει ο κουρνιαχτός, έρχονται οι πιο μετριοπαθείς, για να περιγράψουν τα κατορθώματα όλων των παραπάνω. Δεδομένου ότι βρισκόμαστε ακόμη στις πρώτες δεκαετίες της ψηφιακής επανάστασης, η ανθρωπογεωγραφία είναι συγκεχυμένη. Κάποια πρόσωπα, ωστόσο, ξεχωρίζουν με τη δράση τους, είτε γιατί ίδρυσαν «μονόκερους», ή γιατί εφηύραν ένα σπουδαίο τεχνολογικό εργαλείο, ή απλώς γιατί εξέθεσαν τις αδυναμίες, τα λάθη ή τα σκοτεινά σημεία ενός συστήματος.

Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ «Skandal! Bringing down Wirecard», που προβάλλεται απ’ το Netflix, παρακολουθούμε τις προσπάθειες ενός γενναίου δημοσιογράφου να αποκαλύψει το σκάνδαλο της υπηρεσίας διαδικτυακών πληρωμών Wirecard. Ο Νταν Μακ Κραμ είναι ο άνθρωπος που αποκαθήλωσε μια υπερεπιτυχημένη εταιρεία της ψηφιακής εποχής, έναν «μονόκερο» της Γερμανίας, ο οποίος έφτασε να φιλοδοξεί την εξαγορά της Deutsche Bank. Ως τη στιγμή που ξεκινάει το ρεπορτάζ του ο δημοσιογράφος, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι πίσω απ’ τη βιτρίνα των διαδικτυακών συναλλαγών, των πολυτελών γραφείων, των χιλιάδων υπαλλήλων, των επευφημιών, βρίσκεται ένα καλοστημένο, παραδοσιακό πλυντήριο χρημάτων. Χωρίς την επιμονή και την τόλμη του δημοσιογράφου, και τη βοήθεια των short sellers (των επενδυτών που ποντάρουν στην πτώση των μετοχών), ίσως η απάτη να συνέχιζε έως σήμερα.

Αποφασιστικής σημασίας για την τεκμηρίωση του ρεπορτάζ ήταν και η συνδρομή ενός μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος μας φέρνει στον νου τον πλέον διάσημο whistleblower της εποχής μας, τον Εντουαρντ Σνόουντεν. Στο βιβλίο «Σκοτεινός καθρέφτης, ο Εντουαρντ Σνόουντεν και το κράτος των παρακολουθήσεων στην Αμερική» (εκδ. Καστανιώτης, μτφρ. Μαριάννα Τζιαντζή) που κυκλοφόρησε πρόσφατα, ο Μπάρτον Γκέλμαν αφηγείται τη γνωριμία του με τον Σνόουντεν ως ένας εκ των ελάχιστων ρεπόρτερ που απέκτησαν πρόσβαση στα αρχεία που διέρρευσε ο Σνόουντεν. Η ιστορία του Σνόουντεν έχει αποτυπωθεί πια σε πλήθος ταινιών και βιβλίων, μα εδώ ο Γκέλμαν βάζει μια πιο προσωπική διάσταση, η οποία αναδεικνύει τα πολλά προβλήματα που πρέπει να ξεπεράσει ένας επαγγελματίας δημοσιογράφος προκειμένου να διαχειριστεί μια τόσο περίπλοκη, επικίνδυνη και δύσκολη ιστορία. Τελικά, αποδεικνύεται ένας καλός ισορροπιστής. Παρουσιάζει τον Σνόουντεν ως έναν άνθρωπο με αντιφάσεις, που μπορεί μεν να πήρε κάποιες δύσκολες κι επιβλαβείς αποφάσεις, τόσο για τον ίδιο όσο και για τη χώρα του, αλλά ξεκίνησε ένα διάλογο, ο οποίος μακροπρόθεσμα μπορεί να ωφελήσει τη δημοκρατία. Οι ψηφιακές παρακολουθήσεις, όσο λεπτό και επίμαχο θέμα κι αν είναι, πρέπει να υπόκεινται στον δημόσιο έλεγχο. Πρέπει να διασφαλίζει η κοινωνία ότι κανείς θα μπορεί να καταχράται την εξουσία που του παραχωρείται.

Μόνοι εναντίον ψηφιακών γιγάντων-1

Ενας «χακτιβιστής»

Ο Σνόουντεν επέλεξε εκουσίως να εκθέσει κρατικά μυστικά, και τώρα ζει με τις επιπτώσεις της πράξης του. Ο Αντριου «Μπάνι» Χουάνγκ, απ’ την άλλη πλευρά, δεν είχε καμία διάθεση να αντιπαρατεθεί με την ιδιωτική εξουσία ενός πολυεθνικού ψηφιακού κολοσσού, όταν το 2001 αποσυναρμολογούσε μια παιχνιδοκονσόλα Xbox. Στο ντοκιμαντέρ «The Hacktivist», του The Singularity Group –που είδα πρόσφατα σε ειδική διαδικτυακή προβολή– ο «Μπάνι» λέει ότι ήθελε απλά να δει πώς λειτουργεί το μηχάνημα. Οταν δημοσιοποίησε στο Διαδίκτυο το κατόρθωμά του, δέχτηκε ένα μήνυμα από τη Microsoft να κατεβάσει την ανάρτηση απ’ τη σελίδα του. Οσο παράξενο κι αν ακούγεται, ο νόμος απαγορεύει την αποσυναρμολόγηση των ψηφιακών συσκευών. Το ντοκιμαντέρ τάσσεται ξεκάθαρα στο πλευρό του «χακτιβιστή» (από το χάκερ και ακτιβιστής), ο οποίος τώρα μηνύει την κυβέρνηση των ΗΠΑ με την ελπίδα ότι θα ανακτηθεί το δικαίωμα των χρηστών να κατέχουν και να χρησιμοποιούν αυτόνομα τις συσκευές τους. Τελικά, στις επαναστάσεις πολλά απ’ αυτά που εμφανίζονται ως ρηξικέλευθα, δεν είναι παρά στάχτη στα μάτια. Χρειαζόμαστε την τόλμη και τη φαντασία αυτών που αμφισβητούν και δοκιμάζουν τα όρια των συστημάτων, γιατί μέσω αυτών θα ανακαλύψουμε πώς θα ξαναγράψουμε τους κανόνες προς όφελος των πολλών.

 

 

 

 

Πηγή