Το εγγενές μυστήριο

«Ένα ποίημα είναι ένα μυστήριο, του οποίου ο αναγνώστης πρέπει να αναζητήσει το κλειδί». Αυτή η αποστροφή του Στεφάν Μαλαρμέ θα μπορούσε να αποδοθεί στο ρομαντικό πνεύμα και στις ιδιοτροπίες του αν δεν υπογράμμιζε απλώς τη μυστική, με την έννοια της μύησης, πλευρά που ο αναγνώστης χρειάζεται να αποκωδικοποιήσει για να μπορέσει να διαβάσει το ποίημα.

Πηγαίνοντας τον συλλογισμό ως την άλλη του άκρη, ισχύει το ίδιο και με τα μυστήρια της ζωής, που αν δεν μπορέσεις να βρεις γι’ αυτά τη δική σου δίοδο και ενδεχομένως κάποια απάντηση, δεν γίνεται να ζήσεις. Άλλωστε, μήπως η ζωή δεν είναι μια συνεχής μύηση σε κάτι που ως άγνωστο το ακολουθούμε, μετασχηματίζοντάς το με τα χρόνια σε κάτι οιονεί γνωστό;

Όμως, μήπως περί αυτού ακριβώς πρόκειται; Μήπως στη φράση του Μαλαρμέ το ποίημα δεν θα μπορούσε να αντικατασταθεί από τη ζωή; «Μια ζωή (κάθε ζωή) είναι ένα μυστήριο, του οποίου ο φορέας πρέπει να αναζητήσει το κλειδί».

Έτσι εδώ ο αναγνώστης, ο πρώτος που προσεγγίζει το ποίημα –ακόμη και ο ίδιος ο ποιητής ως αναγνώστης είτε ξένων ποιημάτων είτε του δικού του ποιήματος και, κυρίως, αυτού του τελευταίου–, καλείται ως φορέας του μυστηρίου της ζωής (του) να αναζητήσει το κλειδί, τα κλειδιά συχνά, γι’ αυτό το μυστήριο. Κι έτσι από τα μυστήρια της ποίησης φτάνουμε παραχρήμα σε εκείνα της ζωής, που καθένας καλείται να διερευνήσει, να διαλευκάνει, να αποκωδικοποιήσει. Η ποίηση είναι μόνον ένας δρόμος. Οι διαδρομές είναι τόσο πολλές όσο και οι πολύκλαδοι διαχωρισμοί ενός πανύψηλου πλατάνου. Συναντάμε τέτοια δέντρα, αιωνόβια, σε κάποιες διαδρομές ανά την υφήλιο αλλά και ανά την ελληνική επικράτεια. Μπορεί να μην είναι πάντα πλατάνια, αλλά βελανιδιές ή φλαμουριές. Τα κλαδιά τους γίνονται οι φλέβες του αιθέρα καθώς ανεβαίνουν και διακλαδίζονται.

Πολλοί άνθρωποι χρειάζεται να ανοίξουν τα χέρια τους και το οριζόντιο άνυσμά τους για να αγκαλιάσουν τον κορμό τους. Γιατί όσο ψηλώνουν τα δέντρα αυτά κι όσο ανοίγονται προς τα πάνω, το μυστήριο της ζωής τους, κυκλοφορώντας στις πολύκλαδες φλέβες τους, ριζώνει στο κέντρο του κορμού τους, που μπορεί με τα χρόνια να κουφώνεται και να ανοίγει ένα χάσμα εκεί όπου φαντάζεται κανείς το πιο απρόσιτο και συμπαγές του μυστικού τους.

Σε έναν πλάτανο στην Κω, που φημολογείται ότι είναι από την εποχή του Ιπποκράτη, ό,τι έχει μείνει είναι μια περίμετρος δέντρου που περιβάλλει μια στήλη κενού, σαν να είναι πολλά πλατάνια που έχουν πιαστεί σε έναν κυκλικό χορό. Αποτελεί μυστήριο, αυτό το εσωτερικό κούφωμα, που αδειάζοντας συνεχίζει να αρδεύει το σύνολο ενός δέντρου, έστω κι αν αυτό μοιάζει με πολλά περιφερικά, ενώ πετάει κλαδιά προς τα πάνω και ρίζες προς τα κάτω σε μια διασταλτική ανάπτυξη που συνήθως παραμένει αφανής. Εδώ το εσωτερικό κούφωμα δηλώνει στην εντέλεια την ανάπτυξη, επισημαίνοντας ακόμη εντελέστερα το μυστήριο του κούφιου που μεταδίδει ζωή άνω και κάτω.

Αυτό το κενό που φτιάχνουμε, μέρα με τη μέρα, στη ζωή μας είναι το πιο προσωπικό μυστήριο, γίνεται το μυστήριο της ζωής του καθενός. Και εγγράφεται όλο και περισσότερο γύρω από μια ζωή που λιγοστεύει. Γύρω από αυτό, όμως, θα στήσει τη ζωή του καθένας, θέλει δεν θέλει, ξέρει δεν ξέρει ότι περιβάλλει ένα μυστήριο, το περιεχόμενο του οποίου αγνοεί και θα αγνοεί αφού αυτό είναι μια στήλη κενού.

Φαίνεται σαν κάτι μυστικιστικό αν δεν ήταν απολύτως φυσικό, φυσικό όπως και στον κορμό του πλατάνου, όπως εμφανίζεται στο ανθρώπινο σώμα με τη νόσο και τη φθορά. Αυτό όμως που εμφανίζεται κάποια στιγμή, παίρνοντας τη δείνα ή την τάδε θανατερή μορφή, φτιάχνεται κάθε μέρα της ζωής μας από την ίδια αυτή ύλη της που όσο πάει μικραίνει, μειώνεται, συρρικνώνεται. Εκείνο που αβγαταίνει είναι το κενό. Αυτό περισσεύει από μέρα σε μέρα. Αδειάζουμε μέρες από τη ζωή μας. Αδειάζουμε από τις μέρες μας.

Και μ’ αυτό το μυστήριο καλείται καθένας να ζήσει, χωρίς να το λύσει, κατανοώντας απλώς την ύπαρξή του. Δίχως αυτό, καμιά ζωή δεν μπορεί να είναι πραγματική, κανένα βίωμα δεν είναι αληθινό. Η ευκαιρία της ζωής είναι οριστικά χαμένη δίχως αυτό.

Κείμενο: Θανάσης Χατζόπουλος

πηγή