Η παρουσίαση του βιβλίου “Σικελιανικά” του Δημήτρη Σπ. Τσερέ μέσα από τα κείμενα των ομιλητών (α’ μέρος)

Τα κείμενα της εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο, 10 Σεπτέμβρη 2022, στο κηποθέατρο “Άγγελος Σικελιανός” στη Λευκάδα, παρατίθενται αυτούσια όπως ακούστηκαν το βράδυ της παρουσίασης του βιβλίου “Σικελιανικά”  του Δημήτρη Τσερέ και των εκδόσεων Fagotto. Η δημοσίευσή τους έρχεται να συμβάλλει στις φετινές -αρκετές- εκδηλώσεις και δημοσιεύσεις με σκοπό τη διερεύνηση της σικελιανικής ποίησης.

Ομιλία του συντονιστή της εκδήλωσης κ. Τριαντάφυλλου Σκλαβενίτη

Κύριε Δήμαρχε

Κύριε Διευθυντή του Β΄ Λυκείου Λευκάδας «Ο Άγγελος Σικελιανός»

Κύριε Αντιπρόεδρε της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών

Κυρίες και κύριοι, Συμπατριώτισσες και Συμπατριώτες

Εμείς που ευχαρίστως αποδεχτήκαμε την τιμητική πρόσκληση των οργανωτών να είμαστε συντελεστές της αποψινής χαρούμενης συνάντησης που φιλοξενεί το Πνευματικό Κέντρο, στο κηποθέατρο Άγγελος Σικελιανός, σας υποδεχόμαστε και σας ευχαριστούμε για την παρουσία σας.

Με τη χαρά μας ήλθε σήμερα να συνυπάρξει η λύπη για τον θάνατο του συναδέλφου μας καθηγητή Κώστα Φωτεινού, ποιητή και πεζογράφου, μελετητή του Άγγελου Σικελιανού και της Λευκαδίτικης Λογοτεχνίας και διευθυντή λευκαδίτικων περιοδικών. Υποκλινόμαστε στη μνήμη του και τον ευγνωμονούμε για το έργο του, πορευόμενοι στους ρυθμούς της χαρμολύπης όπως το απαιτούν οι ανάγκες για την πραγματοποίηση του σκοπού της σημερινής μας συνάντησης, που είναι η παρουσίαση του νέου βιβλίου για τον Άγγελο Σικελιανό. Ένα βιβλίο γραμμένο και επιμελημένο από τον Δημήτρη Τσερέ, Ακαρνάνα και Λευκαδίτη φιλόλογο και συγγραφέα καταξιωμένο, που ευδοκίμησε στη λευκαδίτικη μέση εκπαίδευση, όπως το ομολογούν οι μαθητές του, και αφοσιώθηκε στην έρευνα και τη συγγραφή λογοτεχνικών έργων αλλά και μελετών για τη λευκαδίτικη λογοτεχνία και πολιτισμική ιστορία.

Το βιβλίο του εκδόθηκε από τον προκομένο λευκαδίτικο εκδοτικό οίκο «Fagottobooks» του κ. Νίκου Θερμού και η έκδοση ενισχύθηκε ηθικά και υλικά, όπως ταίριαζε, από το Β’  Λύκειο Λευκάδας «Ο Άγγελος Σικελιανός» με πρωτοβουλία του Διευθυντή του κ. Κώστα Αραβανή.

Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει από δύο πανεπιστημιακούς, συναισθηματικά και έμπρακτα φίλους της Λευκάδας: Την καθηγήτρια κ. Αθηνά Βογιατζόγλου, η οποία με το έργο της βρίσκεται στην αιχμή των σικελιανικών σπουδών, και τον αναπληρωτή καθηγητή κ. Γιάννη Παπαθεοδώρου από την Πάτρα, το παλαιό δυσμικό παράθυρο της ελληνικής παιδείας, και τώρα Λευκαδίτη, αφού μήνες του χρόνου ζει και δημιουργεί στη Λευκάδα.

Σε αυτή τη χαρούμενη συνάντηση ως συντονιστής πολλά είπα και πρέπει να δώσω τώρα τον λόγο στους προσκεκλημένους αξιωματούχους για τους χαιρετισμούς και τις προσφωνήσεις τους. Ύστερα, θα ακούσουμε τον ίδιο τον ποιητή να απαγγέλλει ποιήματά του, ερμηνεύοντάς τα αυθεντικά, και θα ακολουθήσει η παρουσίαση του βιβλίου και ο απόλογος του συγγραφέα.

Ομιλία της κας Αθηνάς Βογιατζόγλου (Καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας του Παν/μίου Ιωαννίνων)

Ο καλαίσθητος τόμος με τίτλο Σικελιανικά του Δημήτρη Τσερέ κυκλοφόρησε από τον  εξαίρετο εκδοτικό οίκο Fagotto books τον Ιούλιο του 2022, σε μια χρονική συγκυρία στην οποία γίνεται πολύς λόγος για την ποίηση του Σικελιανού – αναφέρομαι κυρίως στη βραδιά που διοργάνωσε για τον ποιητή, με αφορμή τα εβδομηντάχρονα από τον θάνατό του, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στην Εθνική Βιβιλιοθήκη τον περασμένο Δεκέμβριο (όπου μίλησε, μεταξύ άλλων, και ο παρών σήμερα στην εκδήλωσή μας, καθηγητής Μιχαήλ Πασχάλης), στο αφιέρωμα που οργάνωσε για τον ποιητή το περιοδικό Χάρτης τον φετινό Απρίλιο, όπου συμμετείχαν σαράντα μελετητές και ποιητές (μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Δημήτρης Τσερές) και στην ανθολογία της ποίησης του Σικελιανού που κυκλοφόρησε τούτο τον Ιούνιο από τις εκδόσεις Πατάκη με την επιμέλεια του Χάρη Βλαβιανού και του Ευριπίδη Γαραντούδη. Στους ανθολόγους του τελευταίου αυτού βιβλίου, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο Σικελιανός, ιδωμένος από τη σκοπιά του «μοντερνισμού» του 20ού αιώνα, «είναι ποιητής του 19ου», ο Τσερές δίνει μια πειστική, νομίζω, απάντηση (χωρίς βέβαια να το έχει υπόψη του, καθώς και τα δυο βιβλία κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα) εμμένοντας ιδιαιτέρως στη νεοτερικότητα της σικελιανικής ποίησης. Σας διαβάζω μια σχετική παρατήρησή του:

“Λένε ότι η «νεοτερική ποίηση» καταργεί την επιφανειακή και αντιποιητική νοησιαρχία και καταδύεται στις πιο βαθιές στοές της ανθρώπινης ψυχής, απ’ όπου ανασύρει συνειρμούς λέξεων και νοημάτων ανύπαρκτους, στο πεδίο της τυπικής λογικής, αλλά υπαρκτούς μέσα σ’ αυτή τη σκοτεινή ποιητική μήτρα. Μα αυτό είναι σήμα κατατεθέν της ποίησης του Σικελιανού. (σ. 28)”

Για τον Τσερέ «η τομή στη νεότερη ελληνική ποίηση δεν γίνεται το 1931 με την έκδοση της σεφερικής Στροφής (ούτε το 1920, χρονιά που ο Παπατσώνης δημοσιεύει ποιήματα σε πραγματικό ελευθερο στίχο) αλλά το 1909 με την έκδοση του Αλαφροΐσκιωτου», ενός έργου που, όπως μας θυμίζει, αιφνιδίασε, με τη μοναδικότητά του, την «ποιητική πιάτσα», εισπράτοντας τόσο εγκωμιαστικές όσο και καταβαραθρωτικές κριτικές. Πρόκειται για μια εκτενή ποιητική σύνθεση  που ακόμη δεν έχουμε μελετήσει ουσιαστικά και η οποία κινείται, όπως εύστοχα παρατηρεί ο μελετητής, στο όριο του «βιολογικού παράδοξου», καθώς ο 23χρονος μόλις Σικελιανός, που ουδέποτε έκανε πανεπιστημακές σπουδές, «σέρνει μέσα στην πλατιά του κοίτη αιώνες αιώνων», από τον Όμηρο μέχρι τη Βίβλο (κι από τον Ερωτόκριτο μέχρι τον Γρυπάρη, προσθέτω εγώ), έχει «απέραντο λεξιλογικό πλούτο και γλωσσοπλαστική τόλμη», τεντώνει τη γλώσσα «ως τα έσχατα και μέχρι ρήξης εκφραστικά της όρια», αρδεύεται από μια εντυπωσιακή γνώση του αγροτικού βίου και της φύσης και δημιουργεί μοναδικές ποιητικές εικόνες. Μας θυμίζει, εξάλλου, ο τιμώμενός μας, ότι για τη νεοτερικότητα του Σικελιανού μίλησαν έγκυρα, πριν από αυτόν, ο φιλολογικός εκδότης του Σικελιανού και άριστος γνώστης του έργου του Γ.Π. Σαββίδης, καθώς και οι ποιητές Οδυσσέας Ελύτης και Νάνος Βαλαωρίτης – ο τελευταίος γράφει, χαρακτηριστικά, ότι ο Σικελιανός «εγκαινίασε, χωρίς να το ξέρει, τον μοντερνισμό».

Δεν είναι όμως μόνο ο ελάχιστα μελετημένος νεωτερικός χαρακτήρας της ποίησης του Σικελιανού για τον οποίο μιλά ο Τσερές στο βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε. Στα δύο πρώτα κεφάλαια, που θα με απασχολήσουν (ο συνάδελφος Γιάννης Παπαθεοδώρου θα σας μιλήσει για τα υπόλοιπα τρία κεφάλαια), αναδεικνύεται η πολύπλευρη μοναδικότητα της σικελιανικής ποίησης στο πλαίσιο της νεοελληνικής ποιητικής παράδοσης, σχολιάζεται η αμηχανία που έδειξε απέναντι στο ιδιότυπο αυτό έργο η κριτική, γίνονται εικασίες για το ποια υπήρξαν τα κυριότερα αίτια για τα οποία ο Σικελιανός δεν κατέκτησε την ηγετική θέση που δικαιούταν στη γραμματολογία μας και, πάνω απ’ όλα, μας αποκαλύπτεται η θαυμαστή λειτουργία των εκτενών παρομοιώσεών του, στις οποίες αφιερώνονται – ευτυχώς για μας – οι μισές σχεδόν σελίδες των Σικελιανικών.

Στη λαμπρή σειρά των λευκαδιτών μελετητών που έσκυψαν με γνώση και στοργή στο έργο και τη ζωή του Σικελιανού – αναφέρομαι στον Πάνο Ροντογιάννη, τον Νίκο Σβορώνο, τη Βιβέτ Τσαρλαμπά-Κακλαμάνη, τον Νάνο Βαλαωρίτη – έρχεται επισήμως να προστεθεί με το φρεσκοτυπωμένο αυτό βιβλίο ο Δημήτρης Τσερές. Λέω «επισήμως» γιατί αυτό δεν είναι το πρώτο αλλά το πολλοστό δείγμα του φιλολογικού και ιστοριοδιφικού ενδιαφέροντός του για τον Σικελιανό, για τον οποίο έχει δημοσιεύσει κείμενα στην Επετηρίδα Λευκαδικών Μελετών και σε περιοδικά και ιστοσελίδες του διαδικτύου. Και λέω «να προστεθεί» στη σειρά των λευκαδιτών μελετητών γνωρίζοντας ότι ο φίλος Δημήτρης δεν έχει καταγωγή λευκαδίτικη – το χωριό του, όμως, η Πλαγιά του Δήμου Ακτίου-Βόνιτσας της Ακαρνανίας, όπου έζησε τα παιδικά χρόνια του, είχε υπέροχη οπτική επαφή από ψηλά με το νησί· στη συνέχεια έγινε Λευκαδίτης πραγματικός, καθώς εδώ έζησε από τα δώδεκα ως τα δεκαοχτώ χρόνια του, τελειώνοντας το Γυμνάσιο και το Λύκειο, και το 1974 επέστρεψε ως διορισμένος  φιλόλογος, κλείνοντας από τότε σχεδόν μισό αιώνα ανελιπούς διαμονής.

Μέσα στον καλλιεργημένο φιλόλογο ζει ακόμη το «αγροτόπαιδο», όπως αποκαλεί ο ίδιος τον εαυτό του, καθώς έζησε τα παιδικά χρόνια του σε χωριό. Έχει έτσι ένα διπλό προνόμο ως αναγνώστης του Σικελιανού σε σχέση με τους αστούς μελετητές του: αφενός τη βαθιά γνώση της αγροτικής ζωής, της φύσης και του λαϊκού βίου, γνώση που του επιτρέπει να κατανοεί πολλές βαθύτατα και λεπτότατα φυσιογνωστικές και αγροτικές εικόνες του Σικελιανού, και αφετέρου μια ασυνήθιστη σε φιλολογικά κείμενα φρεσκάδα ματιάς και ύφους, προσόν που ασφαλώς οφείλεται και στην ιδιοσυγκρασία του. Δεδομένου ότι μια μελέτη δεν περιορίζεται μόνο στα επιχειρήματα και τις πληροφορίες που περιέχει, αλλά η ποιότητά της εξαρτάται και από τον τρόπο γραφής και τη ρητορική της ενορχήστρωση, θα έλεγα ότι ο Τσερές κερδίζει αμέσως τον αναγνώστη του με το  άμεσο και απροσποίητο ύφος του, που είναι επιπλέον ζωντανό, παλλόμενο από μετρημένη συγκίνηση, συχνά εξομολογητικό και εντέλει τίμιο προς τον αναγνώστη. Εννοώ με αυτό το τελευταίο –δηλαδή την τιμιότητα- ότι ο Δημήτρης δεν προσπαθεί να μας εντυπωσιάσει με τον δήθεν υποψιασμένο λόγο του «ειδικού», δεν προσεγγίζει το θέμα του με την έπαρση του ειδήμονα, ούτε όμως με τις μεγαλόσχημες υπερβολές του άκριτου και αστήρικτου θαυμασμού προς τον Σικελιανό, όπως κάνουν δυστυχώς συχνά άλλοι μελετητές του ποιητή.

Πέρα από το να αιτιολογεί, εξάλλου, τα αίτια που τον κάνουν να θεωρεί τον Σικελιανό τον μεγαλύτερο Νεοέλληνα ποιητή, ο τιμώμενός μας απόψε γίνεται πειστικός επειδή διόλου δεν εξιδανικεύει το αντικείμενό του αλλά αντίθετα, ήδη από την πρώτη σελίδα της εισαγωγής του, παραδέχεται ότι ο Σικελιανός ενίοτε τον ζαλίζει «με την ασυμμάζευτη πληθωρικότητά του, τη δαιδαλώδη σύνταξη και τις θεοσοφικές πτήσεις του». Δεν αρνείται το γεγονός ότι είναι στιγμές-στιγμές στρυφνός, δύσπεπτος, ακατάληπτος. Θεωρεί ωστόσο –και σωστά– ότι η ποιητική δύναμη του Σικελιανού είναι τέτοια που μετασχηματίζει τον μυστικισμό σε σπουδαία ποίηση· ότι υπήρξε ένα ταλέντο αυτοφυές, πρώιμο και πρωτοποριακό· ότι μαζί με τον Κάλβο γέννησαν «τις πιο εντυπωσιακές και ελκυστικές παρομοιώσεις της νεοελληνικής ποίησης»· και ότι κανείς νεοέλληνας ποιητής, περιέργως, δεν φτάνει αυτόν τον «αρχοντο-αστό», όπως τον αποκαλεί, στη φυσιογνωσία και στην ακρίβεια των εξονυχιστικών περιγραφών «όλων των ασχολιών του Έλληνα γεωργού, κτηνοτρόφου (προβατάρη, γιδάρη, γελαδάρη) και ψαρά». Αυτό είναι όντως, θεωρώ κι εγώ προσωπικά, ένα από τα μέγιστα επιτεύγματα του Σικελιανού. Και ο Τσερές το αναδεικνύει εξαιρετικά στο βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε.

Μιας και ακούμε, αυτές τις μέρες, τις τελευταίες συναυλίες των τζιτζικιών, θα αναφέρω εδώ δύο από τις σικελιανικές εικόνες με τζιτζίκια που ξετρυπώνει για χάρη μας και σχολιάζει ο μελετητής. Η πρώτη εικόνα βρίσκεται στον Αλαφροΐσκιωτο:

Πώς σφίγγουν πλήθια, τα κλαριά,

των τζιτζικιών τα ντύματα,

άφηνε απάνω στην ελιά

το ντύμα το τραγούδι μου.

Το νεό κορμί το ανάλαφρον

ανέβαινεν, ανέβαινε,

και η σάρκα ετραγουδούσε!

Διαβάζω μέρος της ανάλυσης των στίχων αυτών από τον Τσερέ:

“Εδώ ο Σικελιανός κυριολεκτικά εισχωρεί στα ενδότερα του φυσικού βίου και σε λεπτομέρειες που λίγοι τις έχουν υπόψη: τα τζιτζίκια κατά τη διάρκεια της ζωής τους αλλάζουν δέρμα και αφήνουν το παλιό πάνω στους κορμούς ή τα κλαριά όπου γαντζωμένα τραγουδούσαν: ένα ξερό κουκούλι από νεκρά κύτταρα, το λεγόμενο «ντύμα» ή «πουκάμισο». Το τραγούδι του ποιητή όχι απλώς κολλάει πάνω στον κορμό και τα κλαριά της ελιάς, όπως το παλιό «ντύμα» του τζιτζικιού, αλλά το κατακλύζει, και το κορμί του, αναγεννημένο όπως του τζίτζικα, ανεβαίνει ψηλά και τραγουδάει ευφρόσυνα.”

Η δεύτερη εικόνα βρίσκεται στη Συνείδηση της γης μου:

Ω γη μου, να ‘μαι, με γυμνό το πόδι

ακούραστος, γοργός και σιωπηλός…

Με γυμνό πόδι

γιατί οι θείες φωνές Σου,

[…]

ως το τζιτζίκι

σταματά το λάλημά του

άμα περάσει απάνωθέ του σύγνεφο –

όμοια κ’ Εσείς

όταν ακούσετε το μάταιο, χτυπητό και βέβηλο

περπάτημα του ανθρώπου

που δεν εγεννήθη για να Σας ακούσει,

θείες φωνές της γης μου!

Ο μελετητής σχολιάζει εδώ αφενός πόσο βαθιά ειναι η ευλάβεια με την οποία ο Σικελιανός εισδύει κατά την ώρα του όρθρου στα μονοπάτια της γης του –με γυμνό πόδι, για να μην ταράξει τις θείες φωνές της, που δεν θα αποκαλυφθούν αν ακουστεί το «βέβηλο» πάτημα του ‘πολιτισμένου’ ανθρώπου- και αφετέρου πόσο βαθιά είναι η γνώση, εκ μέρους του ποιητή, των ελάχιστων λεπτομερειών της ζωής της φύσης, όπως το σταμάτημα της φωνής του τζιτζικιού όταν περνάει σύννεφο, όταν δηλαδή «συμβεί ένα μικρό κάτι που μπορεί να ταράξει και στο ελάχιστο την προ αιώνων αδιατάρακτη τάξη της φυσικής τελετουργίας, την τάξη αυτή την ενσωματωμένη στο DNA του τζιτζικιού». Τις δυο αυτές εικόνες τις διάλεξα όχι μόνο γιατί τις σχολιάζει πολύ διαφωτιστικά ο Τσερές αλλά και γιατί αποκαλύπτουν τη γεμάτη αυτοπεποίθηση αυτοεικόνα του Σικελιανού ως ποιητή-τραγουδιστή, όπως το τζιτζίκι, που τραγουδά, απόλυτα ενσωματωμένο στη φύση, μόνο με την καλοκαιρινή ζέστη, την αγαπημένη εποχή του Σικελιανού, την εποχή που στην αρχαία Ελλάδα ήταν ο χρόνος των θαυμάτων και των αποκαλύψεων. «Και η σάρκα ετραγουδούσε», γράφει χαρακτηριστικά ο ποιητής στους παραπάνω στίχους του Αλαφροΐσκιωτου. Για τον ενιστή αυτό δημιουργό σώμα, ψυχή και πνεύμα είναι μια αδιαχώριστη ενότητα. Το τζιτζίκι, που τερετίζει χάρη στην ηχητική συσκευή που βρίσκεται ανάμεσα στον θώρακα και την κοιλιά του, προσφέρεται με τη σωματικότητα της φωνής του, αλλά και με την κορύφωσή της στη μεγάλη ζέστη, ως μια καίρια μεταφορά για τη σικελιανική ποιητική. Με τζιτζίκι, εξάλλου, παρομοιάζουν τον εαυτό τους και κάποιοι προσφιλείς στον Σικελιανό αρχαιοέλληνες ποιητές, όπως ο Αρχίλοχος και ο Καλλίμαχος, ενώ ο Σωκράτης στον Φαίδρο του Πλάτωνα εξηγεί ότι τα τζιτζίκια είναι υπηρέτες των Μουσών.

Θα κλείσω την αποψινή μου παρουσίαση με ορισμένα σχόλια για την πολύ ενδιαφέρουσα αυτοβιογραφική διάσταση του βιβλίου του Δημήτρη. Συνήθως οι φιλόλογοι-μελετητές αποφεύγουν να αναφερθούν στον εαυτό τους στα κείμενά τους. Όταν είναι συγχρόνως και λογοτέχνες, μερικές φορές το τολμούν. Ο Δημήτρης Τσερές, πέρα από φιλόλογος, μεταφραστής του αρχαιοελληνικού τραγικού λόγου και ερευνητής της τοπικής ιστορίας της Λευκάδας και της έναντι ακαρνανικής περιοχής, είναι και καλός λογοτέχνης, τόσο ποιητής όσο και διηγηματογράφος και ίσως χάρη σε αυτή του την ιδιότητα, σε συνδυασμό με τον αυθορμητισμό του «αγροτόπαιδου», να μας μιλά με τόση αμεσότητα για την αναγνωστική του αντίδραση απέναντι στη σικελιανική ποίηση. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτό που του συμβαίνει όταν διαβάζει Σικελιανό, γιατί ανταποκρίνεται απόλυτα σε όσα γράφει ο Λογγίνος στο Περί ύψους για τη σπουδαία ποίηση και έτσι επιβεβαιώνεται έμμεσα ο χαρακτηρισμός, από τον ίδιο τον Τσερέ, της σικελιανικής ποίησης ως «υψηλής» (σ. 22, 23, 42, 44). Σας διαβάζω σχετικές χαρακτηριστικές φράσεις του συγγραφέα μας: «Το πρώτο που με κέντρισε ήταν ο αιφνιδιασμός από εκείνες τις ολόφωτες σπίθες που ξεπηδούσαν ακόμα και από μεμονωμένες φράσεις ή λέξεις του Σικελιανού και με θάμπωναν», «οι παρομοιώσεις του με άφηναν “με ανοιχτό το στόμα” – κυριολεκτικά», η έκπληξη δεν ήταν ποτέ απούσα [από την αναγνωσή μου], «το πρωτόγνωρο εκείνο συναίσθημα (αιφνιδιασμού; έκπληξης; θαυμασμού;) που, εγώ τουλάχιστον, νιώθω να με διαπερνάει σχεδόν σωματικά, κάθε φορά που το μάτι μου τρέχει πάνω στους στίχους του Σικελιανού». Όλα αυτά ανταποκρίνονται επακριβώς σε γνωρίσματα που ο Λογγίνος αποδίδει στο Υψηλό – αποτέλεσμα του ύψους, γράφει ο σπουδαίος αυτός τεχνοκριτικός της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, δεν είναι η πειθώ, που λειτουργεί κυρίως με τη διάνοια και κατακτάται από τη ρητορική, αλλά η έκσταση/έκπληξη (εκστατική εμπειρία), που υπερβαίνει τη νόηση και αφορά τη συγκίνηση: είναι η ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο συνεπαρμένος· το υψηλό «δημιουργεί την αίσθηση του παράδοξου, του θαυμάσιου, της έκπληξης», μοιάζει με «θαύμα» κ.λπ.

Εξίσου ενδιαφέροντα είναι τα βιωματικά κίνητρα που, όπως γράφει ο Τσερές, τον ώθησαν να ασχοληθεί με τον Σικελιανό: καταρχάς η ηχηρή απουσία του ποιητή από την εκπαίδευση, καθώς ήταν απών τόσο στη δευτεροβάθμια το 1960-1966, όντας στη λίστα των «αντεθνικώς δρώντων», όσο και κατά τις σπουδές του Δημήτρη στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ το 1966-1970, όπου, μέσα σε ένα κλίμα «μούχλας και μιζέριας», όπως χαρακτηριστικά γράφει, διδάσκονταν μόνο νεκροί από πολλές δεκαετίες ποιητές. Κι ακόμη, το θλιβερό γεγονός ότι οι ίδιοι οι συντοπίτες του δεν γνωρίζουν τον Σικελιανό, δεν τον διαβάζουν, δεν συμμετέχουν αθρόα στις εκδηλώσεις προς τιμήν του (όπως αντιθέτως κάνουν, για παράδειγμα, για την Κική Δημουλά), και ο «θόρυβος» που έγινε με αφορμή το Μουσείο του, που κοσμεί πλέον την πόλη της Λευκάδας, δεν αφορούσε θέματα ουσιαστικά και γρήγορα καταλάγιασε. Με τις κατά καιρούς μελέτες του και τώρα με το βιβλίο του, ο Δημήτρης Τσερές θέλει αφενός να προσθέσει κι αυτός το λιθάρι του στις σικελιανικές σπουδές και αφετέρου να φωνάξει δυνατά στους κατοίκους της Λευκάδας ότι «Υπάρχει και ο ποιητής» – και ότι ο ποιητής αυτός είναι σπουδαίος.

Τέλος, ο συγγραφέας μας γράφει στον «δια βραχέων» πρόλογό του ότι στα «μουντά» χρόνια των πανεπιστημιακών του σπουδών κατάφερε να έρθει σε μια πρώτη γνωριμία με την ποίηση του Σικελιανού με βασικό του βοήθημα το Αντίδωρο των εκδόσεων «Γαλαξίας». Το Αντίδωρο είναι η ανθολογία που ο ίδιος ο Σικελιανός κατάρτισε για το έργο του το 1943, καθώς εν μέσω πολέμου δεν υπήρχαν οι οικονομικές δυνατότητες να τυπωθούν τα Άπαντά του. Και πράγματι το βιβλίο αυτό, κοσμημένο από ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου, έθρεψε γενιές αναγνωστών ως ένα μέρος από το ποιητικό σώμα και αίμα του ποιητή, που δίνει την αίσθηση του όλου. Είναι πραγματικά κρίμα, ωστόσο, ογδόντα ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου αυτού να μην υπάρχει μια ανθολογία αντάξιά του, που να εντάσσει τον Σικελιανό στην εποχή μας και να ανανεώνει το ενδιαφέρον για το έργο του. Ο σύντροφος Δημήτρης έχει αναρτήσει στο διαδίκτυο μια μικρή αλλά κριτικά ευαίσθητη τέτοια ανθολογία. Εύχομαι να συνεχίσει, παράλληλα με τις υπόλοιπες πνευματικές ασχολίες του, να θύει στον σικελιανικό βωμό καταρτίζοντας  μια ολοκληρωμένη ανθολογία του ποιητή κι ακόμη -γιατί όχι;- μια ανθολογία των ασύλληπτων σε πλούτο και πρωτοτυπία παρομοιώσεών του – και οι δύο ανθολογίες θα μπορούσαν να συγκροτήσουν αυτόνομα βιβλία, με εισαγωγή και φιλολογικά σχόλια. Νομίζω ότι οι εκδόσεις Fagotto books θα ήταν πρόθυμες να συνεχίσουν το αγαστό έργο του εμπλουτισμού της σικελιανικής βιβλιογραφίας, της οποίας τόσο η ποσότητα όσο και η ποιότητα, συνολικά μιλώντας, υπολείπονται αισθητά, προς το παρόν, του ποιητικού μεγέθους του Άγγελου Σικελιανού.

Ο απόλογος του συγγραφέα (από τον κ. Δημήτρη Τσερέ, συγγραφέα-φιλόλογο)

Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι

Ο απόλογος του συγγραφέα είναι, για μένα, μια δύσκολη υπόθεση –την έχει βραχυκυκλωμένη η αμηχανία.

Οι ομιλητές του πάνελ τα είπαν όλα όσα απαιτεί η βραδιά. Εγώ στο βιβλίο του τα έγραψα εκτενώς. Τι μου μένει;

Εκείνο που ενδόμυχα θα ήθελα, και χωρίς τις δεσμεύσεις του πρωτοκόλλου της βραδιάς, θα ήταν να μιλήσω πρώτα-πρώτα για έναν πιτσιρικά που για έξι χρόνια καθημερινά περνάει ανίδεος εδώ δίπλα, για να πάει στο Γυμνάσιο, και απόψε ο ίδιος  ενήλικας (κατ’ ευφημισμόν) πια, επιστρέφει γραμματιζούμενος πλέον και όχι ανίδεος, προσκυνητής μπροστά στην πόρτα του μεγάλου ποιητή.

Κι ύστερα να φωνάξω αυτό που από μέσα με σπρώχνει:

Άγγελε, τώρα αν θες, δώσε ζωή στη νύχτα

και να αρχίσω να απαγγέλλω, έχοντας πάντα στη μνήμη την ανεπανάληπτη φωνή του ποιητή -από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω;-

Ύπνος ιερός λιονταρίσιος/του γυρισμού, στη μεγάλη/της αμμουδιάς απλωσιά/Στην καρδιά μου τα βλέφαρά μου κλεισμένα·/και λάμπει, ωσάν, ήλιος βαθιά μου.

Παντού ο λαός· και λάτρεψα,/και στη λαχτάρα μου είπα: /«Βάλε το αυτί στα χώματα». /Και φάνη μου πως η καρδιά/της γης βαριά αντιχτύπα.

 Νυχτιές αφέγγαρες -κρυφέ της μοίρας μου αρραβώνα·/πιο σκοτεινά βουνά,/που πρωτοδιάβαινα βουβός τ’ αμπέλια, ώσμε το γόνα/κι ως το λαιμό τρανά·

βαυκαλιζόμενος πως αυτή η σκηνοθεσία θα άρεσε στον ποιητή και αυθυποβαλόμενος ότι δίπλα στο μεσοτοίχι, εδώ πίσω μας, ο ποιητής μάς ακούει, μετέχει στην αποψινή γιορτή, και τρέχει κατά μας, πληθωρικός πάντα, να ξεδιψάψει απ’ το αίμα της καρδιάς μας σαν τους νεκρούς, τα είδωλα καμόντων της ομηρικής Νέκυιας.

Το ξέρω, άρχισα ανορθόδοξα. Άστα λοιπόν αυτά να βολοδέρνουν εκεί βαθιά  στους δρόμους της καρδιάς. Ας περιοριστώ σ’ αυτά που επιβάλλουν οι υποχρεώσεις της βραδιάς.

Κυρίες και κύριοι, φίλοι και φίλες

Σας ευχαριστώ που είστε απόψε εδώ, για να τιμήσετε όχι εμένα και το ταπεινό μου πόνημα αλλά κυρίως τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό, το καύχημα της Λευκάδας και  όλης της Ελλάδας.

Ό,τι είχα να πω βέβαια για τον ποιητή το έχω γράψει στο βιβλίο μου και κυρίως πώς «συναντήθηκα» μαζί του και πώς κατάληξα στο ότι είναι ο «πρώτος», όσες επισφάλειες κι αν καταγράψουμε στο ποιητικό του χαρτοφυλάκιο· και πώς μετατρέπει σε λαμπερή ποίηση την βαθύτατη γνώση της Φύσης και του αγροτικού βίου. Στον ελάχιστο χρόνο που μου αναλογεί (αφού πρώτα ξαναφωνάξω ότι, εκτός του Μουσείου, «Υπάρχει και ο ποιητής» -αυτό είναι το μείζον) θα θίξω ένα σημαντικό θέμα που πολλοί εξάλλου και κάθε τόσο –και πρόσφατα- το επαναφέρουν στην ημερήσια διάταξη ως ερώτημα, με τρεις τουλάχιστον διαφορετικές διατυπώσεις αλλά που τελικά στον πυρήνα του είναι το ίδιο:

-Διαβάζεται ο Σικελιανός σήμερα;

-Είναι επίκαιρος ο Σικελιανός σήμερα;

-Τι έχει να μας προσφέρει ο Σικελιανός σήμερα;

Θα μπορούσε να είναι ένα (τρίμορφο) ερώτημα καίριο. Αλλά δυστυχώς δεν είναι: Και πρώτα-πρώτα γιατί οι περισσότεροι που το θέτουν, όπως τουλάχιστο το καταλαβαίνω εγώ, στη βάση του σκεπτικού τους έχουν όχι τη μαστοριά του ασύγκριτου τεχνίτη αλλά τη θεματολογία του, αυτό δηλαδή που δεν είναι το κύριο στην ποίηση –όπως εύστοχα το διατυπώνει ο Σεφέρης:

Νομίζω πως το στοιχείο που συσκοτίζει εδώ τις ιδέες είναι αυτό που λέμε το «θέμα» ….και θα ήθελα να θυμηθώ μια παραβολή του Θ. Σ. Έλιοτ: Το θέμα, έγραφε κάποτε, είναι σαν το κομμάτι κρέας που κρατά στα χέρια του ο κλέφτης για να το ρίξει στο σκυλί του σπιτιού που θέλει να κλέψει. Το σκυλί είναι ο λογικός άνθρωπος που υπάρχει μέσα στον καθένα μας… Ενώ τρώει το κρέας του ο ποιητής μπαίνει μέσα στο σπίτι. Αναγνώστη, είναι φρόνιμο να συλλογίζεσαι πως έχεις μέσα σου και το σπίτι και το σκυλί.

Απαντώντας τώρα ευθέως στο ερώτημα αν διαβάζεται ο Σικελιανός: Όχι, ο Σικελιανός διαβάζεται πολύ λίγο και υπ’ αυτή την έννοια είναι «αδικημένος». Φταίει, προφανώς, και το ότι η ποίησή του είναι σε πολλά σημεία δύσκολη και ενίοτε ακατάληπτη.  Αυτό το «μείον» αποκτά μεγαλύτερη ισχύ, καθώς σμίγει με την τάση πολλών στην Ελλάδα να θεωρούν καλή ποίηση μόνο ό,τι «καταλαβαίνουν», δηλαδή ό,τι είναι  πιο εύκολο, άρα  αυτό που τους κάνει να αισθάνονται ότι και οι ίδιοι μπορεί να τα «καταφέρουν» ως αναγνώστες ή και ως ποιητές. Κολούειν τα υπερέχοντα λοιπόν. Αλλά βέβαια επ’ αυτού μπορεί να προβληθεί ισχυρή ένσταση: εκτός από τα σκοτεινά του σημεία, είναι τόσες οι υπέροχες λυρικές οάσεις του που αρκούν να τον ανεβάσουν στην κορυφή –αυτές όπου η λύρα του Σικελιανού γειώνει τα αποπνευματοποιημένα και κάνει απτά τα «μη μου άπτου» -δείγματα του μεγάλου, του «γεννημένου» ποιητή. Αρκεί να διαβάσεις το «πάνω μου τρίζει σαν μυλολίθαρο ο ήλιος» και το «βοή του πελάου πλημμυρίζει τις φλέβες μου» του 23άρη Σικελιανού και νιώθεις πως αγγίζεις κυριολεκτικά με τα χέρια σου το λαμπρό φως του μεσημεριού και πώς στις φλέβες σου τρέχουν ξαμολυτοί όλοι οι Ζέφυροι του Ιονίου. Μόνο ο Ελύτης θα μπορούσε να τον ανταγωνιστεί επ’ αυτού· μου έρχονται επί παραδείγματι στον νου οι έξοχοι στίχοι του «Λακωνικού», στους οποίους ο ποιητής γειώνει κι αυτός και κάνει εντελώς απτή την ατελεύτητη πάλη της ζωής κατά του θανάτου μετουσιώνοντάς την λυτρωτικά σε εικόνα, φως, μουσική:

O καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε,/που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο./Kείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της/πέτρας και του αιθέρος

Ως προς τις άλλες δύο και ταυτόσημες παραλλαγές του ερωτήματος: «Είναι επίκαιρος» ή «τι έχει να προσφέρει» η απάντηση είναι πιο απλή: Είναι συνδυασμός του τι ζητάει ο αναγνώστης και τι διαθέτει ο ποιητής. Όταν πας στον Σικελιανό και του ζητάς, ας πούμε, ποίηση καβαφική ή ποίηση «προβληματισμού» ή «πολιτικά μηνύματα», δεν χτύπησες τη σωστή πόρτα –και το λάθος δεν είναι του ποιητή. Ο Σικελιανός άλλα έχει να σου δώσει: Υπέροχες λυρικές πτήσεις, που –αν τον διαβάσεις και τον ακουρμαστείς καλά- συνταιριάζουν φως, εικόνες, μουσική, ακόμα και χορό –κι όλα αυτά καμωμένα με λέξεις!  Και υπ’ αυτή την οπτική είναι βαθιά ριζωμένος στην ελληνική ποιητική παράδοση που μας πάει έως τη Σαπφώ, σ’ αυτή την ποίηση που τη λέμε «λυρική» και που –κατά την καίρια διατύπωση του Ελύτη- επενεργεί στον αναγνώστη όχι μόνο ως σύνολο αλλά και τμηματικά με τις φωτεινές λυρικές προεξοχές της, στην ποίηση που «κυματούται» και δεν είναι αγγλοσαξωνικώς «επίπεδη», όπως κατά κόρον συνέβη στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1930. Κάτι άλλα, που του βάνουν κάποιοι στη βιτρίνα του, δεν είναι δικά του.

Δεν έχω τον χρόνο να πω περισσότερα ούτε είναι στις προθέσεις μου να «συμβουλεύσω» κανέναν τι και ποιον ποιητή πρέπει να διαβάσει. Δεν θα κρύψω όμως καθόλου την απογοήτευσή μου, όταν ακούω τα μεγάλα λόγια για το «νησί των ποιητών» και τον «μεγάλο μας ποιητή»: αν δεν τον διαβάζουμε ούτε εμείς εδώ, τι «μεγάλος ποιητής» είναι;  Και, αν όχι αυτός, ποιοι είναι οι άλλοι που μας κάνουν «νησί των ποιητών»;

Απομένουν οι ευχαριστίες:

Όσο χιλιοειπωμένο κι αν είναι, δεν γίνεται εδώ να μη θυμηθώ τα λόγια του Μαβίλη στην κυρία, που απάγγειλε τη «Λήθη» του, ότι την απήγγειλε τόσο καλά που το «ταπεινό του ποίημα» κατάληξε να του αρέσει κι αυτουνού.

Ευχαριστώ λοιπόν τους δύο παρουσιαστές και διακεκριμένους πανεπιστημιακούς (εκτός από τον κόπο στον οποίο υποβλήθηκαν να έρθουν στη μακρινή Λευκάδα, για να παρουσιάσουν το βιβλίο ενός ομοτέχνου τους απλού τυφεκιοφόρου –τουτέστιν μη «επώνυμου» σε «γνήσια ελληνικά») για τα εύσημα που μου απέδωσαν –απότοκα της γενναιοδωρίας τους πιο πολύ- και οι οποίοι, κατά ευτυχή συγκυρία, έχουν επιστημονικό «αντικείμενο» τις δυο κολώνες της λευκαδικής ποίησης: την Αθηνά Βογιατζόγλου (που έγραψε και τον πρόλογο), εμβριθή μελετήτρια του Σικελιανού, από την οποία πολλαπλώς ωφελήθηκα (εμφανώς και λανθανόντως) και τον Γιάννη Παπαθεοδώρου, εμβριθή μελετητή του Βαλαωρίτη, του ποιητικού δικαιοπάροχου του Σικελιανού· για τον -μη χρήζοντα συστάσεων- συντονιστή της εκδήλωσης, αδιαλείπτως παλαίπαλαι φίλο Τριαντάφυλλο Σκλαβενίτη, δεν θα πω παρά μόνο ότι μαζί του για μήνες μοιράστηκα τις αγωνίες της συγγραφής και ότι τόσες και τόσες φορές οι ματιές μας εστίασαν εκστατικές πάνω στους στίχους του miglior fabbro del parlar materno –«του καλύτερου μάστορα της γλώσσας μας», κατά τον Καζαντζάκη.

Και τέλος τους δύο αφανείς της υπόθεσης: τον Νίκο Θερμό, εκδότη του βιβλίου, και τον Κώστα Αραβανή, Δ/ντή του Β’  Πειραματικού Λυκείου Λευκάδας «Άγγελος Σικελιανός», με τη συνδρομή του οποίου  ολοκληρώθηκε η παρούσα έκδοση. Να υπενθυμίσω, δοθείσης της ευκαιρίας, ότι ο πρώτος έχει εκδώσει δεκάδες βιβλία λευκαδικού ενδιαφέροντος χωρίς το οικονομικό όφελος να είναι το πρώτο μέλημά του· και ο δεύτερος με τις ενέργειές του ως αιρετός οδήγησε στην από αιώνος τουλάχιστον αναμενόμενη ταξινόμηση του Ιστορικού Αρχείου Λευκάδας και την έκδοση των Οθωμανικών Αρχείων. Θα μου πεις ποιος τους το αναγνωρίζει. Μπορεί να μην είναι πολλοί αλλά δεν είναι ασήμαντοι. Και «εις εμοί μύριοι» που έλεγε διαυγέστατα ο κατά τα άλλα σκοτεινός Ηράκλειτος.

Αν κάτι ή κάποιον παράλειψα, ας όψεται η κλεψύδρα και ότι το Errare humanum est – το λάθος είναι ανθρώπινο.

Σας ευχαριστώ