Κουταλιανός: Το επίθετο που «μασάει σίδερα και σταματάει τρένα» εμπνέει ακόμη

«Κουταλανιοί ή το βάρος της ιστορίας»: Στιγμές από τη ζωή των Κουταλιανών σε διάφορες ιστορικές εποχές, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τη μεταπολεμική περίοδο, γίνονται μουσικό θέατρο.

Ομάδα Μουσικού Θεάτρου Ραφή στα πλαίσια του προγράμματος Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός συμπράττει με τους OrosΕnsemble, τον συνθέτη Αποστόλη Κουτσογιάννη, τον ποιητή Μάριο Χατζηπροκοπίου, τον εικαστικό Πέτρο Τουλούδη, την υψίφωνο Λητώ Μεσσήνη και την μεσόφωνο Αναστασία Κότσαλη και φωτίζουν στιγμές από τη ζωή των Κουταλιανών, όπως ονομάστηκαν οι μικρασιάτες μασίστες, σε διάφορες ιστορικές περιόδους: από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τη μεταπολεμική περίοδο.

«Ο Παναγής Κουταλιανός, ο θρυλικός υπεραθλητής και οι επίγονοι του, ο Δημήτρης και ο Γιώργος Κουταλιανός, ο Αττίλιο, ο Χάρης Καρπόζηλος, ο Σαμψών, οι ξεριζωμένοι άτλαντες που μέσα από τις διαδρομές της προσφυγιάς στους αθηναϊκούς συνοικισμούς (Νέα Ιωνία, Βύρωνα, Νίκαια) αλλά και στην αμερικάνικη Γη της Επαγγελίας, γκρέμιζαν με το σώμα τους τα τείχη που ύψωνε ο κοινωνικός αποκλεισμός απέναντι στους “ξένους”. Κι αν το πεπρωμένο ενός υπερανθρώπου, των διαρκών υπερβάσεων, είναι ο αγώνας μέχρι τη τελική νίκη, γι’ αυτούς τους μικρασιάτες “γίγαντες με τα πήλινα πόδια” η μοίρα ήταν λίγο έως πολύ προδιαγεγραμμένη, όπως η έκπτωτη αυτοκρατορία που τους ξέβρασε. Από τη ρώμη της νιότης και την παγκόσμια φήμη στο εύθραυστο σώμα του γήρατος: σε μια βαμμένη γενειάδα πρώην υπερανθρώπου που περιμένει κέρματα, πριν ταφεί στη λήθη», σημειώνει με ξεχωριστή ευστοχία, η ομάδα του μουσικού θεάτρου.

Είναι αυτό το επίθετο, για το οποίο θα γράψει το 1951 ο Φώτης Κόντογλου στη στήλη του «Κυριακάτικα Θέματα»: «Μου φαίνεται πως κανένα όνομα δεν έδεσε τους Έλληνες μεταξύ τους ύστερα από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο όσο ο Κουταλιανός. Γιατί είχε μεγάλη σημασία για μια φυλή ρημαγμένη και φτωχιά, σκόρπια σε κάθε μέρος του κόσμου, βασανισμένη και πολλές φορές στερημένη και πεινασμένη, να βγάλει τον πιο χειροδύναμο άνθρωπο της οικουμένης, που έβαζε κάτω όλους τους παλληκαράδες που βγήκανε από έθνη πλούσια, δυνατά και καλοπερασμένα».

Μια ιστορία από τα παλιά

Η ζωή θέλει τον Παναγή Κουταλιανό να γεννιέται στο νησάκι Κούταλη της Προποντίδας στα τέλη του 19ου αιώνα, και πιο συγκεκριμένα το 1847. Ως ναυτικός, χρησιμοποίησε την εύκολη πρόσβαση του στα λιμάνια για να χτίσει έναν μύθο που ήθελε να υπάρχει ένας «ιδιαίτερα χειροδύναμος τύπος που κυκλοφορούσε, ο οποίος με μια πρωτοφανή μυϊκή ικανότητα, κατάφερνε να μη χάσει σε κανένα αγώνα που έδινε σ’ αυτά».

Η παράδοση λέει πως ο «Έλλην Ηρακλής από το μικρό νησάκι της Μικράς Ασίας που κρατάει τον κόσμο ολόκληρο στα χέρια του» φορούσε σχεδόν πάντα το δέρμα μιας τίγρης που ο ίδιος είχε σκοτώσει. Κανείς όμως δεν ξέρει πρώτον που ακριβώς είχε γίνει το φονικό -ίσως στην Τουρκία ίσως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού- και δεύτερον αν όντως εμφανιζόταν στα λιμάνια φορώντας το ανατρεπτικό αυτό outfit έναν αιώνα και βάλε πριν, χωρίς να υπάρξει καμία επίσημη καταγραφή (βλέπε εφημερίδες εποχής). Στην Τουρκία πάντως λένε πως όταν του είχαν ρίξει τον καλύτερο παλαιστή και όταν αυτός τον «έσχισε στα δύο», για αντίποινα του έριξαν και μια τίγρη την οποία περιποιήθηκε κι αυτή αναλόγως.

Η παράδοση θυμάται πάλι τον εντυπωσιακό τρόπο με τον οποίο στο πρώτο του ταξίδι στη Μάλτα, ετών 19, με μια του κίνηση, τράβηξε την άγκυρα με τα χέρια του καθώς αυτή είχε μαγκώσει στα βράχια και κανείς από το δεκαμελές πλήρωμα δεν μπορούσε να το καταφέρει, ούτε μάλιστα όλοι μαζί – μεταξύ μας, τα περισσότερα φτάνουν από στόμα σε στόμα ως προφορική παράδοση, ως ομιχλώδης μύθος, ως πειραγμένη ιστορική καταγραφή μέσα από τις σκιές του χρόνου, εξού και το λιοντάρι που δεν άντεξε και πνίγηκε μέσα στα στιβαρά του μπράτσα με μια κάποια ευκολία άκρως εντυπωσιακή, ακόμη και για την εποχή.

Το πραγματικό του επίθετο ήταν Αντωνίου και μπορούσε να απαντήσει στα ελληνικά, τα τούρκικα, τα αγγλικά, τα ισπανικά και τα γαλλικά. Το Κουταλιανός ήταν παρατσούκλι που δείχνει τον τόπο καταγωγής του. Αν πας στην Κύπρο, που θέλει κι αυτή να είναι μέρος της ένδοξης αυτής ιστορίας, θα ανακαλύψεις πως ο πατέρας Γιώργος, από το Ριζοκάρπασο, γνώρισε τη μητέρα του Παναγή, Ζαχαρένια, μια μέρα που ταξίδευε από την Κωνσταντινούπολη στην Κύπρο και έκανε μια στάση στην Κούταλη. Εκεί γνώρισε την όμορφη βοσκοπούλα, την άφησε έγκυο χωρίς να το ξέρει, και μετά έφυγε. Κάποια στιγμή ο Παναγής πήγε στο νησί για επίδειξη αλλά και να γνωρίσει τον πατέρα του τον οποίο βρήκε να κάνει ακριβώς τα ίδια με αυτόν.

Αν πας πάλι στη Λήμνο, στη Νέα Κούταλη, άλλη ιστορία θα ακούσεις. Εκεί θα σου πουν πως ο πατέρας του ήταν φυσικά Λημναίος, ο ναυτικός Αντώνης Καλλιοτζής, που ο Παναγής δεν τον γνώρισε γιατί πέθανε σε κάποιο ταξίδι του όταν η Ζαχαρένια ήταν έγκυος. Τουλάχιστον η Ζαχαρένια μένει σταθερά στην ιστορία μας, όπως και το επάγγελμα του πατρός. The end και επιστρέφουμε στην κανονική ροή.

Έγινε διάσημος, πάρε ανάσα, στην Αγγλία, τη Γαλλία, τη Ρωσία, σε όλα τα Βαλκάνια, Αργεντινή, Μεξικό, στη Λατινική και στη Βόρεια Αμερική. Όπου λιμάνι και καημός, όπου καημός και πάλη. Σε ένα ταξίδι στη Βραζιλία, λένε, πάλεψε στο ρινγκ με ένα πούμα και φυσικά νίκησε. Μια εφημερίδα του 1885 είχε κάτι να πει γι’ αυτό, τσεκαρισμένο ή όχι δεν έχει σημασία, το κοινό επιδοκίμασε εξαντλώντας κάθε φύλλο της: «Εις Ρίο Iανέιρον της Βραζιλίας κάποτε εις μία αρένα, όπου έκαναν ταυρομαχίας, ενώ ο Παναγής ίστατο διά να σηκώση ωρισμένα βάρη, του απέλυσαν μία τίγρη αμερικανικήν, η οποία ονομάζεται «πούμα», ήτις εισώρμησε επάνω του να τον κατασπαράξη. Αλλά ο ήρωας Κουταλιανός δεν εφοβήθη. Ώρμησε επάνω της, την έπιασε από την κεφαλή και την σιαγώνα και την άνοιξε εις δυο».

κουταλανιος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σε ένα άλλο ταξίδι στο Μπουένος Άιρες πάλεψε με έναν διάσημο Ιταλό παλαιστή τον Pepero και του έδειξε τι σημαίνει ανατολίτικο μεσογειακό ταπεραμέντο. Όταν μεγάλωσε πολύ άρχισε να γυρνά τους δρόμους ως μασίστας επιδεικνύοντας τα μπράτσα και τη δύναμη του, λυγίζοντας σιδερένιες βέργες με τα χέρια και κέρματα με τα δάχτυλα, ξεριζώνοντας δέντρα, σπάζοντας μάρμαρα και πέτρες ή τοποθετώντας βάρη στο στέρνο του, προφανώς εμπνευσμένος από τα χρόνια και την εμπειρία του στο Μεξικό. Ανάμεσα στα διασημότερα κατορθώματα του ήταν και το κόλπο με τα τρία κανόνια. Κουβαλούσε ένα στους ώμους και δύο στα πλευρά και όταν τους έβαζε μπαρούτι, το θέμα ήταν να μένει ατάραχος (η στιγμή που αν ήμασταν στην τηλεόραση, θα πέρναγε κρόουλ από κάτω «παρακαλούμε πολύ, μην το κάνετε στο σπίτι»).

Το 1870 πήρε μέρος ως εθελοντής στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο για την οποία του θέση παρασημοφορήθηκε. Μετά βρέθηκε στην Νότια Αμερική, όπου παντρεύτηκε και έκανε μία κόρη ή τέσσερις γιους με μια Ιταλίδα, μπορεί και Περουβιανή -καταλαβαίνεις πως πάει. Μετά γύρισε στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε δύο χρόνια πριν οι Τούρκοι διώξουν κάθε Έλληνα από το νησάκι του Μαρμαρά. Βεβαίως ακόμη και γι’ αυτό οι γνώμες διίστανται.  Άλλοι λένε πως πέθανε από γάγγραινα όταν προσπάθησε να βγάλει ένα κάλο μόνος του και άλλοι ότι πνίγηκε ή δηλητηριάστηκε από τους απέναντι.

Και μετά η ιστορία αυτή έδωσε τη θέση της στην επόμενη, το οποίο και σημαίνει πως ο Κουταλιανός που έχεις στο μυαλό σου είναι μάλλον ο εγγονός του Παναγή, ο Δημήτρης Μακρής, που γεννήθηκε το 1915 και πέθανε το 1999 και ήταν γιος της Σοφίας της αδελφή του, ή κόρης του, μπορεί και γυναίκας του. Η επόμενη γενιά που ξεριζώθηκε από τα πάτρια εδάφη για να δουν το όνομα που ξεκίνησε από τα λιμάνια του κόσμου και τις πλατείες του Ρίο Ντε Τζανέιρο να καταλήγει στην προσφυγιά και το Μοναστηράκι. Και είναι αυτός μάλλον, ο Μακρής,  ο οποίος ενέπνευσε και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο να γράψει τους κάπως σατυρικούς στίχους του Κουταλιανού για το φημισμένο τραγούδι του Μάνου Λοίζου με τη φωνή του Γιάννη Καλατζή το 1972. Η μπορεί πάλι να ήταν ο Γιάννης Κεσκελίδης ή Σαμψών, Κουταλιανός κι αυτός, όπως όλοι οι μασίστες της πόλης, που επιδείκνυε τη δύναμη του στις αλάνες και τις πλατείες με τη ζωντάνια και τη χάρη ενός γίγαντα.

Κουταλιανός

Μια ιστορία που δεν σταματά να εμπνέει με διάφορους τρόπους

(αποσπάσματα από την ποίηση του Μάριου Χατζηπροκοπίου που ακούγεται στην παράσταση «Κουταλανιοί ή το βάρος της ιστορίας»)

«Παναγή, είσαι ωραίος σαν στάχτη. Είσαι όσοι αφήνουν για πάντα
στο ανθρωπομέτρημα, στο μουμπαντελέ
το Εκινλίκ. Με το ατμόπλοιο Η ΠΑΤΡΙΣ μεταφέρονται
Σφουγγαράδες. Ψαράδες. Καϊκτσήδες
Στο νησί με τους σιτοβολώνες
Στην καινούρια πατρίδα. Στον κόλπο του Μούδρου.
Και άλλοι σε Αμερική, Καναδά, Αφρική, Αυστραλία.
Παναγή, είσαι οι πεντακόσιοι εξήντα έξι χιλιάδες εξακόσιοι και δεκατρείς
Στα νησιά του Αιγαίου
Ένα μονάχα είναι γνωστό: πως είσαι γιος τους».

«Στο μέτωπό μου μια πληγή ανοιχτή και μόνιμη
Κάθε παράσταση πληγή, φωτιά, μαχαίρι
Το σώμα να υποφέρει για το μεροκάματο
Με ένα βρακί χειμώνα-καλοκαίρι»

«Απ’ τις συσπάσεις των μυών σκαμμένο πρόσωπο
Απ’ τα ιώδια ο Σαμψών, γυμνό κεφάλι
Από τις πέτρες πέντε πόντους κόντυνα
Με πιάνει ίλιγγος Μου έρχεται ζάλη»

Κείμενο: Δημήτρης Πάντσος

Εικονογράφηση: Κατερίνα Καραλή

πηγή