Πάθη και ίντριγκες στη μουσική του ρομαντισμού

Μπραμς, Σούμαν, Μέντελσον, Λιστ, Βάγκνερ. Συνθέτες του ρομαντισμού που όλοι τους πλέον θεωρούνται “κλασικοί”. Προτού καθιερωθούν, όμως, ως τέτοιοι ήταν νέοι δημιουργοί που πάλευαν για μια θέση στο πάνθεον της μουσικής. Και όπως είναι λογικό, τέτοια διακυβεύματα συχνά δημιουργούν πάθη, ίντριγκες και κόντρες που αν μη τι άλλο αφήνουν πίσω τους μερικά ενδιαφέροντα ανέκδοτα.

Στις 26 Αυγούστου επιστρέφει το Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου Χανίων για 10η συνεχή χρονιά με τίτλο “Aimez-vous Brahms” και το πρόγραμμα αποπνέει ρομαντισμό. Με αφορμή την επιστροφή της διοργάνωσης, αξίζει να θυμηθούμε τις συνθήκες και τα επεισόδια που δημιούργησαν αυτό που έμεινε στην ιστορία ως “Πόλεμος των ρομαντικών”.

Σούμαν εναντίον Λιστ

Η κόντρα μεταξύ των ρομαντικών συνθετών ξεκινά από την εποχή του Ρόμπερτ Σούμαν και την αντιπάθεια που σταδιακά φέρεται να ανέπτυξε εκείνος για τον Φραντς Λιστ. Ενώ διέθετε άριστες σχέσεις με όλους τους νέους, ανερχόμενους ρομαντικούς συνθέτες, δεν συνέβαινε το ίδιο και με τον Λιστ. Κι όμως, η σχέση τους ξεκίνησε τελείως διαφορετικά, με τον Σούμαν να επαινεί τις πιανιστικές ικανότητες του Λιστ και να εκφράζει δημοσίως το θαυμασμό του για εκείνον στις κριτικές του.

Franz Liszt (1811-1886) by Granger

Του αφιέρωσε, μάλιστα, ένα νεότερο αλλά εξαιρετικά σημαντικό πιανιστικό έργο του, τη Φαντασία σε ντο μείζονα. Η αλληλογραφία μεταξύ των συνθετών από εκείνη την περίοδο, μαρτυρά τον βαθύ σεβασμό που έτρεφαν ο ένας για τον άλλον. “Η Φαντασία που μου αφιερώσατε, είναι ένα έργο υψηλότατης ποιότητας και είμαι πολύ περήφανος για την τιμή που μου κάνατε συνδέοντας το όνομά μου με μια τόσο επιβλητική σύνθεση. Γι’ αυτό σκοπεύω να την μελετήσω και να την αφομοιώσω σε βάθος, ώστε να αντλήσω κάθε δυνατή επίδραση από αυτήν”, γράφει ο Λιστ στον συνθέτη της Φαντασίας, ενώ τον παροτρύνει να ασχοληθεί με τη μουσική δωματίου, κάτι με το οποίο ο Σούμαν θα καταπιανόταν εν τέλει μερικά χρόνια αργότερα.

Ένας συνθέτης-ποπ σταρ

Η δημοφιλία που απέκτησε ο Λιστ λίγα χρόνια αργότερα στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, ήταν μάλλον και αυτό που έκανε τον Σούμαν να τον αντιπαθήσει. Ως γνωστόν, οι αντιδράσεις του κοινού στις συναυλίες του Λιστ θύμιζαν εκείνες στις σημερινές συναυλίες αστέρων της ποπ μουσικής. Η υστερία που συνόδευε την κάθε του εμφάνιση, έκανε τον Χάινριχ Χάινε να εφεύρει μια καινούργια λέξη, την “Λιστομανία”. Οι θαυμαστές του Λιστ συχνά φορούσαν καρφίτσες ή ανάγλυφα κοσμήματα με το πορτρέτο του, προσπαθούσαν να του κόψουν τούφες από τα μαλλιά και όποτε έσπαγε κάποια χορδή του πιάνου πάλευαν μεταξύ τους για το ποιος θα προλάβει να την αρπάξει προκειμένου να την μεταποιήσει σε βραχιόλι. Όλα αυτά έκαναν τόσο τον Σούμαν, όσο και τη γυναίκα του, Κλάρα, να πιστεύουν ότι ο Λιστ δεν ήταν παρά ένας επηρμένος.

Μπραμς εναντίον Λιστ

Ο στενός φίλος και προστατευόμενος του Σούμαν, Γιοχάνες Μπραμς, δεν θα μπορούσε να είχε διαφορετική γνώμη από τον μέντορά του. Στην αρχή της καριέρας του, μαζί με έναν φίλο του δημοσίευσε έναν λίβελο κατά της αυτοαποκαλούμενης “Μουσικής του μέλλοντος”, δηλαδή της λεγόμενης Νέας Γερμανικής Σχολής, την οποία εκπροσωπούσε βασικά ο Λιστ. Το κείμενο ήταν μάλλον απλοϊκό και εμποτισμένο με εμπάθεια, με αποτέλεσμα να εκθέσει κυρίως τους συντάκτες του. Μετά από αυτή την ατυχή προσπάθεια, ο Μπραμς αποσύρθηκε από τον δημόσιο λόγο.

Ωστόσο, φαινόταν να παραδέχεται το πιανιστικό ταλέντο του Ούγγρου συνθέτη, αφού συνήθιζε να λέει πως όποιος δεν έχει δει τον Λιστ να παίζει πιάνο, δεν μπορεί καν να μιλάει για το πιάνο. Οι συνθέσεις του, παρόλα αυτά, μάλλον δεν τον εντυπωσίαζαν και τόσο. Για το ορατόριο Χριστός είχε πει χαρακτηριστικά πως είναι “απίστευτα βαρετό, ηλίθιο και παράλογο”, ενώ κυκλοφορούσε η φήμη πως τον είχε πάρει ο ύπνος στην πρεμιέρα της Σονάτας για πιάνο σε σι ελάσσονα. Ο Λιστ από την άλλη, είχε πει για τις συνθέσεις του Μπραμς ότι είναι “διαυγείς αλλά καθόλου συναρπαστικές”.

Η συμβολή του Έντουαρντ Χάνσλικ

Παράλληλα, η συγκεκριμένη διαμάχη μεταξύ του “παλιού” και του “νέου” απέκτησε την ανάλογη δημοσιότητα από τον Τύπο της εποχής. Εξάλλου, βρισκόμαστε σε μια εποχή κατά την οποία οι εφημερίδες και τα περιοδικά δεν αφορούν πλέον μόνο τις ανώτερες κοινωνικά τάξεις, αλλά ένα πολύ πιο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Μια φιγούρα που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συγκεκριμένη αντιπαράθεση ήταν ο περιβόητος Αυστριακός μουσικοκριτικός Έντουαρντ Χάνσλικ. Προσωπικός φίλος του Μπραμς και με αρκετά συντηρητικές θέσεις για τη μουσική, ο Χάνσλικ συνήθιζε να γράφει ύμνους για τον φίλο του και να ασκεί δριμεία κριτική σε όποιον θεωρούσε ότι ανήκει στο αντίπαλο στρατόπεδο, ιδιαίτερα προς την πλευρά του Βάγκνερ.

Ο Eduard Hanslick προσφέρει θυμίαμα στον Brahms, Viennese Journal ‘Figaro’, 1890

Οι αντιλήψεις του Χάνσλικ για τη μουσική, μαρτυρούν τις ρίζες της “κόντρας” μεταξύ των ρομαντικών. Ουσιαστικά, εκείνος πρέσβευε την αντίληψη της απόλυτης μουσικής, ότι δηλαδή η σημασία της μουσικής βρισκόταν στην ίδια της τη φόρμα. Αντίθετα, οι νεότεροι ρομαντικοί ήταν οι πρώτοι που προσπάθησαν να προσδώσουν στις συνθέσεις τους εξωμουσικό περιεχόμενο, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στα συμφωνικά ποιήματα του Λιστ και στα μουσικά δράματα του Βάγκνερ. Η ιστορία διέψευσε πανηγυρικά τον φανατισμό του, αφού κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τόσο η απόλυτη όσο και η προγραμματική μουσική διαθέτουν αρκετά έργα-αριστουργήματα.

Τι απέμεινε

Και εδώ προκύπτει το εύλογο ερώτημα: Κατά πόσον ο ανταγωνισμός και οι προσωπικές διαμάχες μεταξύ των ρομαντικών συνθετών υπήρξαν τόσο έντονες, ώστε να μείνουν στην ιστορία ως “Πόλεμος των ρομαντικών”; Μήπως ήταν απλά ένα τρικ δημοσιότητας από αυτά με τα οποία είμαστε ιδιαίτερα εξοικειωμένοι στις μέρες μας; Σε κάθε περίπτωση, όλα τα ανέκδοτα, οι ιστορίες και τα δημοσιεύματα φαίνεται να λειτούργησαν υπέρ της ανάδειξης της μουσικής, η οποία έτσι κι αλλιώς επισκίασε μεγαλειωδώς όλα τα υπόλοιπα.

κείμενο: Μαριτίνη Μνηματίδη

πηγή