Γιώργος Σεφέρης: τρία ποιήματα

«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός».

Ο Γιώργος Σεφέρης (ψευδώνυμο του Γιώργου Σεφεριάδη) γεννήθηκε στα Βούρλα της Μικράς Ασίας στα 1900. Στα 1914 μετακόμισε στην Ελλάδα. Μετά από σπουδές στο Παρίσι και το Λονδίνο από το 1927 ακολούθησε διπλωματική καριέρα. Ανήκει στη λεγόμενη Γενιά του ’30, τη γενιά λογοτεχνών δηλαδή, που γεννήθηκε στις αρχές του αιώνα και βρέθηκε στην απαρχή ή την κορύφωση της καλλιτεχνικής τους δημιουργίας στη δεκαετία του 1930.

Το 1963 ο Γιώργος Σεφέρης τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας από την Σουηδική Ακαδημία. Ήταν το πρώτο Νόμπελ για την Ελλάδα, ένα σπουδαίο γεγονός και μια αναγνώριση στο πρόσωπο και τη γραφή του Σεφέρη του σύγχρονου ποιητικού λόγου της χώρας. Στα 1969 μίλησε ανοιχτά ενάντια στη Χούντα των Συνταγματαρχών. Ο λόγος του μεταδόθηκε από το BBC, την Ντόιτσε Βέλε και τον Ραδιοφωνικό Σταθμό του Παρισιού. Ο θάνατος και η κηδεία του τον Σεπτέμβρη του 1971 γέμισε κόσμο τους δρόμους της Αθήνας κι εξελίχτηκε σε μια τεράστια πορεία ενάντια στο καθεστώς.
Τα ποιήματα που ακολουθούν βρίσκονται στη συγκεντρωτική ποιητική συλλογή «Ποίηματα» των εκδόσεων Ίκαρος και μπορείτε να την προμηθευτείτε από το βιβλιοπωλείο Fagottobooks Ζακύνθου 7, στη Λευκάδα.

ΠΑΝΩ Σ’ ΕΝΑΝ ΞΕΝΟ ΣΤΙΧΟ (απόσπασμα)
Στην Έλλη, Χριστούγεννα 1931

Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα.
Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρματωσιά
μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του, σαν τις
φλέβες όπου βουίζει το αίμα.

Μιας αγάπης με ακατέλυτο ρυθμό, ακατανίκητης σαν τη
μουσική και παντοτινής
γιατί γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε και σαν πεθάνουμε, αν
πεθαίνει, δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος κανείς.

Παρακαλώ το θεό να με συντρέξει να πω, σε μια στιγμή
μεγάλης ευδαιμονίας, ποια είναι αυτή η αγάπη∙
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος από την ξενιτιά, κι ακούω το
μακρινό βούισμά της, σαν τον αχό της θάλασσας που
έσμιξε με το ανεξήγητο δρολάπι. […]

ΠΕΜΠΤΗ (απόσπασμα)

Την είδα να πεθαίνει πολλές φορές
κάποτε κλαίγοντας στην αγκαλιά μου
κάποτε στην αγκαλιά ενός ξένου
κάποτε μόνη της, γυμνή∙
έτσι έζησε κοντά μου.
Τώρα πια ξέρω πως δεν είναι τίποτα παραπέρα και περιμένω.
Αν λυπούμαι είναι μια υπόθεση ιδιωτική
όπως τα συναισθήματα για τόσο απλά πράγματα
που καθώς λένε τα ‘χουμε ξεπεράσει∙
κι όμως λυπούμαι ακόμη γιατί
δεν έγινα κι εγώ (όπως θα το ήθελα)
σαν το χορτάρι που άκουσα να φυτρώνει
μια νύχτα κοντά σ’ ένα πεύκο∙
γιατί δεν ακολούθησα τη θάλασσα
μιαν άλλη νύχτα που τραβιούνταν τα νερά
πίνοντας απαλά την πίκρα τους,
κι ούτε κατάλαβα όταν ψηλάφησα τα υγρά φύκια
πόση τιμή απομένει στις παλάμες του ανθρώπου. […]

Β΄
Όλοι βλέπουν οράματα
Κανείς ωστόσο δεν τ’ ομολογεί∙
πηγαίνουν και θαρρούν πως είναι μόνοι.
Το μεγάλο τριαντάφυλλο
ήτανε πάντα εδώ
στο πλευρό σου βαθιά μέσα στον ύπνο
δικό σου και άγνωστο.
Αλλά μονάχα τώρα που τα χείλια σου τ’ άγγιξαν
στ’ απώτατα φύλλα
ένιωσες το πυκνό βάρος του χορευτή
να πέφτει στο ποτάμι του καιρού –
τον φοβερό παφλασμό.

Μη σπαταλάς την πνοή που σου χάρισε
τούτη η ανάσα.

Ερανιστής των ποιημάτων: Δημήτρης Βεργίνης