Στον τόπο μου νιώθω τέλεια ξένος*

Κείμενο: Δημήτρης Βεργίνης

Έλειψα εικοσιπέντε χρόνια από μόνιμος κάτοικος του νησιού. Δεν έχει σημασία που το έβλεπα σε ολιγοήμερες επισκέψεις, σε διακοπές, δουλειές και γιορτές. Έζησα μακριά του 25 χρόνια. Όπως κι αν το κάνεις, είναι σχεδόν μισή ζωή.

Η επιστροφή ως επιλογή για το από εδώ και πέρα με έφερε σε έναν τόπο που νόμιζα πως ξέρω μα δεν ξέρω, που νόμιζα πως θυμάμαι μα είναι άλλος, που νόμιζα είναι τόσο όμορφος για να του συμβεί οτιδήποτε μα έκανα λάθος.

Στο νησί των λευκών δυτικών ακτών, των άφταστων παραλιών, της οργιώδους βλάστησης, της πλούσιας πανίδας, των απλών ανθρώπων των χωριών, ένα πρωί έφτασε ένας ιός, μια πανδημία που τα σάρωσε όλα. Δεν ήταν ιός που προσέβαλε το σώμα, δεν αρρώστησε το κορμί των κατοίκων του. Ήταν ιός του μυαλού κι εκεί θεραπείες δεν υπάρχουν. Όχι τουλάχιστον στα χρόνια μας. Ίσως σε ένα μακρινό μέλλον, ίσως κάποια παιδιά που τώρα τρέχουν ξυπόλητα στις αυλές, μια μέρα να αναστρέψουν την κατάσταση. Δε νομίζω όμως ότι εμείς θα ζούμε για να ξαναδούμε το νησί μας απαλόστρωτα όμορφο.

Το νησί των ποιητών και του πολιτισμού, της φιλοξενίας και της συναδέλφωσης των πόλεων, έχει κρατήσει ψήγματα ενός τέτοιου παρελθόντος. Τα ψάχνεις κρυμμένα και υποτιμημένα, υποβιβασμένα και παρατημένα.

Στον τόπο μου νιώθω τέλεια ξένος. Δεν έχω οικειότητα με τις βίλλες που πια βρίσκονται σε κάθε γωνιά του. Με τα εκατομμύρια που δίνονται για κάθε τέτοια. Με τα 1000 ευρώ τη μέρα που νοικιάζονται -αλήθεια σε ποιους; Με πισίνες που είναι περισσότερες από τις στέρνες ενός μέρους που φέρνει το νερό από άλλους νομούς και το μισό χρόνο ο μέσος κάτοικός του δεν έχει να πλύνει το πρόσωπό του, αλλά οι πισίνες γεμάτες! Με πινακίδες «πωλείται» σε κάθε λόγγο, σε κάθε βουνό, σε κάθε ορμάνι. Με τιμές που κάποιοι νομίζουν δίνουν οικόπεδα στο φεγγάρι. Με “acres” φυσικά, κι όχι στρέμματα γιατί δεν είμαστε τίποτα οπισθοδρομικοί, πουλάμε παντού. Και τα πάντα. Τα πάντα. Κι όταν τελειώσουν τα λεφτά από αυτά τα «τα πάντα» που έχουμε πουλήσει, αλήθεια τι θα κάνουμε; Τι θα έχει μείνει να κάνουμε σε αυτό τον τόπο που δε θα είναι δικός μας; Που δε θα τον ορίζουμε; Τι θα έλεγαν οι παππούδες μας; Πώς θα τους το λέγαμε αν τους συναντούσαμε;

Στον τόπο μου νιώθω τέλεια ξένος. Ξένος με την ασχήμια αυτών που χτίζουμε. Εκτρώματα σε κόπιες, ανοίκεια στο περιβάλλον που καταστρέφουμε, αηδίες φαντασμένων. Πονάω κάθε φορά που δίνω σημασία σε αυτά που βλέπω στις βόλτες μου. Πονάν τα μάτια μου. Γιατί στην πραγματικότητα, έχω σταματήσει να δίνω σημασία. Θα αρρωστήσω και δεν το θέλω για έναν τόπο που αγαπούσα την, δίχως γωνίες, ομορφιά του.

Στον τόπο μου νιώθω τέλεια ξένος. Δεν ξέρω την αγένεια που έχει ριζώσει στις λέξεις των συντοπιτών μου. Δεν αναγνωρίζω την επιθετικότητα στην πρώτη διαφωνία, την απειλή στην πρώτη παρατήρηση, τη μαγκιά για το τίποτα. Ψάχνω να βρω πού είναι εκείνοι οι άνθρωποι που νοιάζονταν για τους υπόλοιπους, που έκαναν και πράγματα που δεν είχαν κέρδος, που σέβονταν γνωστούς, δικούς και ξένους.

Κοιτάζω κάθε πρωί στον Άγιο Μηνά και ξέρετε τι βλέπω; Αυτοκίνητα να διαγκωνίζονται ποιο θα παρκάρει πρώτο και περισσότερη ώρα σε σημείο που έχει : 1. μπάρα αναπήρων, 2. ποδηλατόδρομο, 3. πεζοδρόμιο τυφλών, 4. στροφή λεωφορείων, 5. διάβαση πεζών. Ναι, η αστυνομία δεν κάνει τίποτα. Ναι, οι αρχές του τόπου δεν κάνουν τίποτα. Εμείς, εμείς τι κάνουμε; Αυτό έχουμε καταντήσει; Για να μην περπατήσουμε τρία λεπτά από ένα κοντινό πάρκινγκ αδιαφορούμε για όλους και ας πάνε να πνιγούν; Δεν εξοργίζομαι πια. Καταλήγω να ντρέπομαι.
Όπως ντρέπομαι για τα πάρκινγκ-χαράτσια στις παραλίες, για τα κοκτέιλ 25 ευρώ στα μυκονομάγαζα, για τα ψάρια ιχθυοτροφείου για ανοιχτής θαλάσσης με τις ανάλογες τιμές στους «χαζούς» ξένους, για τα μεροκάματα της ξεφτίλας, τα καταπατημένα εργασιακά δικαιώματα και τα κλεμμένα tips των πιτσιρικάδων -κι όχι μόνο- στις ταβέρνες και τα ξενοδοχεία, για το πώς φερόμαστε ως επίσημη αρχή στα αδέσποτα (πού βρίσκεται και πώς είναι το δημοτικό κτηνιατρείο  -UPD: μας τελείωσε κι αυτό ) κι ένα σωρό άλλα…

Στον τόπο μου νιώθω τέλεια ξένος. Και δεν είμαι ο μόνος. Ευτυχώς. Όλο και περισσότεροι ξεκινάν και μιλάν για αυτό, προσπαθούν να φτιάξουν οάσεις ομορφιάς μέσα στην τριγύρω έρημο. Έχουμε δρόμο όμως ώσπου να περάσουμε απ’ την κουβέντα στην πράξη. Κακοτράχαλο δρόμο. Και στρέμματα να διανύσουμε. Acres για την ακρίβεια…

*Ο στίχος ανήκει στην Γάλλο ποιητή Francois Villion.