Ο τουρισμός, ανάχωμα στην ενεργειακή κρίση – Πώς θα μοιραστούν εισπράξεις 20 δισ.

Ερευνα της Grant Thornton και του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας δείχνει ότι τα οφέλη του τουρισμού διαχέονται σε 17 κλάδους οικονομικής δραστηριότητας και 9 τομείς της ελληνικής οικονομίας, συμπεριλαμβανόμενου του πρωτογενούς

Κρυφός άσος της ελληνικής οικονομίας αποκαλύπτεται πως είναι ο τουρισμός, η δυναμική ανάκαμψη του οποίου φέτος, ενδεχομένως και σε επίπεδα 10% υψηλότερα από αυτά του 2019, δημιουργεί προσδοκίες για υψηλότερη της αναμενόμενης ανάπτυξη. Και αυτό, διότι με βάση τις εκτιμήσεις για τα δευτερογενή, έμμεσα οφέλη από τον τουρισμό σε άλλους κλάδους της οικονομίας, υπολογίζεται πως θα δημιουργήσει φέτος έως και 52,89 δισεκατομμύρια αξίας για το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν. Ολα αυτά βέβαια υπό την προϋπόθεση πως δεν θα ενσκήψουν αρνητικά γεγονότα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς τον ελληνικό τουρισμό.

Τούτου λεχθέντος, το ποσό αυτό των 52,89 δισ. που αντιστοιχεί σε περίπου 28% του προβλεπόμενου ΑΕΠ του 2022, προκύπτει από τον πολλαπλασιαστή του 2,65 που αποδίδουν οικονομολόγοι στον τουρισμό και την εκτιμώμενη αύξηση των ταξιδιωτικών εισπράξεων φέτος στα επίπεδα των 20 δισ. από 18,2 δισ. το 2019.

Οι οίκοι

Τις εκτιμήσεις αυτές ασπάζονται και μεγάλοι ξένοι οίκοι όπως η HSBC και η Bank of America, με την πρώτη να αναβαθμίζει την πρόβλεψή της για την ελληνική ανάπτυξη φέτος σε 6,5% από 4% προηγουμένως και τη δεύτερη να μιλάει επίσης για σημαντική θετική επίδραση.

Οταν γίνεται λόγος για δευτερογενή ή έμμεσα οφέλη από τον τουρισμό, σημαίνει πως το κάθε ευρώ που φέρνει ο τουρισμός στην Ελλάδα δημιουργεί συνολικά αξία 2,65 ευρώ για την οικονομία.

Το σκεπτικό είναι απλό: το ξενοδοχείο δαπανά μεγάλο μέρος των χρημάτων που εισπράττει σε μισθούς, οι οποίοι με τη σειρά τους ενισχύουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών που και αυτό δαπανάται στην οικονομία. Παράλληλα, η αύξηση των αφίξεων δημιουργεί ανάγκες για πρόσθετο προσωπικό οπότε ενισχύεται και η απασχόληση.

Επιπλέον, δαπάνες των ξενοδοχείων για προμήθειες από τρόφιμα και ποτά έως καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια και από συντήρηση έως μεταφορές ενισχύουν το εισόδημα άλλων κλάδων και ούτω καθ’ εξής. Οι δε ταξιδιώτες δαπανούν χρήματα και έξω από τα ξενοδοχεία, ενώ η γενικότερη άνθηση του κλάδου κινητοποιεί και νέες επενδύσεις ενισχύοντας τον κατασκευαστικό και άλλους κλάδους.

Ερευνα της Grant Thornton και του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας δείχνει ότι τα οφέλη του τουρισμού διαχέονται σε 17 κλάδους οικονομικής δραστηριότητας και 9 τομείς της ελληνικής οικονομίας, συμπεριλαμβανόμενου του πρωτογενούς.

Οι 9 αυτοί άμεσα συνδεόμενοι με τη βιομηχανία της φιλοξενίας τομείς δραστηριότητας (από το σύνολο των 20 της οικονομίας) είναι η βιομηχανία και η μεταποίηση, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, οι μεταφορές και αποθήκευση, οι κατασκευές, η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού, η παροχή νερού και η διαχείριση αποβλήτων, η ενημέρωση και επικοινωνία, οι επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες και οι διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες.

Παράλληλα, η έρευνα της Grant Thornton για τις επενδύσεις στη φιλοξενία (σύνολο καταλυμάτων και μονάδων εστίασης) καταγράφει μέση ετήσια συνεισφορά στην οικονομία της χώρας ποσού 1,5 δισ. ευρώ. Το ύψος των ετήσιων επενδύσεων σε ανακαινίσεις αγγίζει το 1 δισ., ενώ η δημιουργία νέων καταλυμάτων τα 170 εκατ. Επίσης, οι λοιπές επενδύσεις σε καταλύματα ανέρχονται στα 300 εκατ. ετησίως και σε 140 εκατ. ανέρχονται τα κονδύλια επενδύσεων στις μονάδες εστίασης.

Όπως προσθέτει δε η Grant Thornton, η φιλοξενία αποτελεί τον πρώτο κλάδο σε επίπεδο προσφοράς θέσεων εργασίας (1 στις 4 θέσεις εργασίας στη χώρα).

Αισιοδοξία

Την ίδια ώρα, μέσω του τουρισμού τονώνονται αυτονόητα και τα δημόσια έσοδα από τον φόρο προστιθέμενης αξίας και τους άλλους φόρους που εισπράττει η Πολιτεία. Η αισιοδοξία που επικρατεί τις τελευταίες εβδομάδες για την πορεία του ελληνικού τουρισμού και την υψηλότερη της αναμενόμενης ανάπτυξή του εδράζεται σε μια σειρά στοιχείων. Κατ’ αρχήν η τουριστική δραστηριότητα κατά το πρώτο εξάμηνο της τρέχουσας χρονιάς έχει ήδη φτάσει, και σε περιπτώσεις και προορισμούς ξεπεράσει, τα μεγέθη-ρεκόρ της αντίστοιχης περιόδου του 2019. Με βάση τα στοιχεία των κρατήσεων, των πτήσεων και των διανυκτερεύσεων εκτιμάται πως οι ταξιδιωτικές εισπράξεις θα διαμορφωθούν φέτος πέριξ των 20 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 10% υψηλότερες από τα 18,2 δισ. του 2019. Επιμέρους αγορές ταξιδιωτών όπως η Γαλλία και η Γερμανία και δευτερευόντως η Βρετανία βρίσκονται ήδη από 6% έως και 40% υψηλότερα από το πρώτο εξάμηνο του 2019.

Εφόσον οι εκτιμήσεις αυτές επιβεβαιωθούν, υπολογίζεται ότι μπορεί να δημιουργηθεί επιπλέον δημοσιονομικός χώρος της τάξης των 2,5 δισ. ευρώ. Ειδικότερα, ο προϋπολογισμός για το 2022 προβλέπει ταξιδιωτικές εισπράξεις της τάξης του 80% εκείνων του 2019, ήτοι περί τα 15 δισ.

Εξ αυτών το 50% περίπου θεωρείται δημοσιονομικός χώρος, όπως προκύπτει από τα φορολογικά έσοδα που δημιουργούνται. Εάν τελικά οι ταξιδιωτικές εισπράξεις διαμορφωθούν 10% υψηλότερα από το 2019, δηλαδή κοντά στα 20 δισ., αυτό σημαίνει επιπλέον εισπράξεις της τάξης των 5 δισ. ευρώ εκ των οποίων το 50% ή τα 2,5 δισ. αποτελούν πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο.

Νέα ρεκόρ περιμένουν TUI, υπουργείο και ξενοδόχοι

Ιούλιος και Αύγουστος σε πολλούς από τους προορισμούς της Ελλάδας στους οποίους δραστηριοποιείται ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός τουριστικός οργανισμός, η TUI Group, κινούνται ήδη σε επίπεδα υψηλότερα από τα επίπεδα-ρεκόρ του 2019. Αυτό αποκαλύπτει στην «Κ» κορυφαίο στέλεχος του γερμανικού tour operator, υπογραμμίζοντας επιπροσθέτως πως ιδιαίτερα δυναμικά κινούνται οι επόμενοι δύο μήνες, δηλαδή ο Σεπτέμβριος και ο Οκτώβριος. Να σημειωθεί πως κατά το πρώτο τρίμηνο κάθε χρονιάς πραγματοποιείται τυπικά τζίρος που αντιστοιχεί μόλις στο 5% του έτους, το δεύτερο τρίμηνο στο 25% του έτους, το τρίτο τρίμηνο το 60% και το τέταρτο τρίμηνο το υπόλοιπο 10%. Οπως εκτιμούν τώρα οι ειδικοί του τουρισμού, ακόμα και αν εκδηλωθεί, όπως αναμένεται, μια ήπια επανάκαμψη της πανδημίας από το φθινόπωρο και μετά, τα μεγέθη που δείχνουν πως θα καταγραφούν το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο επαρκούν για να υπερκαλύψουν τόσο τις απώλειες του φετινού πρώτου τριμήνου όσο και την όποια τυχόν κάμψη του τέταρτου. Ο υπουργός Τουρισμού Βασίλης Κικίλιας, μιλώντας στην «Κ» αυτή την εβδομάδα, αποκάλυψε πως «τα στοιχεία αναφορικά με τις αφίξεις ταξιδιωτών δείχνουν ότι τη φετινή σεζόν είμαστε είτε στα ίδια επίπεδα είτε σε αυξημένα σε σχέση με το 2019. Ευελπιστούμε ότι αντίστοιχα μεγάλες θα είναι οι αυξήσεις στις αφίξεις το φθινόπωρο και στις αρχές του χειμώνα, καθώς ήδη μεγάλοι tour operators μάς ζητούν πακέτα για τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο», προσθέτει ο υπουργός. Αλλά και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, Γιάννης Ρέτσος, προ ημερών στη γενική συνέλευση του συνδέσμου, δήλωσε ότι φέτος ο τουρισμός «μπορεί να αγγίξει και, γιατί όχι, να ξεπεράσει σε έσοδα το 2019», ενώ ο πρώην πρόεδρος του Συνδέσμου, Ανδρέας Ανδρεάδης και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Sani/Ikos, μίλησε ανοιχτά για έσοδα της τάξης των 20 δισ. Δεν είναι βέβαια μόνον η αύξηση της επιβατικής κίνησης που ενισχύει τα έσοδα αλλά και οι αυξήσεις των τιμών στα ξενοδοχεία. Η μέση δαπάνη ανά επισκέπτη είναι σημαντικά αυξημένη. Κατά το πρώτο τετράμηνο του 2022 οι ταξιδιωτικές εισπράξεις επανέκτησαν το 86,6% εκείνων της αντίστοιχης περιόδου του 2019, χρονιά-ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό. Παράλληλα, κατά το ίδιο διάστημα η μέση δαπάνη ανά ταξίδι
αυξήθηκε κατά 20,3%.

Ερευνα του ΙΤΕΠ καταγράφει πως πάνω από ένα στα τέσσερα ξενοδοχεία έχει αγκαλιάσει τη δράση «Ελληνικό Πρωινό», που συνδέει απευθείας τον κλάδο με τον πρωτογενή τομέα, και τα μισά εξ αυτών έχουν λάβει και αντίστοιχη πιστοποίηση. Φωτ. Shutterstock

Τα ξενοδοχεία στηρίζουν την παραγωγή

Ανάμεσα στους 9 τομείς της ελληνικής οικονομίας που εισπράττουν σημαντικά οφέλη από τον τουρισμό είναι ο πρωτογενής τομέας, σύμφωνα με έρευνα του ΙΤΕΠ για λογαριασμό του ΞΕΕ. Οπως προκύπτει από την έρευνα, το 88% της δαπάνης των ξενοδοχείων για αγορά τροφίμων και ποτών αφορά αγορά ελληνικών προϊόντων. Το ποσοστό αυτό κατανέμεται κατά 36% σε τοπικούς παραγωγούς (εντός δηλαδή του νομού που δραστηριοποιείται κάθε ξενοδοχείο) και το 52% στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι δαπάνες για αγορές προϊόντων τοπικής παραγωγής καταγράφουν τα πιο υψηλά ποσοστά τους στην Κρήτη (47%), στην Πελοπόννησο (46%) και στο Βόρειο Αιγαίο (44%). Η προμήθεια των ξενοδοχείων σε αυγά, μέλι, λάδι, ελιές, μαρμελάδες και προϊόντα μαναβικής είναι σχεδόν αποκλειστικά ελληνική υπόθεση, καθώς παράγονται είτε τοπικά είτε στο σύνολο της επικράτειας. Η προμήθεια κρέατος είναι κατά 78% ελληνική. Το αντίστοιχο ποσοστό στα ψάρια και στα θαλασσινά είναι 72%. Αλλά και το 97% των κρασιών που καταναλώνουν τα ξενοδοχεία είναι ελληνικά. «Τα ξενοδοχεία συνεχίζουν να είναι κινητήρας ανάπτυξης τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο», σημειώνει ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου, Αλέξανδρος Βασιλικός, και προσθέτει: «Επενδύουν κάθε χρόνο 1 δισ. ευρώ για τις ανακαινίσεις και τις αναβαθμίσεις τους, ακόμη και μέσα στις δύσκολες συγκυρίες. Ομως, όπως δείχνουν και τα στοιχεία της έρευνας, το θετικό αποτύπωμα της ξενοδοχειακής δραστηριότητας είναι ακόμη πιο σημαντικό για την οικονομία και την κοινωνία, καθώς έχουν μια πολύ μεγάλη συμβολή και στη στήριξη του πρωτογενούς τομέα της χώρας. Κι αυτό μας κάνει να νιώθουμε υπερήφανοι για την προσφορά μας».

Επιπλέον, η έρευνα του ΙΤΕΠ καταγράφει πως πάνω από ένα στα τέσσερα ξενοδοχεία έχει αγκαλιάσει τη δράση του ΞΕΕ «Ελληνικό Πρωινό», που συνδέει απευθείας τον κλάδο με τον πρωτογενή τομέα, και τα μισά εξ αυτών έχουν λάβει και αντίστοιχη πιστοποίηση. Σύμφωνα με τον κ. Βασιλικό, «τα ελληνικά ξενοδοχεία που συμμετέχουν στο πρωτοποριακό πρόγραμμα “Ελληνικό Πρωινό” έχουν γίνει οι καλύτεροι πρεσβευτές στην υπηρεσία της ποιοτικής πρωτογενούς παραγωγής και της ελληνικής γαστρονομίας». Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως, σε αντίθεση με την ευρέως διαδεδομένη εικόνα για την έκταση του «all inclusive», στην έρευνα του ΙΤΕΠ διαπιστώνεται πως αφορά μόλις το 6% στο σύνολο των ξενοδοχείων της χώρας. «Καταρρίπτονται μύθοι σχετικά με το “all inclusive” και τη σχετική συζήτηση γύρω από αυτό», σχολιάζει ο πρόεδρος του ΞΕΕ και συμπληρώνει πως «πρώτον, είναι μόνο ένα μικρό μερίδιο στο σύνολο των ξενοδοχείων της χώρας. Δεύτερον, η εύκολη κριτική για φθηνές και μη ποιοτικές λύσεις σίτισης δεν επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία, αφού είναι τα ξενοδοχεία 5 αστέρων που εμφανίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό στο “all inclusive”, που φτάνει το 25%. Αρα είναι αντίστοιχης ποιότητας και οι παρεχόμενες υπηρεσίες επισιτισμού, δίνοντας πρόσθετη αξία στην τουριστική εμπειρία που
προσφέρεται στους επισκέπτες».

Κείμενο: Ηλίας Μπέλλος

πηγή