Μια βραδιά που η Λευκάδα βρέθηκε στη χώρα της Αλίκης

Κείμενο: Δημήτρης Βεργίνης

Λένε ότι στις συναντήσεις με την τέχνη δεν πας με τα χέρια στις τσέπες και το μυαλό να χαζεύει. Δεν ξέρεις ποτέ τι θα συναντήσεις. Σαν να συγκρούεσαι με τοίχο και να μην έχεις καν τα αντανακλαστικά να προφυλαχτείς.

Την προηγούμενη Τρίτη το βράδυ, σαν άμαθος, ήρθε η ώρα της δικής μου σύγκρουσης. Πού πήγαινα εξάλλου; Να δω μια παιδική παράσταση μπαλέτου στο θεατράκι της Λευκάδας. Και κατέληξα να χαζεύω, δίχως λέξεις, για μιάμιση ώρα την ομορφιά αυτοπρόσωπη.

Η Σχολή Χορού School of Art της Αλεξάνδρας Μπούρα, με παιδιά κάθε ηλικίας, πλαισιωμένα από ενήλικες μαθητές και δασκάλους, θα παρουσίαζαν το μπαλέτο «Οι περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων» βασισμένο στο ομώνυμο έργο της Royal Ballet, καθώς και χορογραφίες σύγχρονου χορού. Το θεατράκι ήταν ασφυκτικά γεμάτο, τόσο που μεγάλα ονόματα που έρχονται για συναυλίες στο νησί θα ζήλευαν, με γονείς αλλά όχι μόνο, με ανθρώπους κάθε ηλικίας που οι περισσότεροι πήγαν να δουν κάποιο γνωστό τους πιτσιρίκι. Πήγαν κι αυτοί, όπως κι εγώ, αμέριμνοι να δουν στο κλείσιμο μιας χρονιάς τη μετουσίωση των κόπων μαθητών και δασκάλων, σε κίνηση και εικόνα.

Δέκα παρά τέταρτο η παράσταση ξεκίνησε. Κι εκεί ήρθε το χτύπημα. Η πορεία προς τον τοίχο. Δίχως φρένο. Ή καλύτερα: δίχως καμια επιθυμία να μπει το πόδι στο φρένο.

Χωρίς να είμαι ειδικός να κρίνω τα τεχνικά κομμάτια αυτού που είδαμε, αλλά έχοντας δει άπειρες παραστάσεις κάθε είδους τέχνης, μπορώ χωρίς ενδοιασμό να πω ότι αυτό που παρακολουθήσαμε ήταν άρτιο από κάθε άποψη. Ένα σκηνικό που σε έβαζε στο παραμύθι από το πρώτο λεπτό, φώτα που έπαιζαν με το πραγματικό και τη μαγεία, κοστούμια που έδιναν χαρακτήρα σε όποιον τα φορούσε.

Όσο για τους συμμετέχοντες και τις συμμετέχουσες, καθεμιά, κάθε παιδί, καθένας που ανέβηκε στη σκηνή, ήξερε τι έπρεπε να κάνει και πώς. Και σε αυτό το «πώς» ήταν όλη η ουσία της βραδιάς. Αυτού που μας κράτησε φορές-φορές την ανάσα, αυτού που μας βούρκωσε ξανά και ξανά τα μάτια, αυτού που σχημάτισε χαμόγελο σε διάρκεια σε όλους όσους ήμασταν εκεί. Μπόμπιρες και κοριτσάκια που μετά βίας περπατούσαν, είχαν μάθει να χορεύουν και να στέκονται στη σκηνή. Έφηβοι με πλαστικότητα στις κινήσεις μαγνήτιζαν ματιές. Ενήλικες ακροπατούσαν μεταξύ θεατρικότητας, επαγγελματισμού και ομορφιάς.

Ήταν μια παράσταση που ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια αυτού που ίσως στόχευε αρχικά να είναι. Ένα βράδυ που η τέχνη έκανε στάση πάνω απ’ το νησί μας.