Άγγελος Σικελιανός: Άνθρωπος σπάνιας ηθικής πνοής

Μια φύση υπερήφανη και ελεύθερη

Από τον Βαγγέλη Στεργιόπουλο

Ανάμεσα στις φωτεινές μορφές του τόπου μας με τις οποίες ευτύχησε να συνδεθεί φιλικά κατά τη διάρκεια του μακρού βίου του ο αείμνηστος Ευάγγελος Παπανούτσος ήταν και ο Άγγελος Σικελιανός.

Λίγες ημέρες μετά το θάνατο του Παπανούτσου, και πιο συγκεκριμένα στο φύλλο της 9ης Μαΐου 1982, είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» μια συνέντευξη (επέπρωτο να είναι η τελευταία) που είχε παραχωρήσει ο μεγάλος παιδαγωγός στη φιλόλογο και ερευνήτρια του έργου του Σικελιανού Βιβέτ Τσαρλαμπά – Κακλαμάνη (απεβίωσε το καλοκαίρι του 2019) το Δεκέμβριο του 1981.

 

Μέσα από τις απαντήσεις του Δασκάλου στα ερωτήματα της ακούραστης αυτής μελετήτριας των νεοελληνικών γραμμάτων σκιαγραφείται η προσωπικότητα και αξιολογείται το ογκώδες έργο τού γεννημένου στις 15 Μαρτίου 1884 (παλαιό ημερολόγιο) Σικελιανού:

ΕΡ.: Δάσκαλε, γνωρίζοντας τη στενή σας πνευματική συνάφεια με τον Άγγελο Σικελιανό, σας θεωρώ τον πιο κατάλληλο σήμερα για μια επαναθεώρηση του ποιητικού και κυρίως του «φιλοσοφικού» του έργου. Πώς κρίνετε τον Άγγελο Σικελιανό σήμερα, 30 χρόνια μετά το θάνατό του (ο λευκαδίτης λογοτέχνης είχε φύγει από τη ζωή στις 19 Ιουνίου 1951);

ΑΠ.: Τα τριάντα αυτά χρόνια –πώς πέρασαν κιόλας αλήθεια– με βοήθησαν να αποκρυσταλλώσω την ίδια διαυγή αντίληψη που είχα για την ποίηση του Α. Σ. την εποχή που έγραψα τις πρώτες κριτικές μελέτες μου για το έργο του. Ήταν μεγάλος ποιητής και παράλληλα ένας μεγάλος στοχαστής και άνθρωπος σπάνιας ηθικής πνοής. Η φιλοσοφική του συγκρότηση ήταν στέρεη, απόρροια της πλούσιας πνευματικής και ψυχικής του δομής.

ΕΡ.: Πιστεύετε πως το Δελφικό Όραμα του Α. Σ. ήταν απλώς και μόνο μια ποιητική φυγή από την απειλή ενός νέου πολέμου και την απογοητευτική καθημερινότητα γενικότερα;

ΑΠ.: Ήταν κάτι πιο πάνω από αυτό. Ήταν μια απόλυτα συνειδητή στάση ενός στρατευμένου ανθρώπου και καλλιτέχνη, σε μια συγκεκριμένη εποχή με τις αντιθέσεις και τα προβλήματά της, που θα μπορούσε να είναι και η σημερινή. Ήταν μια υπεύθυνη θέση, που συνέλαβε και επεξεργάστηκε μια φύση βαθύτατα φιλειρηνική και προβληματισμένη.

ΕΡ.: Δάσκαλε, εσείς, με τις φιλολογικές, τις θεολογικές, τις φιλοσοφικές και τις παιδαγωγικές μελέτες σας, πώς κρίνετε την «Αρχαιολατρία» του Α. Σ.;

ΑΠ.: Η νεότερη, αλλά και η παλαιότερη, νομίζω, ιστορία του ελληνικού πνεύματος δεν έχει να επιδείξει μια εποπτεία μυθολογική, ιστορική, φιλολογική, φιλοσοφική και παράλληλα «θρησκευτική», με την πρωταρχική έννοια του όρου, ανάλογη με εκείνη του Α. Σ. Κι αυτό χωρίς τη σχολαστικότητα του «πεπαιδευμένου», αλλά με την ειλικρίνεια και την αμεσότητα του «αυτοδίδακτου», όπως ήταν ο Α. Σ. Η Αρχαιολατρία αποτελούσε γι’ αυτόν ένα αληθινό σχολείο, και με την έννοια αυτή ο γνήσιος ποιητής είναι ο πραγματικός «παιδευτής του σύμπαντος του ανθρώπου βίου», όπως γράφει ο ίδιος στον εμπνευσμένο του «Πρόλογο του Λυρικού Βίου».

ΕΡ.: Δάσκαλε, μπορείτε να μου πείτε τι εντυπώσεις σάς άφησε ο Σικελιανός ως άνθρωπος;

ΑΠ.: Γνωριζόμαστε από πολλά χρόνια και διατηρήσαμε μια αδιατάρακτη φιλία έως την ημέρα του θανάτου του. Ήταν ένας περίφημος άνθρωπος, με μεγάλη καρδιά, εκδηλωτικός και ορμητικός, ειλικρινής με όλους και με τον εαυτό του. Σε έφερνε κοντά του με το πρώτο η πραότητα και η καλοσύνη του. Οι ώρες που πέρασα μαζί του, με τις ατέλειωτες συζητήσεις μας πάνω στα εκπαιδευτικά, τα φιλολογικά και τα κοινωνικά θέματα, ήταν για μένα από τις λίγες φωτεινές στιγμές, μέσα σ’ έναν κόσμο γεμάτο απειλές και νέφη. Παρακολούθησα από κοντά την πνευματική του δραστηριότητα και εκείνος τη δική μου. Αλληλογραφούσαμε πότε πότε. Έχω γράψει γι’ αυτόν μερικά άρθρα, το ένα δημοσιεύτηκε στην «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» το ’47, και με αφορμή το άρθρο αυτό ανταλλάξαμε τις σχετικές επιστολές. Έκτοτε και κατά καιρούς ασχολήθηκα με τη ποίησή του με διάφορες ομιλίες και μελέτες μου, όπως το βιβλίο μου «Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός». Παρακολούθησα με θλίψη την πνευματική του Οδύσσεια, τον κατατρεγμό, την ανέχειά του, που μοιράστηκε με την Άννα Σικελιανού. Και δεν ήταν λίγες οι φορές, θυμάμαι, που απογοητεύτηκε από τη συμπεριφορά «φίλων» του…

ΕΡ.: Αγγίξατε στην καρδιά των ερωτήσεων που ήθελα να σας υποβάλω. Πώς τα εννοείτε αυτά που είπατε;

ΑΠ.: Δεν του φέρθηκαν όλοι με την ίδια τιμιότητα που τους φέρθηκε εκείνος. Είναι αλήθεια πως με την επιείκεια και την αγάπη του προς όλους δεν ξεχώριζε πάντα τους αληθινούς φίλους, μέσα σε όλους αυτούς που τον περιέβαλλαν. Εγώ ήμουν απέναντί του πολύ τίμιος και το εξετίμησε αυτό. Έπειτα, δεν ήμουν ποιητής, να διεκδικήσω δόξες ποιητικές, αν και είχα με τη λογοτεχνία πάντα στενές σχέσεις. Αυτό όμως δε συνέβαινε με όλους και γι’ αυτό φτάσαμε εκεί που φτάσαμε.

ΕΡ.: Θα εννοείτε, βέβαια, Δάσκαλε, το θέμα του Βραβείου Νόμπελ και της εκλογής του στην Ακαδημία Αθηνών. Πιστεύετε πως υπήρξαν παρεμβάσεις που επηρέασαν αρνητικά στις δύο αυτές περιπτώσεις;

ΑΠ.: Ναι, υπήρξαν, μέσα στο γενικότερο εχθρικό κλίμα που δημιουργήθηκε γύρω του μια συγκεκριμένη εποχή εξαιτίας της ευρύτητας των ιδεολογικών του πεποιθήσεων. Γιατί είναι, βέβαια, πια αναγνωρισμένο πέρα από κάθε αμφιβολία πως οι παρεμβάσεις των τότε κρατούντων προς τη Σουηδική Ακαδημία Επιστημών τού στέρησαν το Νόμπελ το 1946 και αργότερα… Να επηρεάσουν την Επιτροπή Απονομής του Βραβείου Νόμπελ υπέρ ενός υποψηφίου μπορεί να μην ήταν τόσο εύκολο, να την προϊδεάσουν όμως εναντίον του δεν ήταν δύσκολο, όπως και έγινε. Με αποτέλεσμα την ανεπανόρθωτη αυτή αδικία, που τον πλήγωσε βαθιά και στέρησε την Ελλάδα από μια εντελώς δίκαιη διεθνή αναγνώριση. Όσο για την Ακαδημία, η εκλογή ενός ακαδημαϊκού, είναι αλήθεια, προϋπέθετε ορισμένες διαδικασίες, που δε συμβιβάζονταν πάντα με μια φύση υπερήφανη και ελεύθερη, όπως ήταν ο Σικελιανός…

ΕΡ.: Μιλάμε τόσην ώρα για τον Σικελιανό και το όνομα της Εύας δεν το αναφέραμε ούτε μία φορά. Τι γνώμη έχετε γι’ αυτήν, Δάσκαλε;

ΑΠ.: Η ύπαρξη της Εύας Σικελιανού ήταν τόσο συνδεδεμένη με του Άγγελου, ώστε είναι πάντα παρούσα όταν αναφερόμαστε σ’ αυτόν. Η Εύα ήταν αξιόλογη από κάθε πλευρά – ως προσωπικότητα, ως διάνοια, ως άνθρωπος. Ήταν μια σπάνια γυναίκα και έκανε πολλά για την Ελλάδα, που δεν της αναγνώρισαν. Όπως γράφω κάπου, είχε πάνω της κάτι το υπερβατικό, κι όταν, το 1952, ήρθε στην Ελλάδα για να πεθάνει, ατενίζοντας τα μεγάλα της γαλάζια μάτια, τα τόσο κουρασμένα πια, μου ήρθαν στο νου ασυναίσθητα δυο στίχοι του Καβάφη: «Την ομορφιά έτσι πολύ ατένισα, που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου…»

ΕΡ.: Δάσκαλε, επειδή δε θέλω να σας κουράσω περισσότερο, θα τελειώσω με αυτό. Συμμερίζεστε την άποψη ότι ο Άγγελος Σικελιανός ήρθε κάπως νωρίς στον πνευματικό μας ορίζοντα, και πότε νομίζετε ότι θα σημάνει η ώρα του;

ΑΠ.: Όπως όλοι οι αληθινοί σκαπανείς, ίσως ήρθε λίγο νωρίς, ίσως εμείς αργήσαμε να τον καταλάβουμε. Σε κάποια στροφή του δρόμου όμως, δε μου μένει καμία αμφιβολία γι’ αυτό, κάποτε, σε μια πιο ιδεαλιστική εξέλιξη της τεχνοκρατούμενης κοινωνίας μας, θα τον αντικρίσουμε ξανά εμπρός μας και τότε θα αναβαπτιστούμε στα νάματα της πιο ιερής, της πιο άδολης, της πιο φλογερής Πίστης.

Πηγή